therismos

Όταν η Στέγη είχε κάνει το μεγάλο της αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη στη συζήτηση που είχε ακολουθήσει την παρουσίαση του Φαέθων υπό μορφήν αναλογίου, είχα ρωτήσει το συγγραφέα, μιας που η οικογένεια που παρουσιάζει στο έργο του είναι, λίαν επιεικώς, δυσλειτουργική, αν τελικώς όλες οι οικογένειες είναι δυσλειτουργικές. Η απάντησή του με είχε εντυπωσιάσει πολύ: αυτό είναι ένα ερώτημα τόσο επώδυνο που είναι αδύνατον να το συζητήσει κανείς ευθέως και μόνο μέσω του θεάτρου τολμά να το διαπραγματευτεί.

Θυμήθηκα αμέσως αυτή την αντίδραση του Δημητριάδη παρακολουθώντας το Θερισμό του στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Οι ήρωές του, δύο ζευγάρια και μια φίλη τους, ζουν την απόλυτη αστική φαντασίωση: διακοπές σε πεντάστερο ξενοδοχείο στο Ακαπούλκο, «Χόλυγουντ και βάλε», όπως λέει το κείμενο. Όμως οι συνεχείς κλήσεις στο κινητό διακόπτουν τις κοινοτοπίες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι ευτυχείς θαμώνες, μετατρέποντας τον παράδεισο σε κόλαση. Για τα ζευγάρια, οι κλήσεις προέρχονται από τα παιδιά τους, που μοιάζουν να τους εκδικούνται για την αδυναμία τους να υπάρξουν ανεξάρτητα από τους γεννήτορές τους. Για την φίλη, η καταστροφή προέρχεται από την ερωτική της επιλογή. Η επανάληψη των κλήσεων κάθε τόσο, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα, για τον οποίο η επανάληψη αποτελεί βασικό όπλο, δημιουργεί ασφυξία. Κοντολογίς, ένα Κεκλεισμένων Των Θυρών πολυτελείας, δροσισμένο με εξωτικά κοκτέιλ και επενδεδυμένο με τον ήχο της λάτιν κιθάρας. Η κόλαση όμως παραμένει κόλαση. Πάντα θα κατεβαίνουν για μπάνιο μόλις τελειώσουν τα ποτά τους. Και πάντα η ώρα θα είναι δώδεκα και είκοσι. Διέξοδος πουθενά, ούτε ίσως και με το ίδιο το δρεπάνι του Χάρου: μόνο εκεί διαφαίνεται η λύτρωση, στο να έρθει ο Θερισμός.

Στο Δημήτρη Τάρλοου φαίνεται να ταιριάζει η γραφή του Δημητριάδη. Δύσκολο να ξεχάσει κανείς τη Λήθη που είχε παρουσιάσει προ ετών μονολογικά με ένα λαμπρό Δημοσθένη Παπαδόπουλο, και την ηχητική επένδυση του Blaine L. Reininger. Και αυτή τη φορά, ευτύχησε να έχει συνεργάτες τόσο καλούς, που η δουλειά του πρέπει να ήταν μάλλον εύκολη. Όχι, φυσικά, πως δεν πιστώνεται ο ίδιος το μερίδιό του στην επιτυχή ανάγνωση του δυστοπικού αυτού κειμένου. Αλλά η ομάδα του πλησίαζε το ιδανικό.

Η Άννα Μάσχα βρίσκεται σε χρυσή ωριμότητα και διατρέχει τη σκηνή σαν ψάρι στο νερό. Η Μάρω Παπαδοπούλου εξελίσσεται διαρκώς, κατακτώντας νέο έδαφος σε κάθε της εμφάνιση. Ο Νίκος Ψαρράς ενδεχομένως να υπερβαίνει εαυτόν. Ο Περικλής Μουστάκης επιβεβαιώνει κάτι ήδη γνωστό: πως αποτελεί μια από τις πιο ζωντανές και συναρπαστικές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου αυτή τη στιγμή.

Τελευταία άφησα μάλλον την κορυφαία: η Αλεξία Καλτσίκη, με την ακρίβεια, τη λεπτομέρεια και την ένταση της ερμηνείας της, επιτυγχάνει να είναι η καλύτερη από τους καλύτερους. Από την πρώτη φορά που θυμάμαι να συζητιέται έντονα το όνομά της, στο Καθαροί πια του Λευτέρη Βογιατζή, δεν έπαψε να προχωρά, να βαθαίνει, να ερευνά και να διερωτάται. Σίγουρα αυτό τον ρόλο της θα τον θυμόμαστε για καιρό.

Η ηθελημένη συμβατικότητα της σκηνογραφίας και των κοστουμιών (Ελένη Μανωλοπούλου) εξυπηρετεί με το ρεαλισμό της την αντίστιξη με τον εφιάλτη που αναδύεται σιγά-σιγά. Τα πάντα λειτουργούν υποδόρια. Το βασικό χαρακτηριστικό της κόλασης είναι η κοινοτοπία της.

Τη Μεγάλη Τετάρτη χαρήκαμε ένα ακόμη σπάνιο δώρο. Στα πλαίσια του αφιερώματος του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων στον Σαίξπηρ, αναμενόταν από καιρό το πρώτο σονέτο του Σαίξπηρ από τους bijoux de Kant του Γιάννη Σκουρλέτη, μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Δημητριάδη, που επίσης θα έγραφε κι ένα σονέτο ως δική του Αντιφώνηση. Ως γνωστόν, το αρχικό σχέδιο ξέφυγε εντελώς σε διαστάσεις, και οι αντιφωνήσεις έγιναν 158. Τελικώς, αφού το τελικό κείμενο διαμορφώθηκε κι η παράσταση ήταν σχεδόν έτοιμη, προέκυψε ένα νέο απρόοπτο: η ασθένεια του ηθοποιού που θα ερμήνευε τον κεντρικό ρόλο. Έτσι αποφασίστηκε να τον αντικαταστήσει ο ίδιος ο συγγραφέας, και η Αντιφώνηση να παιχτεί για μία και μόνη φορά.

Ο Σκουρλέτης επέλεξε σοφά μια σκηνική λιτότητα που ακολουθούσε απολύτως τη δική του αισθητική, αλλά και ταίριαζε τόσο με το κείμενο, όσο και με την ατμόσφαιρα των ημερών: τα λουλούδια, χωρίς πρόθεση συμβολισμού, ένωναν αυτόματα το ερωτικό δηλούμενο, το πένθος της σωματικής παρακμής και τα άνθη του Επιταφίου με τη δύναμη του συνειρμού.

Όμως η σημασία της Αντιφώνησης επικεντρώνεται στην απόφαση του συγγραφέα να σταθεί τελικά ο ίδιος επί σκηνής. Η λέξη-κλειδί είναι έκθεση. Χρειάζεται εξαιρετικό θάρρος – ή, κατά παράδοξο τρόπο, η αρχική έλλειψή του – για να τολμήσει ένας δημιουργός στα εβδομήντα τρία του να αρθρώσει δημοσία ένα τέτοιο λόγο, να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο για το σώμα  που τον εγκαταλείπει, με το οποίο πια δυσκολεύεται ο ίδιος να ταυτιστεί, αλλά και που δεν μπορεί πλέον να είναι ελκυστικό για το νεαρό αντικείμενο του πόθου του – και να το κάνει με λέξεις που δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε στην ποίηση, την οποία συνήθως συνδέουμε στο μυαλό μας με την ωραιοποίηση. Ο Δημητριάδης μιλούσε και στην Ομηριάδα για το ίδιο ζήτημα, με τρόπο εξίσου σπαρακτικό. Όμως η ίδια η παρουσία του σε αυτή τη σκηνή δίπλα στον ολόγυμνο νεαρό άντρα, ήταν ένα νήμα που συνέδεσε τον ανεπίδοτο και ανεκπλήρωτο έρωτα με τα ταφικά μνημεία του Κεραμεικού. Πολλαπλές οι υπερβάσεις. Για το συγγραφέα, αλλά και για το σκηνοθέτη, που μπόρεσε, χωρίς να αγνοήσει ή να παρακάμψει τις γνωστές αναφορές του στην ελληνικότητα, να πάει πέρα από αυτές, ακολουθώντας  με ευαισθησία τις ατραπούς του κειμένου. Μια μοναδική βραδιά που πολύ δύσκολα θα ξεχαστεί από όσους ήταν εκεί.

 «Θερισμός» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΣΚΗΝΗ «ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ», Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , τηλ. 210.5288170-171, Ημέρες και ώρες παραστάσεων Τετάρτη & Σάββατο στις 19:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Κυριακή στις 19:30