Η ΝΗΣΙΩΤΟΠΟΥΛΑ

του Κώστα Κρυστάλλη

Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο,

με κέντημα στα χέρια της, μ᾿ ἀγάπη στην καρδιά της.

Φορές-φορές το κέντημα κεντοῦσε με τραγούδια,

Φορές-φορές  πισώριχνε τα ξεπλεγα μαλλιά της.

Κι ἀγνάντευε το πέλαγος π᾿ ἁπλώνετο μπροστά της,

και γκαρδιακά ἀναστέναζε κ᾿ ἐχτύπαγε τα στήθια,

γιατ᾿ ἀγριεμένο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο·

κι αὐτή εἶχε λόγο, στο γιαλό να κατεβεῖ το βράδυ,

κι ἀπ᾿ το νησί τ᾿ ἀντικρυνό, που χάνεται στο κύμα,

ὁ ἀγαπημένος της νἀρθεῖ, να ποῦν τον ἔρωτά τους.

Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε· σκοτάδιασε, νυχτώνει.

Το κέντημά της τ᾿ ὄμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,

και κατεβαίνει στο γιαλό και τον ἀκαρτεράει.

Μαυρολογᾶνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα

σκεπάζουνε στον οὐρανό τ᾿ ἀστέρια πέρα πέρα,

φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγοῦνε,

κι ὅταν τα νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφές ἀφράτες,

και δεν γροικιέται πουθενά τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.

Κάθεται ἡ νια κι ἀκαρτέρει στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τα βράχια.

Τα μακρυά της τα μαλλια τα κυματίζει ὁ ἀγέρας,

και σποῦνε μέσ᾿ στα πόδια της τα κύματα με βόγγο.

Ὧρες τηράει το πέλαγο, ὧρες τηράει μπροστά της,

νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο,

ἂν εἶδαν κάπου νάρχεται τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.

Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγοῦνε,

κι ἀναστενάζουνε βαριά-βαριά τῆς νιᾶς τα στήθια.

Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τα κύματα βογγοῦνε,

κ᾿ ἕνα με τ᾿ ἄλλο σπρώχνονται και σπάνουν στ᾿ ἀκρογιάλι·

κ᾿ ἐκεῖ που ἡ κόρη τα ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο

να ψηλωθεῖ, να ψηλωθεῖ, τα βράχια να περάσει,

και να την πνίγει στον ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη πίσω,

και κλειώντας την ἀγκάλη της, που ὁλάνοιχτη βαστοῦσε

τον ἀκριβό της να δεχθεῖ, σφίγγει στα στήθια ἀπάνου

παραδαρμένο ἕνα κορμί, και ἄψυχο, και κρύο.

Ταχιά ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τα κύματα μερέψαν,

και οἱ ψαράδες πὤριχναν στο πέλαγο τις βάρκες,

στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τα χώματα και μέσ᾿ στα βράχια βρίσκουν

παραριγμένα δύο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα.