https://www.youtube.com/watch?v=EyoREuXX7Tc&feature=youtu.be
Η ημέρα κατά την οποία πέθανε ο Αθανάσιος Μπάξης, απόστρατος αξιωματικός, ξεκίνησε συνηθισμένα, όπως όλες οι ημέρες των τελευταίων δύο δεκαετιών που ζούσε απομονωμένος στο πατρικό του σπίτι, στο χωριό. Ξύπνησε στις εφτά παρά τέταρτο. Χρειάστηκε ένα γεμάτο πεντάλεπτο για να σηκωθεί, πολύ προσεκτικά, από το παλιό ξύλινο κρεβάτι και άλλο τόσο για να κάνει τα δεκαεφτά βήματα μέχρι το αποχωρητήριο. Εκεί έμεινε δέκα λεπτά , για να ουρήσει, να ενεργηθεί και να ρίξει νερό, παγωμένο πάντα, στο πρόσωπό του. Στις εφτά και πέντε ήταν καθισμένος στην καρέκλα του, στο σαλόνι, το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού (όπου είχε μεταφέρει και το κρεβάτι του, ώστε να μην χρειάζεται να ζεσταίνει πολλούς χώρους στο σπίτι). Μπροστά του, στο τραπέζι το καλυμένο με πλαστικό τραπεζομάντηλο, είχε τον καφέ του, σερβιρισμένο από το προηγούμενο βράδυ. Ο ίδιος δεν μπορούσε να τον φτιάξει, φοβόταν το γκαζάκι. Του τον έβραζε η λιγομίλητη Βορειοηπειρώτισσα που φρόντιζε το σπίτι και του τον άφηνε σκεπασμένο με το πιατάκι, για να τον πιει το επόμενο πρωί. Δεν τον ενοχλούσε να πίνει κρύο ελληνικό καφέ, μπαγιατεμένο.
Τίποτε δεν τον ενοχλούσε. Ούτε ο χθεσινός καφές, ούτε η δυσκολία του να κινηθεί, ούτε η ρουτίνα με την οποία ζούσε σχεδόν 20 χρόνια τώρα, από τα 70 του, σε αυτό το σπίτι, έξω από ένα μικρό, ήσυχο χωριό. Εξάλλου ρουτίνα ήταν η ζωή του και πιο πριν, όταν εξέτιε την ποινή του, και ακόμα παλιότερα, όταν υπηρετούσε. Αν και η ρουτίνα του στρατού και της κάθειρξης ήταν αλλιώτικη, ήταν κατοικημένη από ανθρώπους – ενώ τώρα ο μόνος άνθρωπος που έβλεπε ο Αθανάσιος Μπάξης, ήταν η βαρύθυμη, λιγομίλητη γυναίκα από την Κορυτσά. Ωστόσο, όταν είσαι σχεδόν 90 ετών και μπορείς να πας μόνος στην τουαλέτα, έστω και βαδίζοντας πολύ αργά, όταν έχεις την ικανότητα να αντιληφθείς τη ρουτίνα, την ερημωμένη από ανθρώπους, οφείλεις να δοξάζεις τον Θεό. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από νεκρούς που ούτε την μισή μου ηλικία δεν έφθασαν, σκέφτηκε. Δεν παραπονιόταν. Ήταν τυχερός, η εποχή που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει δεν ήταν εποχή παραπόνων. Ο άνθρωποι άρχισαν να έχουν παράπονα, να ονειρεύονται και να επιθυμούν καλύτερες ζωές από αυτές που τους έλαχαν, αργότερα. Στην εποχή του ήσουν ευχαριστημένος με ό,τι σου δόθηκε, δεν είχες ιδέες και ψευδαισθήσεις για ευκολότερη ζωή, για πιο δίκαιο κόσμο. Απλώς ζούσες. Έπαιρνες ό,τι σου δινόταν – αν ήσουν από τους τυχερούς που τους δινόταν κάτι, ο,τιδήποτε. Εκείνου του δόθηκε μια ζωή στην υπηρεσία της πατρίδας. Στον στρατό ξηράς. Πήγε αξιωματικός και φαίνεται πως η τύχη τον είχε ευνοήσει, διότι αυτή η σταδιοδρομία του ταίριαζε. Ήταν πειθαρχημένος, δεν αμφισβητούσε ποτέ, μιλούσε ελάχιστα. Το κυριότερο, ήταν παρατηρητικός. Πρόσεχε τι έκαναν και τι έλεγαν οι συνάδελφοί του και αν υπήρχε λόγος ή έστω ενδείξεις, τα μετέφερε εκεί που ήξερε πως όφειλε να τα μεταφέρει. Εξελίχθηκε. Διέθετε και αυτό το σπουδαίο προσόν ο Αθανάσιος Μπάξης: Να μην αντέχει τους ανόητους που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, να φέρουν την κοινωνία ανάποδα. Εκείνους που δεν σέβονταν πατρίδα, ιστορία, οικογένεια, θρησκεία. Διέθετε ένα ισχυρό ένστικτο, τους καταλάβαινε, τους μυριζόταν, ακόμα και αν κρύβονταν πίσω από ρόλους και χαμόγελα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν, να ανατρέψουν.
Αυτά συλλογιόταν ο Αθανάσιος Μπάξης την ημέρα του θανάτου του, περιμένοντας, όπως γινόταν κάθε πρωί την ίδια περίπου ώρα, μια ακτίνα φωτός του ήλιου να πέσει πάνω στην φωτογραφία του γιου του και να την φωτίσει. Η ακτίνα συνήθως έμενε πάνω στο παλιακό κάδρο, στον μπουφέ απέναντί του, για λίγα μόνο λεπτά. Χανόταν με την κίνηση του ήλιου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο Μπάξης, όπως κάθε πρωί, σχεδόν 20 χρόνια τώρα, θυμόταν τον Λουκά. Η σκέψη του, η μνήμη του, τακτικές και συνεπείς, έπεφταν και φώτιζαν αυτήν την απώλεια, κύλούσαν πάνω της μέχρι να την προσπεράσουν, διότι, είχε καταλάβει ο Αθανάσιος, έτσι συμβαίνει στην ζωή, ο ήλιος κινείται και πηγαίνει παρακάτω. Μόνο που σήμερα είχε συννεφιά. Η ακτίνα φωτός, μετά από πολύ καιρό, δεν έπεσε πάνω στη φωτογραφία. Ο Μπάξης ταράχτηκε, ένιωσε μια ακατανόητη, υπερβολική αίσθηση απειλής. Κοίταξε ανήσυχα τον ουρανό από το παράθυρο τα δεξιά του.
Αυτόν τον μη φωτισμένο από τον ήλιο γιο, τον Λουκά, τον αγάπησε αφού τον είχε χάσει. Αν και γνωρίζε πολύ καλά, δεν το έκρυβε από τον εαυτό του, πως στην πραγματικότητα δεν το είχε βρει ποτέ αυτό το παιδί με τα σκούρα μάτια. Ούτε όταν γεννήθηκε, ούτε όταν μεγάλωνε, ούτε όταν αντρωνόταν. Ο γιος του ήταν 11 χρονών όταν συνέλαβαν τον Αθανάσιο. Ο ίδιος δεν το περίμενε πως θα τον έπιαναν, ήταν περισσότερα από τρία χρόνια που τον είχαν μεταθέσει σε άλλη υπηρεσία, με την αιτιολογία ότι ήταν πολύ σκληρός και δημιουργούσε προβλήματα. Πίστευε πως στο μεταξύ θα είχε ξεχαστεί η σταδιοδρομία του ως ανακριτή, ότι η αναστάτωση της πτώσης της δικτατορίας θα τον έκρυβε. Όμως ήταν αρκετοί εκείνοι που δεν μπορούσαν να τον ξεχάσουν, που είχαν ακόμα το ήχο της φωνής του στα αυτιά τους, καθώς ούρλιαζε το επίθετο του μετά από ένα οργισμένο, υστερικό «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;». «Ξέρεις τι θα σε κάνει ο Μπάξης;» Και ένα βράδυ που ο γιος του ο Λουκάς ήταν 11 χρονών, ήρθαν και τον συνέλαβαν. Πέρασε από δίκη, καταδικάστηκε, έμεινε στην φυλακή 17 χρόνια και όταν αποφυλακίστηκε, 70 χρονών πια, ήρθε για να ζήσει εδώ στο χωριό.
Όλο το διάστημα της κάθειρξης, η γυναίκα του και ο Λουκάς δεν τον επισκέφθηκαν ποτέ. Αργότερα, έμαθε πως μετά τη σύλληψη του, οπότε και έμαθαν την δουλειά που αυτός έκανε στην υπηρεσία του τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, έφυγαν από το σπίτι για κάπου που κανείς δεν ήξερε να του πει. Ήπιε ακόμη μια γουλιά από τον καφέ. Ήταν πικρή, είχε κατακάθι. Παρέμενε ακόμα πεπεισμένος πως τότε δεν είχε επιλογή. Όφειλε να κάνει το καθήκον του. Κινδύνευε η χώρα, η κοινωνία, η οικογένεια. Ήταν υπό διαταγές, να αποσπάσει πληροφορίες, να ανακαλύψει τι σχεδίαζαν, να μάθει ονόματα συνομωτών. Έπρεπε να τους τιμωρήσει για όσα είχαν κάνει. Μα κάποιοι από αυτούς, τους ανακρινόμενους, λίγοι, δεν συνεργάζονταν, δεν μιλούσαν. Τον έκαναν να ξεφεύγει, να χάνει την ψυχραιμία του, να βγαίνει εκτός εαυτού. Τον έβριζαν «γαμημένε βασανιστή, δέρνεις Έλληνες ρε ξεφτιλισμένε;». «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; Ξέρεις τι θα σε κάνει ο Μπάξης;» απαντούσε αυτός και χτυπούσε. «Έδερνες Έλληνες ρε ξεφτιλισμένε;» Την ίδια φράση του είπε ο Λουκάς όταν ήρθε και τον βρήκε, εδώ στο χωριό μετά την αποφυλάκιση. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι, κατέβηκε, φώναξε αυτή ακριβώς τη φράση, είχε δυνατή, άγρια φωνή, σαν του πατέρα του, και μετά, έσκυψε και πάτησε το κουμπί να παίξει μια κασέτα, με ανοιχτά παράθυρα και την ένταση στο μέγιστο. Στην κασέτα ήταν γραμμένο ένα τραγούδι, επανάληψη, και στις δύο πλευρές. Ο πατέρας Μπάξης είχε κλειστεί στο σπίτι με κατεβασμένα τα ρολά, και άκουγε το τραγούδι να παίζει ξανά και ξανά, δυνατά, επικά. Κατάλαβε ποιος ήταν αυτός ο τρελός έξω από το σπίτι του και όταν ξεπέρασε την έκπληξή του, συνέλαβε τον εαυτό του να αισθάνεται μια δυσδιάκριτη μα οξεία ικανοποίηση. Αφες αυτόν, σκεφτόταν, άφησέ τον να εκτονωθεί. Άφησέ τον να με εκδικηθεί έτσι, άφες αυτόν, όταν θα εκτονωθεί, όταν ξεσπάσει θα έλθει να με βρει, θα έλθει σε μένα.
Η εκδίκηση του Λουκά στον βασανιστή πατέρα του δεν ήταν αυτή. Υπήρξε σκληρότερη και όχι προμελετημένη. Ένα απόγευμα, ο Αθανάσιος συνειδητοποίησε πως αναζητούσε τον ηχητικό βομβαρδισμό με Θεοδωράκη, Μπιθικώτση, Ελύτη, πως του είχε λείψει. Ο γιος του είχε εξαφανιστεί, ξανά, είχε έρθει μερικές δεκάδες φορές και μετά είχε σταματήσει. Μα που ήταν; Τι συνέβαινε; Ξέσπασε; Εκτονώθηκε; Αυτό ήταν; Δεν είχε καμία πληροφορία για αυτόν, πού έμενε, πώς ζούσε. Δεν ήξερε πού να τον ψάξει, πώς να μάθει. Λίγους μήνες μετά το δεύτερο αποχωρισμό, ένα μεσημέρι με ομίχλη και πολύ κρύο, καθόταν στον κήπο. Μια μαύρη, ψιλόλιγνη φιγούρα πρόβαλλε μέσα από την υγρασία και την καταχνιά της ομίχλης. Καθώς τον πλησίαζε, ο Μπάξης κατάλαβε πως θα του έφερνε άσχημα νέα. Ήταν ένας δόκιμος μοναχός, σταλμένος από τον ηγούμενο της μονής στο βράχο πάνω από τον κάμπο όπου βρισκόταν το χωριό. Ο Λουκάς είχε ζητήσει καταφυγή στο μοναστήρι, ήταν βαριά άρρωστος. Παρακάλεσε τον ηγούμενο να τον αφήσουν να πεθάνει εκεί, να περάσει με ησυχία, κοιτώντας τη θέα σε όλον τον κάμπο, τις τελευταίες μέρες του. Για τον πατέρα του, τον Αθανάσιο Μπάξη, τον βασανιστή της χούντας, δεν είχε πει λέξη, μα οι μοναχοί έμαθαν. Τον βρήκαν. Η μητέρα, την έψαξαν, δεν υπήρχε πουθενά. Ήθελε να έρθει; τον ρώτησε ο νεαρός μοναχός εκείνο το απόγευμα της ομίχλης, ήθελε να ανταμώσει το παιδί του; μα, να είναι προετοιμασμένος για μια δύσκολη εικόνα. Έχει βέβαια ο Θεός… γίνονται και θαύματα. Ο Μπάξης πήγε. Μα ο Λουκάς δεν τον δέχτηκε, δεν επέτρεψε στους μοναχούς να τον γλυκάνουν ώστε να δεχθεί να του φέρουν τον πατέρα του. Τους φοβέρισε πως θα φύγει. Ο ηγούμενος, συντετριμμένος από την άκαρπη προσπάθεια να λογικέψει τον άρρωστο, να τον κάνει να δεχτεί τον δικό του, προσπάθησε να παρηγορήσει τον πατέρα. Αυτός τον κοιτούσε με ασπρισμένα από το σφίξιμο χείλη και νευρικά χέρια και το μόνο που είπε ήταν να τον ειδοποιήσουν όταν καταφέρουν να μεταπείσουν τον γιο του. Αλλά η επόμενη φορά που άκουσε από τη μονή, ήταν για να του πουν ότι ο Λουκάς κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε. Τι στενάχωρος , ειρωνικός ευφημισμός. Τότε ήταν που σκέφτηκε για πρώτη φορά εκείνη την φρικτή σκέψη. Άραγε, ο τρόπος που έχασε τον γιο του, το γεγονός πως του το είπαν έτσι, αφού συνέβη, το γεγονός πως βρισκόταν στο σκοτάδι για το που είναι και τι κάνει, ήταν η δίκαιη τιμωρία του; Στέρησα, σκεφτόταν, από γονείς τα παιδιά τους και έτσι ο Θεός μου στέρησε το δικό μου; Και, άραγε, εγώ ο ίδιος για πόσες παρόμοιες ιστορίες είμαι υπεύθυνος; Να παίρνουν τηλέφωνο έναν πατέρα και να του λένε ότι ο γιος του δεν υπάρχει, ότι έπεσε από το κρεβάτι του κρατητηρίου του και χτύπησε το κεφάλι και σκοτώθηκε; Στέρησα από γονείς τα παιδιά τους και δίκαια ο Θεός μου στέρησε το δικό μου; Του φαινόταν τόσο γλυκερή, τόσο μελοδραματική, τόσο ανόητη αυτή η φρικαλέα σκέψη… αλλά γιατί δεν μπορούσε να την αποδιώξει; Γιατί του ήταν αναγκαία;
Πέρασαν 20 χρόνια από την μέρα εκείνη. Σήμερα για πρώτη φορά μετά από καιρό ο ήλιος δεν πέρασε πάνω από την φωτογραφία. Ο μπαγιάτικος χτεσινός καφές τελείωσε. Ο Μπάξης αναρωτήθηκε τι τον έπιασε και τα συλλογάται όλα αυτά με τέτοια λεπτομέρεια. Γιατί; Γιατί σκέφτεται τον γιο του; Γιατί σκέφτεται τους τρεις ή ίσως τέσσερεις, ή μήπως πέντε, φοιτητές που τον θύμωσαν και τον έβγαλαν εκτός εαυτού; Γιατί σκέφτεται τον θάνατο; Λες, αναρωτήθηκε; Λες να… δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Δεν χρειάζεται να το κάνει λέξεις στο μυαλό του αυτό που κατανοεί και είναι τρομακτικό. Λες σήμερα; Αν ναι, τότε ίσως αν ομολογήσει πόσο έχει μετανοιώσει, να του δοθεί το δώρο της συγχώρεσης. Το δώρο της συνάντησης με το γιο του. Θυμήθηκε τους στίχους του τραγουδιού που ακουγόταν επικά, εκκωφαντικά από το αυτοκίνητο του γιου του. Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού, το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου, σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό, μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος. Mύρισε το σκοτάδι, κι όλη η άβυσσος. Τόσες φορές που το είχε ακούσει, το έμαθε απ΄έξω. Για τον θάνατο είναι αυτό το τραγούδι. Ότι δεν είναι τρομακτικός, ότι μυρίζει όμορφα. Ο γιος του, το παιδί του, το σώμα του, γεννήθηκε Μάη. Όλα τα παιδιά είναι γεννημένα Μάη, σκέφτηκε. Και ήταν, αυτές οι κάπως ασύνδετες σκέψεις, από τις τελευταίες του.