Στο σχολείο και στις διακοπές, στο στρατό και στα πέριξ της καλλιτεχνίας, η αναφορά και μόνο από κάποιον του 8 ½, της Annie Hall, του Short Cuts, της Άγριας Συμμορίας, του King of Comedy ή του It’s a Wonderful Life ήταν αρκετή για να παραδοθώ σε άνευ όρων φιλίες και έρωτες. Με την ελπίδα πάντα να έχω τη σωστή συντροφιά όταν τα ζόμπι περικυκλώσουν και το δικό μου σπίτι. Να μαζέψω το πλήρωμα της δικής μου αδιαπέραστης κιβωτού, της Κινηματογραφικής μου Λέσχης. Η ζωή έχει, βέβαια, έναν δικό της τρόπο να ανταμείβει τους φαντασιόπληκτους. Έτσι, όταν πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα ότι στη γειτονιά μου ζει ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, δεν το θεώρησα καθόλου τυχαίο.
Έσπευσα να του συστηθώ και μετά από λίγο καιρό τον επισκεπτόμουν για να δανειστώ ένα τεύχος του “Cahiers du Cinema”, ένα βιβλίο του Bazin, μιαν αθησαύριστη δική του κριτική για μια ταινία-δισκοπότηρο. Από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση ήταν το πόσο γρήγορα μιλάει. Η αργή, υπνωτιστική φωνή που τόσο σατιρίσαμε με τους συνομηλίκους στις ερασιτεχνικές κασέτες κωμωδίας που ηχογραφούσαμε μικροί α λα Χάρρυ Κλυν –και που συναντήθηκαν, φευ, αργότερα με την πετυχημένη βεβαιότητα των κωμικών της ιδιωτικής τηλεόρασης- δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα. Ένα αρχαίο ιερατικό κόλπο, για να γίνει φανερό στους τότε τηλεθεατές, τους γαλουχημένους με το “Να η Ευκαιρία”, το “Λούνα Παρκ” και την “Κραυγή των Λύκων”, πως η “Κινηματογραφική Λέσχη” του ήταν το σύνορο για μια απαγορευμένη περιοχή, μιαν επικίνδυνη ζώνη που αν δεν αποθαρρυνόσουν και την προχωρούσες, δεν θα ξαναγύριζες ποτέ ίδιος.
Το δεύτερο που δεν μπορείς να μην σκεφτείς αν τον γνωρίσεις είναι πως όταν ήταν νέος έδειχνε μεγάλος, ενώ τώρα που κοντεύει τα 80, δείχνει τουλάχιστον 20 χρόνια νεώτερος. Δεν το αποδίδω στη διατροφή ή στην εκγύμναση- αν και τον έχω δει αρκετά πρωϊνά κάτω απ’το σπίτι μου να περπατάει βιαστικός μέσα στη φόρμα του, κοιτώντας μπροστά προς κάτι άγνωστο και μην παρατηρώντας τίποτα άλλο γύρω του. Νομίζω πως σ’ αυτό το άγνωστο που κοιτάζει, βρίσκεται το μυστικό. Είναι ένας άνθρωπος που δουλειά του ήταν να εστιάζει στο ίδιο σημείο με τους άλλους, με τη διαφορά ότι το μάτι του προχωρούσε μπροστά απ’ αυτό, σε κάτι που θα’ ρχόταν ή σε κάτι που ήταν εδώ απ’την αρχή και το ξεχάσαμε. Πώς να μην είναι παιχνίδι ο χρόνος, όταν έχεις ασκηθεί σε τέτοιου είδους όραση; Γιατί όμως μιλάω στον παρατατικό;
Ξέρω πως από το 2004, που απολύθηκε (!) από την “Καθημερινή” δεν έχει χάσει καμιά σημαίνουσα ταινία, δεν σταματάει να μυρίζεται την απάτη σα σκύλος της Δίωξης Ναρκωτικών, ούτε να χάνει τα λόγια του μπροστά στο Αριστούργημα, σαν να επρόκειτο για ένα Τέλειο Σώμα. Σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο το επάγγελμα ακολουθεί -κι είναι αυτό φαίνεται πολύ δύσκολο να το καταλάβουν οι σημερινοί εκδότες, που δεν αντιλαμβάνονται το κατεπείγον μιας έκδοσης των κειμένων του. Στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, ο Μπακό είναι το τιμώμενο πρόσωπο. Του έχει δοθεί “carte blanche” από τη διοργάνωση να παρουσιάσει μπροστά στον κόσμο 5 αγαπημένες του ταινίες, 5 αριστουργήματα άγνωστα στον μέσο σημερινό σινεφίλ.
Στο τρέχον τεύχος του “ΣΙΝΕΜΑ” υπάρχουν ολοκαίνουργια κείμενά του γι’αυτές -καθώς και μια λίστα 1000 ταινιών που οφείλει ο σοβαρός οφθαλμολάγνος να γνωρίσει. Στο δε προηγούμενο τεύχος, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης τον παρουσιάζει εξαιρετικά μέσα από μια σπάνιας αγάπης συνέντευξη. Αυτήν διάβαζα σ’ ένα καράβι, όταν οι φίλοι απ’ το Popaganda μου πρότειναν να γράφω κάθε 15 ημέρες ένα κείμενο εδώ. Και σκέφτηκα πως για το μόνο που θα μπορούσα να γράφω τόσο συχνά είναι τα Αριστουργήματα. Αυτά που ψάχνω κάθε μέρα έτσι κι αλλιώς , στη μουσική, στα βιβλία, στις ταινίες, στο θέατρο, στις εκθέσεις.
Γιατί, αν δεν το καταλάβατε ήδη, ανήκω στην ξεχασμένη και καθόλου πρόσφορη για κομματικό προσδιορισμό κατηγορία των φιλοτέχνων. Δεν μπορώ να γράψω διχαστικά κείμενα για την πολιτική κατάσταση (αν και ξέρω πως αυτό θα μου στοιχίσει σε ποσότητα σχολίων, κοινοποιήσεων, likes και υβρεολογίου που θα ικανοποιούσε το ναρκισσισμό μου), ούτε να χλευάζω την τρασίλα (ξέρω καλά πως «απ’την κοπριά γεννιούνται τα λουλούδια»), ούτε να φαντάζομαι κι εγώ υποκριτικά μια “κοινωνία του έργου’. Έτσι κι αλλιώς, σε κάθε κοινωνία δημιουργούνται συνέχεια πράγματα. Κι εκείνα που αξίζουν περισσότερο, ποτέ δεν υμνούνται όσο πρέπει. Αν είναι να τσακωθούμε για κάτι, ας τσακωθούμε γι’ αυτά. Η φτώχεια θέλει πολυτέλειες.
Απάντησα, λοιπόν, πως σκέφτομαι μια στήλη που θα λέγεται Το Αριστούργημά μου. Και θα ασχολείται μόνο με έργα τέχνης της τρέχουσας εσοδείας, όχι με παλιά κι αναγνωρισμένα. Θα βρίσκω, άραγε, ένα αριστούργημα το 15θήμερο, κάτι που να αξίζει το ρίσκο του διθυράμβου; Όπως και νά ‘χει, το ρίσκο θα το πάρω. Μέχρι τότε, θα σας δω στις Νύχτες Πρεμιέρας, στις παρουσιάσεις του Γιάννη, αλλά και σε όσα ανακάλυψαν οι ομοπαθείς μου του “ΣΙΝΕΜΑ”. Και θα ξαναρίξω και μια ματιά σ’ εκείνο το βιβλιαράκι που η Θεά Τύχη άφησε στο δωματιάκι που έμενα στη Σέριφο, φέτος τον Αύγουστο. Λεγόταν η “Κινηματογραφική Λέσχη”, ήταν των εκδόσεων Πατάκης και ο συγγραφέας λέγεται David Gilmour και δεν έπαιζε κιθάρα στο πιο υπερεκτιμημένο συγκρότημα του πλανήτη (ας αρχίσουν από τώρα και οι πρώτοι τσακωμοί). Είναι Καναδός κριτικός Κινηματογράφου και το ότι κάποιος το ξέχασε στο δικό μου δωμάτιο με ξαναοδηγεί σε παιδικές μεταφυσικές απορίες. Γκουγκλάρετε την πλοκή του βιβλίου, δεν χωράει να την γράψω. Δεν είναι αριστούργημα, μιλάει όμως για το τι μπορεί να πάθει ένας που παίρνει στα σοβαρά τα αριστουργήματα. Σας λέω απλά -χωρίς να κάνω ιδιαίτερο spoiler- πως κινδυνεύει. Σοβαρά.