Η «Γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού» ενώνει για έβδομη φορά τη Στέγη και το Πάντειο Πανεπιστήμιο και γιορτάζει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη Ιάννη Ξενάκη με τέσσερις συναυλίες στην Αίθουσα Τελετών του Παντείου Πανεπιστημίου. Ταυτόχρονα, μια νέα γενιά δημιουργών αποτίνει φόρο τιμής στη μνήμη του, μέσα από τεχνικές που επεκτείνουν τη σκέψη του, αλλά και με αναπάντεχες γειτνιάσεις ξενάκειων θραυσμάτων με κλασικούς συνθέτες και ηλεκτρονικούς ήχους.
Όπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος οι φοιτητές της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου συνεργάζονται με τη Στέγη σε κάθε στάδιο της διοργάνωσης. Εκπρόσωποι από την Καλλιτεχνική Διεύθυνση της Στέγης, τα Τμήματα Οργάνωσης και Εκτέλεσης Παραγωγής, το Τμήμα Επικοινωνίας επισκέπτονται το Πάντειο Πανεπιστήμιο και εξηγούν στους φοιτητές κάθε βήμα της διαδικασίας, ενώ στη συνέχεια οι φοιτητές βρίσκονται σε ανοιχτή επικοινωνία τόσο με τη Στέγη όσο και με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, για συνεχή ανατροφοδότηση, από κοινού εποπτεία και συντονισμό στην οργάνωση και την προώθηση των φετινών αναθέσεων.
Η συναυλία που ανοίγει το πρόγραμμα την Πέμπτη 3 Μαρτίου περιλαμβάνει έργα του 20ού αιώνα για φωνή, πιάνο και φλάουτο. Η μέτζο σοπράνο Ιωάννα Βρακατσέλη, η πιανίστα Μυρτώ Ακρίβου και η φλαουτίστα Αμαλία Κουντούρη χαράσσουν μια μουσική διαδρομή που ξεκινά από τα “Cinq mélodies populaires grecques” (1904-06) του Maurice Ravel βασισμένα σε ελληνικά δημοτικά τραγούδια και συνεχίζει με τα “Six chansons” (1950 – 1951) για πιάνο του Ιάννη Ξενάκη και την εμβληματική “Zyia” (1952) του. Σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα θ’ ακούσουμε τη σύνθεση “Maponos” (1990) για σόλο φωνή και ταμπουρίνο από τον κύκλο “Trois Chants Sacrés” του François-Bernard Mâche. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται, επίσης, η πρώτη παρουσίαση μιας ανάθεσης της Στέγης (για έργα νέων συνθετών και συνθετριών), στην Dzovinar Mikirditsian. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά που παίζεται έργο της τελευταίας στην Ελλάδα, χώρα της καταγωγής της.
H φοιτήτρια της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου, Φαίη Κεραμυδά, επέλεξε την POPAGANDA για τη συνέντευξη με την, Ιωάννα Βρακατσέλη, Μυρτώ Ακρίβου και Αμαλία Κουντούρη, στο πλαίσιο της δράσης σε συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση: «Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού». Οι τρεις μουσικοί και η συνθέτρια Dzovinar Mikirditsian μιλούν με ενθουσιασμό για την επικείμενη συναυλία τους.
Τι σημαίνει η Μουσική Γέφυρα ανάμεσα στη Στέγη και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τι η δική σας συμμετοχή σε αυτό; Η Μουσική Γέφυρα ανάμεσα στη Στέγη και το Πάντειο Πανεπιστήμιο αποτελεί έναν πολύ σημαντικό θεσμό στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας. Είναι από τους ελάχιστους θεσμούς που φιλοξενεί και προωθεί τη σύγχρονη μουσική δημιουργία προσκαλώντας εξίσου άντρες και γυναίκες πρωτοπόρους Έλληνες συνθέτες καθώς και νέους ερμηνευτές που δραστηριοποιούνται στην ερμηνεία πρωτοποριακής μουσικής. Επιπλέον, εξίσου σημαντικό, η προώθηση όλης της διοργάνωσης εναπόκειται σε νέους ανθρώπους που φοιτούν στο τμήμα πολιτιστικής διαχείρισης. Η Μουσική γέφυρα σημαίνει Πρωτοπορία, Πρωτοτυπία, Πρωτοβουλία, γι’ αυτό είναι πολύ μεγάλη τιμή που συμμετέχω σ’ αυτό το θεσμό και συνεργώ σ’ ένα συλλογικό καλλιτεχνικό γεγονός.
Πώς προέκυψε η σχέση σας με τον François-Bernard Mâche και τι είναι αυτό που σας οδήγησε σ’ αυτόν; Διψούσα να βρω έναν συνθέτη που θα με ταξίδευε σε δυσπρόσιτα φωνητικά μονοπάτια. Με παρότρυνση της καθηγήτριας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Αναστασίας Γεωργάκη, αποφάσισα να βουτήξω στα βαθιά ξεκινώντας τη διδακτορική μου διατριβή πάνω στο έργο του François-Bernard Mâche, ο οποίος αποτελεί μια από τις πιο καινοτόμες, αυθεντικές και πολυσχιδείς προσωπικότητες του 20ου και 21ου αιώνα. Αυτό που πρεσβεύει ο ίδιος και διακατέχει ολόκληρο το συνθετικό και της μουσικής, της μουσικής και της μυθολογικής σκέψης, της μουσικής και της γλώσσας των ζώων και των φυσικών ήχων. Ο François-Bernard Mâche είναι ένας ποιητής με την ευρύτερη έννοια της λέξης, που ποιεί, δημιουργεί για να καταλάβει καλύτερα τί είναι η μουσική και να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξη τη δική του και της ανθρωπότητας μέσα στο σύμπαν.
Τι θεωρείτε ότι απαιτείται ιδιαίτερα για την ερμηνεία των έργων του Mâche; Ο λυρισμός σίγουρα δεν είναι ο στόχος. Ο σύγχρονος ερμηνευτής οφείλει να εμβαθύνει στην αντιληπτικότητά του και στις φωνητικές του δυνατότητες, στα προσωπικά του ηχητικά αποτυπώματα, στις ατομικές του ηχηρές «ρυτίδες», απογυμνωμένος από το εγώ του, διεισδύοντας και σε άλλα γνωστικά πεδία για τη διαμόρφωση ενός μουσικού φιλόσοφου-επιστήμονα προς εύρεση της γνώσης, της αλήθειας μέσα από το έργο του συνθέτη.
Γιατί απ ’όλα τα έργα του Mâche επιλέξατε να παρουσιάσετε το Maponos; Πρώτον είναι ένα έργο που θα ακουστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δεύτερον είναι ένα αντιπροσωπευτικό έργο όσον αφορά τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του συνθέτη. Και τρίτον είναι ένα δεξιοτεχνικά ακροβατικό έργο που φέρνει τον ερμηνευτή αντιμέτωπο με το τρίπτυχο των δεξιοτήτων του, ρυθμός, μελωδία, performance καθώς και με την αντιληπτικότητά του. Συνεπώς τον προκαλεί να εξελιχθεί.
Θα το χαρακτήριζα φωνητικό δοκίμιο, ένα είδος μελωδικής, ρυθμικής και διανοητικής ακροβασίας. Απαιτεί από την ερμηνεύτρια πολύ καλή σχέση με τον ρυθμό που ακολουθεί ξεκάθαρα τη μετρική της γαλατικής γλώσσας, όπως την αφουγκράζεται ο συνθέτης, σε συνδυασμό με τη συνοδεία του κρουστού οργάνου που η ίδια η ερμηνεύτρια παίζει σαν ιέρεια σε μυστικιστική τελετουργία. Ο χτύπος στο ταμπουρίνο απαντά, μιμείται και ενισχύει τη μακρά και βραχεία συλλαβή του κειμένου συχνά σε αντιχρονισμό. Επίσης, είναι αναγκαία η καλή σχέση με τον τόνο, εφόσον η φωνή είναι το μοναδικό μελωδικό όργανο στη σύνθεση, που στο συγκεκριμένο έργο λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο μιας φανταστικής τονικότητας μακριά από το δυτικοευρωπαϊκό τονικό σύστημα. Τέλος, η ερμηνεύτρια πρέπει να φανταστεί και να ανακαλύψει ένα χρώμα φωνής που θα μας μεταφέρει σε μία άλλη εποχή όπου η ιεροτελεστία ήταν ο κανόνας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Εν ολίγοις σε βοηθά να εμβαθύνεις σε κρυμμένες πτυχές της φωνής σου.
Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποιου είδους συνάφεια/ πνευματική συγγένεια μεταξύ των Ravel, Ξενάκη και Mâche; Και οι τρεις συνθέτες ανατρέχουν σε ήχους, ρυθμούς παραδοσιακών μουσικών για να αφουγκραστούν τις οικουμενικές τους ρίζες. H γνήσια παραδοσιακή μουσική αποτελεί πηγή έμπνευσης και για τους τρεις, αν και ο καθένας καλλιέργησε έναν ιδιότυπο μουσικό χαρακτήρα.
Ο Μ. Ravel στο έργο του γενικά εισήγαγε ρυθμικούς και μελωδικούς νεωτερισμούς, δάνεια από παραδοσιακές μουσικές της Ισπανίας, των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των Ούγγρων και των Ελλήνων. Ο Ι. Xenakis, κατά την προστοχαστική περίοδο δημιουργίας του, – όπου ανήκει η Ζυγιά – διατηρεί την ενορχήστρωση της παραδοσιακής ζυγιάς και τη συνδυάζει με μορφολογικά στοιχεία από την αρχαία τραγωδία, επεισόδια και στάσιμα, με στόχο την κάθαρση. Τέλος, ο Mâche διατηρεί την προφορά, τη μετρική και προσωδία της νεκρής γλώσσας, η οποία ως πρωταγωνίστρια ορίζει την τονικότητα, το ρυθμό και τη μελωδία, χωρίς να μας απασχολούν τα σημαινόμενα.
Ποια έργα πιστεύετε ότι αποδίδετε καλύτερα; Επιδίωξή μου είναι να υπηρετήσω το κείμενο και τα πιστεύω του συνθέτη για να αναδειχθεί ο χαρακτήρας των έργων. Μόνο έτσι αναδεικνύεται κι ο ερμηνευτής. Το κάθε έργο έχει διαφορετικές απαιτήσεις κι αυτό είναι συναρπαστικό. Το πιο αποδίδω καλύτερα νομίζω μόνο ένα ακροατήριο θα μπορούσε να το κρίνει. Προσωπικά, πιστεύω πως η ερμηνεία του κάθε έργου εμπλέκει και μια διαφορετική πτυχή του ερμηνευτή.
Ποια είναι η προσέγγισή σας για την εμφάνιση στη σκηνή; Τι κάνετε για να απαλλαγείτε από το άγχος της παράστασης; Η πολύ καλά οργανωμένη και συγκεντρωμένη προετοιμασία-μελέτη αποτρέπει το άγχος τη στιγμή της παράστασης και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολίες και δισταγμούς. Επίσης χρειάζεται ήρεμος ύπνος, προσεγμένη διατροφή, ενυδάτωση και σωματική άσκηση.
Εκτός από ερμηνεύτρια είστε και δασκάλα. Πώς εξισορροπείτε ανάμεσα στα δύο; Είναι δύο απαιτητικοί ρόλοι, οι οποίοι όμως αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοτροφοδοτούνται. Πιστεύω πως δε γίνεται να είσαι ερμηνευτής χωρίς να είσαι δάσκαλος και δάσκαλος χωρίς να είσαι ερμηνευτής. Ο δάσκαλος καθοδηγεί, παροτρύνει, παρατηρεί, αφουγκράζεται με όλες τις αισθήσεις τα μονοπάτια που αποκαλύπτουν οι ήχοι της φωνής με στόχο την απελευθέρωσή της. Ο μαθητής ως υποψήφιος ερμηνευτής ακολουθεί τα ίχνη του δασκάλου, παρατηρώντας και αφουγκραζόμενος τις φωνητικές δονήσεις, ώστε να επιλέγει από τη μία συνειδητά τις συστάσεις-παροτρύνσεις του δασκάλου και από την άλλη να προτείνει κι εκείνος λύσεις-επιλογές με στόχο την ερμηνευτική του ανεξαρτητοποίηση. Επομένως Δάσκαλος-Ερμηνευτής-Μαθητής ενυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, συμπορεύονται και αλληλοβοηθούνται.
Ποιες είναι οι εκτελεστικές προκλήσεις στα έργα του Ιάννη Ξενάκη; Τα «Six chansons» και η «Zyia» αποτελούν πρώιμα, προστοχαστικά έργα του Ξενάκη. Παρ’ όλ’ αυτά , φέρουν εν σπέρματι αυτό που θα εξελιχθεί σε χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής γλώσσας του συνθέτη. Σε ότι αφορά το πιάνο, κανείς αναγνωρίζει την πρόθεση του Ξενάκη να δημιουργήσει μια μεγάλη ηχοποιητική πηγή με ελάχιστες όμως αναφορές στο παρελθόν και την ιστορία του οργάνου ( π.χ Zyia και Béla Bartók). Αυτόματα αυτό δημιουργεί τεχνικές και ερμηνευτικές προκλήσεις για τον ερμηνευτή που ζητούν χρόνο, υπομονή και μεθοδικότητα για να ξεπεραστούν. Η Zyia σαν έργο ζητά την υπέρβαση όλων των παραπάνω, μεγάλη συγκέντρωση, φαντασία γύρω από τον ήχο σε συνδυασμό με κάτι αρχαϊκό και πρωτογενές, λιτότητα, αμεσότητα και συναισθηματική καθαρότητα.
Ποια συναισθήματα σας προκαλούνται μέσα από την ερμηνεία της μουσικής του εν λόγω καλλιτέχνη; Νιώθω ότι η μουσική του Ι. Ξενάκη εμπεριέχει κάτι καθαρά ελληνικό αλλά και συμπαντικό ταυτόχρονα. Το συναίσθημα που μου γεννάται είναι μυστικιστικό, όπως αυτό της συμμετοχής σε μια ιεροτελεστία.
Θα κάνω και σ’ εσάς την ίδια ερώτηση: Τι σημαίνει η Μουσική Γέφυρα ανάμεσα στη Στέγη και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τι η δική σας συμμετοχή σε αυτό; Η συμμετοχή μου στις Γέφυρες με γεμίζει χαρά, καθώς είναι ένα θεσμός που μετρά 7 συνεχή χρόνια παρουσίας. Έχω παρακολουθήσει συναυλίες αυτού του κύκλου στο παρελθόν και κάθε φορά έβρισκα ότι τα προγράμματα και οι συμμετέχοντες αποτελούσαν εξαιρετικές, πρωτότυπες επιλογές. Εξίσου μοναδικό βρίσκω το γεγονός της συνεργασίας της Στέγης με το Πάντειο, όχι μόνο λόγω χωροταξικής γειτνίασης, αλλά κυρίως γιατί εμπλέκει τους νέους φοιτητές με την τέχνη με άμεσο και ταυτόχρονα λειτουργικό τρόπο, καθιστώντας τους έτσι συμμέτοχους της δημιουργικής διαδικασίας από το ξεκίνημα μέχρι το τελικό στάδιο της παρουσίασης.
Είσαστε μουσική συνοδός μονωδών και εκτελεστών πολλών μουσικών οργάνων. Πώς είναι αυτή η εμπειρία; Το να συνοδεύεις μουσικά άλλους αποτελεί ένα μεγάλο σχολείο που σου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις ένα μεγάλο μέρος του ευρύτερου μουσικού ρεπερτορίου, να σμιλεύσεις τον ήχο σου, να γευτείς τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές της συνεργασίας, να μοιραστείς σκέψεις, συναισθήματα και προβληματισμούς και το κυριότερο, να έχεις μια επικοινωνία και συνομιλία που το σόλο ρεπερτόριο – εάν το δούμε ως μονόλογο – σου στερεί.
Επιλέξατε τη μουσική και το πιάνο ή εκείνα σας διάλεξαν; Νομίζω ότι αυτό εξελίχθηκε σε μια αμφίδρομη σχέση. Αρχικά, ξεκίνησα τη μουσική γιατί αυτή υπήρχε μέσα στο σπίτι μου. Το πιάνο το διάλεξα για να αποφύγω να μάθω κιθάρα που έπαιζε η μητέρα μου, όμως στην πορεία το αγάπησα και τώρα πια μπορώ να πω ότι δεν θα το άλλαζα για κανένα άλλο όργανο. Όπως μου αρέσει να λέω και στους μαθητές μου «είναι η πιο δίκαια σχέση που θα έχετε ποτέ», εννοώντας ότι το πιάνο ανταποκρίνεται ανάλογα της αγάπης που καταθέτουμε σε αυτό
Πώς διδάσκεται η ομορφιά της μουσικής στα παιδιά; Βρίσκω ότι η βιωματική συμμετοχή είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να γνωρίσει κανείς την ουσία οποιουδήποτε πράγματος. Χωρίς να φορτώνουμε την μουσική με προσδοκίες και διατηρώντας τους όρους του παιχνιδιού, μπορούμε να γνωρίσουμε στα παιδιά την χαρά της συμμετοχής και της έκφρασης.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας έργο της συναυλίας και γιατί; Αναγκαστικά θα πω τη Zyia, γιατί παίζω μόνο σε αυτό. Αν και περιμένω με ανυπομονησία ν’ ακούσω το έργο που η Dzovinar Mikirditsian θα γράψει για εμάς και θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στη συναυλία μας.
Ποια είναι η εκτελεστική πρόκληση της «Zyia»; Σε μια πρώτη προσέγγιση φαίνεται η μεγαλύτερη πρόκληση να είναι οι τεχνικές δυσκολίες: η ταχύτητα, οι ασύμμετροι ρυθμοί και οι “περίεργες” κλίμακες, που πρέπει να παλέψεις για να τις κατακτήσεις. Όσο προχωράει η μελέτη, όμως, συνειδητοποιώ ότι οι δυσκολίες που με αναγκάζουν να ζοριστώ, στην ουσία με βοηθάνε ερμηνευτικά για να δώσω την ένταση και την ψυχοκίνηση που απαιτεί η σύνθεση.
Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τη Μουσική Γέφυρα ανάμεσα στη Στέγη και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο; Είναι μια ευκαιρία να συμμετέχω ως ερμηνεύτρια σε έναν θεσμό που παρακολουθώ ως ακροάτρια εδώ και πολλά χρόνια. Ένας θεσμός που πιστεύει ότι η σύγχρονη μουσική δημιουργία πρέπει ν’ απευθύνεται στους νέους και να συνδέεται με το σήμερα.
Μιλήστε μας για το φλάουτο. Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας μαζί του; Πότε ήταν εκείνη η στιγμή που σκεφτήκατε, «θέλω να γίνω φλαουτίστα»; Είχα την τύχη να πάω στο Δημοτικό Εργαστήρι. Ένα αντιαυταρχικό σχολείο με καταπληκτικούς δασκάλους. Στη μουσική, η Ελένη Κεραμέα, με εργαλεία της τα όργανα της ορχήστρας Orff (φλογέρες, ξυλόφωνα, κρουστά) μας έμαθε να ακούμε, να αυτοσχεδιάζουμε, να συνθέτουμε, και να επικοινωνούμε με τους ήχους. Έμαθα, δηλαδή, από μικρή να συμμετέχω σε μουσικά σχήματα και να παίζω μουσική για ψυχαγωγία με τους φίλους μου. Δεν είχα σκοπό να γίνω μουσικός, γιατί το να παίζεις μουσική μού φαινόταν μια εντελώς φυσιολογική λειτουργία. Κάποια στιγμή άκουσα το φλάουτο σε μια συναυλία και το ερωτεύτηκα ακαριαία. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θέλω να γίνω φλαουτίστα, το μόνο που θέλω είναι να παίζω μουσική με τους φίλους μου. Με έμφαση στο ρήμα “παίζω”.
Πώς είναι να είσαι ντουέτο με τη Μυρτώ Ακρίβου; Είναι ο παράδεισος πάνω στη γη. Γιατί συνεννοούμαστε με λίγα λόγια και πολλές νότες. Γιατί μπορούμε να πειραματιζόμαστε για ώρες, μέχρι να πετύχουμε αυτό που έχουμε στο κεφάλι μας να το φέρουμε στα χέρια μας. Γιατί ποτέ δεν έχουμε μαλώσει, όταν δεν συμφωνούμε ερμηνευτικά σε κάτι, αλλά πάντα βρίσκουμε έναν αμοιβαίο συμβιβασμό που είναι συνήθως καλύτερος από τις αρχικές μας ιδέες.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι πιο σημαντικές ιδέες και έννοιες που πρέπει να μεταδώσετε στους μαθητές σας, τους μελλοντικούς μουσικούς; Νομίζω το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε έναν μαθητή είναι να τον μάθεις να ακούει τον εαυτό του. Και μετά, να έχει την υπομονή και την πειθαρχία, να προσπαθήσει αυτό που ακούει να το παίξει στο όργανό του.
Υπάρχει κάποιο μήνυμα που επιδιώκετε να στείλετε μέσω της μουσικής σας; Όχι. Θα ήμουν πολύ χαρούμενη αν μπορούσα να αγγίξω τον ακροατή με τη μουσική μου και να του διεγείρω τη φαντασία.
Ποια είναι η δημιουργική διαδικασία που ακολουθείτε; Η δημιουργική διαδικασία είναι αρκετά περίπλοκη και δεν είναι ποτέ ίδια. Αλλάζει από το ένα έργο στο άλλο! Συνήθως περνάω από τρία βασικά βήματα που θεωρώ θεμελιώδη. Στην αρχή, ακούω μουσική διαφορετικού στυλ και κρατάω σημειώσεις όποτε υπάρχουν ηχοχρώματα ή ρυθμοί που τραβούν την προσοχή μου. Φυσικά η ιδέα δεν είναι η αντιγραφή αλλά η απογραφή ιδεών προκειμένου να εμπλουτίσω τη μουσική μου γλώσσα. Στη συνέχεια, τις περισσότερες φορές, έχω μια ποιητική ιδέα, ποίηση, ένα κείμενο, εικόνες ή ένα πλαίσιο ως βάση της μουσικής ιδέας. Μέσα από την ποίηση (με την ευρύτερη έννοια της λέξης) μπορώ να ακούσω ήχους και να τις μετατρέψω σ ένα μουσικό κομμάτι. Τέλος, αναπτύσσω τους ήχους, τους ρυθμούς και τη γενική μορφή ενός κομματιού πριν το γράψω πραγματικά. Φυσικά, αυτά τα στοιχεία αλλάζουν (μερικές φορές δραστικά!) κατά τη διαδικασία της σύνθεσης αλλά για μένα είναι σημαντικό να έχω πρώτα μια ακουστική αίσθηση ολόκληρου του κομματιού πριν από τη διαδικασία γραφής.
Ποιοι ήταν οι μουσικοί σας μέντορες; Τι μάθατε από αυτούς; Από το 2016 συνεργάζομαι τακτικά με τον Martin Matalon και τον Νικόλα Τζώρτζη. Οι τωρινοί μου μέντορες είναι οι Michael Jarrell, Luis Naόn και Victor Cordero-Charles. Έμαθα όμως πολλά από τα μαθήματα των Γιώργου Απέργη, Yan Maresz, Franck Bedrossian, Tigrane Mansourian και Marco Stroppa. Μέχρι το 2016 ήμουν αυτοδίδακτη και έμαθα πολλά ακούγοντας μουσική. Τέλος, έμαθα επίσης πολλά από το να μοιράζομαι μουσικές εμπειρίες με τους μουσικούς/συνθέτες φίλους μου. Υποθέτω ότι αυτό που έμαθα από τους μέντορές μου είναι τα τρία βήματα που ανέφερα προηγουμένως. Συνεχίζω να μαθαίνω όσον αφορά την τεχνική της γραφής, τη γνώση των οργάνων και την εργασία με την ηλεκτρονική μουσική.
Πόσο μακριά ή πόσο κοντά νιώθετε με τον μουσικό κόσμο του Ι. Ξενάκη; Όσον αφορά τις τεχνικές γραφής, δεν νιώθω πολύ κοντά στη μουσική του Ξενάκη, καθώς είναι στρουκτουραλιστής και δομούσε τις ιδέες του μέσω υπολογισμών. Ωστόσο, αυτό που με κάνει ν’ αισθάνομαι πιο κοντά στη μουσική του είναι η προφανής προσκόλληση και η αγάπη του για την παραδοσιακή μουσική. Κι εγώ επίσης, προσπαθώ να μείνω κοντά στη φύση, κάτι που φυσικά επηρεάζει τις συνθέσεις μου. Νομίζω ότι ήταν το το ίδιο και για τον Ι. Ξενάκη.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες επαγγελματικές σας προκλήσεις; Για ‘μένα κάθε έργο σύνθεσης είναι μια μεγάλη πρόκληση! Ένα πρότζεκτ που θυμάμαι ακόμα είναι ένα μουσικό έργο με μια ομάδα παραστατικών τεχνών που εδρεύει στο Λίβανο. Το να δουλέψω σε αυτό το έργο ήταν μια τεράστια ευθύνη, καθώς δεν συνέθετα μόνο αλλά έπαιζα σε αυτό. Ήταν μια μεγάλη προσπάθεια όπου έπρεπε και οι μουσικοί να δράσουν: η σύνθεση και ο αυτοσχεδιασμός έπρεπε να διασταυρωθούν άψογα. Είχαμε ένα καλό αποτέλεσμα στο τέλος, αλλά η δημιουργική διαδικασία ήταν αρκετά περίπλοκη.
Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο συνθέτη να προβάλει το έργο του στην ευρωπαϊκή μουσική βιομηχανία; Είναι πολύ δύσκολο για τους ανερχόμενους συνθέτες να βρουν μια θέση στη μουσική βιομηχανία. Ο ανταγωνισμός είναι υψηλός και τα κονδύλια για τη σύγχρονη μουσική δεν είναι πολλά. Αλλά και πάλι, πιστεύω ότι με σκληρή δουλειά, υπομονή και καλή στρατηγική, κάποια στιγμή όλοι θα έχουμε τη θέση μας στη μουσική βιομηχανία.
Τι σημαίνει για εσας η Μουσική Γέφυρα ανάμεσα στη Στέγη και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο; Το γεγονός ότι η μουσική μου θα παιχτεί στα πλαίσια του συγκεκριμένου πλαισίου με κάνει να νιώθω ότι από εδώ και πέρα είμαι μέλος της οικογένειας των Ελλήνων συνθετών. Έχω ένα πολύ σημαντικό οικογενειακό ιστορικό στην Ελλάδα, όπως στον Λίβανο και την Αρμενία. Μοιάζει σαν να επιστρέφω σε επαγγελματικό πλαίσιο σε μια από τις χώρες μου και αυτό με κάνει να νιώθω χαρούμενη.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια; Τους επόμενους δύο μήνες, μερικές από τις συνθέσεις μου θα παρουσιαστούν σε διάφορες εκδηλώσεις. Ένα κομμάτι που έγραψα για έξι όργανα και ηλεκτρονικά θα παρουσιαστεί από τους Ensemble Contrechamps στην Ελβετία. Στο Παρίσι, οι Ensemble Sillages θα ηχογραφήσουν το τρίο μου κομμάτι που παραγγέλθηκε από το Radio France για το πρόγραμμα Création Mondiale. Αργότερα το φθινόπωρο θα πάρω μέρος στο φεστιβάλ MAD με ένα κομμάτι για τέσσερα όργανα, σοπράνο και ηλεκτρονικά, το οποίο θα ερμηνευτεί από το Ensemble Proxima Centauri και τη σοπράνο Valérie Philippin. Τέλος, η τελευταία μου σύνθεση για ορχήστρα θα παιχτεί από την HEM Orchestra στη Γενεύη.
Βιογραφικά καλλιτεχνών
Ιωάννα Βρακατσέλη: Η μεσόφωνος Ιωάννα Βρακατσέλη είναι διπλωματούχος πιάνου, μονωδίας και ανώτερων θεωρητικών (φούγκας). Είναι υποψήφια διδάκτωρ (PhD) του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (διδακτορική διατριβή πάνω στο φωνητικό έργο του François Bernard Mâche), κάτοχος Master in Voice studies του Ιόνιου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ.
Ως σολίστ έχει εμφανιστεί σε μουσικά θέατρα (ΟΜΜΑ, ΚΠΙΣΝ, Στέγη-Ωνάση, Παλλάς, Παρνασσός κ.α.) και φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Νότες εν δράση», που μυεί μικρές ηλικίες στον κόσμο της όπερας. Είναι μόνιμο μέλος στα μουσικά σύνολα του Δήμου της Αθήνας.
Μυρτώ Ακρίβου: Η Μυρτώ Ακρίβου σπούδασε πιάνο στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Τελειοποίησε τις σπουδές της στο London College of Music at Thames Valley University στο Performer’s Recital Diploma. Σπούδασε επίσης κλασικό τραγούδι. Έχει πραγματοποιήσει ρεσιτάλ σαν σολίστ και έχει συνεργαστεί με την Όπερα Δωματίου Αθηνών, το τρίο Olympico, το Trio da Camera και πολλά άλλα μουσικά σύνολα, σε συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Είναι ιδρυτικό μέλος και σοπράνο του Eklipsis vocal ensemble, πιανίστα της ορχήστρας δωματίου NuovArte και ντουέτο με την φλαουτίστα Αμαλία Κουντούρη, έχοντας πραγματοποιήσει μαζί τους πάνω από εκατό συναυλίες ανά την Ελλάδα.
Το 2015 ηχογράφησε το πρώτο της CD ως πιανίστα στο πρότζεκτ «Beauty and hope in the 21st century» των εκδόσεων Musica Ferrum με εννέα παγκόσμιες εκτελέσεις συνθετών από διάφορες χώρες. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε την συνεργασία της ως πιανίστα με τη διεθνώς αναγνωρισμένη και βραβευμένη παιδική– νεανική χορωδία Rosarte υπό τη διεύθυνση της Ρόζης Μαστροσάββα.
Είναι μουσικός συνοδός μονωδών και εκτελεστών πολλών μουσικών οργάνων.
Αμαλία Κουντούρη: Η Αμαλία Κουντούρη σπούδασε φλάουτο με την Janina Batko και πήρε το δίπλωμά της το 1992. Από το 2008 συνεργάζεται με την πιανίστα Μυρτώ Ακρίβου εξερευνώντας το σύγχρονο ρεπερτόριο για φλάουτο και πιάνο. Από το 2014 συνεργάζεται με την κιθαρίστα Εύα Φάμπα, με την οποία έκανε περιοδεία στην Κίνα τον Απρίλιο του 2014.
Έχει πάρει μέρος σε ηχογραφήσεις CD (Will-o-the wisp, Τατιάνα Ζωγράφου, Νίκος Πιπέρης) και επίσης έχει ηχογραφήσει για το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Επίσης συμμετέχει σε πρώτες εκτελέσεις έργων Ελλήνων και ξένων συνθετών και νέοι συνθέτες (Ν. Χαριζάνος, S. Vachez) τής έχουν αφιερώσει έργα τους.
Dzovinar Mikirditsian: Η Dzovinar Mikirditsian γεννήθηκε το 1979 στη Βηρυτό. Μυήθηκε στη μουσική σε νεαρή ηλικία. Μετά από ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου, γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο του Λιβάνου και στη Μουσική Σχολή Parsegh Ganatchian. Σπούδασε αρμενική λαϊκή μουσική στο Κρατικό Ωδείο Komitas του Ερεβάν (2003 – 2008). Σπούδασε στο Παρίσι ακουστική και ηλεκτροακουστική σύνθεση. Είναι υποψήφια διδάκτορας στο L’ Université Paris 8. Η έρευνά της αναλύει την ανάπτυξη διαφόρων μουσικών γλωσσών σύγχρονων αρμένιων συνθετών. Συνεχίζει τις σπουδές της στη σύνθεση στην Haute Εcole de Μusique της Γενεύης.
Η εργογραφία της περιλαμβάνει μουσική για χορωδιακά και οργανικά σύνολα, ταινίες, χορευτικές και θεατρικές παραστάσεις. Έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως οι Ghassan Halwani, Silvina Der Meguerditchian, Jasmin Irhaç, Chaghig Arzoumanian, Aurélien Zouki.
Η μουσική της έχει ερμηνευτεί μεταξύ άλλων από τους σολίστ της εθνικής ορχήστρας δωματίου της Αρμενίας, τα σύνολα L’ Itinéraire, Ars Nova Suono Giallo και Arod Quartet.
Πληροφορίες Συναυλίας για το φεστιβάλ “Μια Γέφυρα Μουσικής Πάνω Από τη Συγγρού”
Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Τελετών του Παντείου Πανεπιστημίου (Ισόγειο Παλαιού Κτιρίου, κόκκινο κτίριο, Λεωφόρος Συγγρού 136, Καλλιθέα) στις 20:30.
→ Είσοδος από την οδό Φραγκούδη με πρόσβαση για ΑΜΕΑ.
→ Ελεύθερη είσοδος με δελτία προτεραιότητας μία ώρα πριν από κάθε συναυλία και παραλαβή των δελτίων από την είσοδο της αίθουσας τελετών του Πανεπιστημίου.
Αναλυτικά το πρόγραμμα:
Ιωάννα Βρακατσέλη: μέτζο σοπράνο
Μυρτώ Ακρίβου: πιάνο
Αμαλία Κουντούρη: φλάουτο