Από δυναμικά comebacks, το τελευταίο διάστημα έχει να επιδείξει πολλά: οι original (and best) Μπένιφερ, τα καλοστεκούμενα Φιλαράκια και φυσικά οι κινηματογράφοι, που ανοίγουν σήμερα μετά από ένα 6μηνο απουσίας κατά τη διάρκεια του οποίου οι streaming επιλογές γίνονταν όλο και χειρότερες. Οι εταιρείες διανομής βγάζουν με το καλημέρα σας τα δυνατά τους χαρτιά, με κυρίαρχο το Η Χώρα των Νομάδων, το μεγάλο νικητή των φετινών Όσκαρ, με βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας για την Κλόε Τζάο και Α’ γυναικείου ρόλου για την Φράνσες ΜακΝτόρμαντ (υπενθυμίζουμε ότι η Φράνσες έφυγε με δύο Όσκαρ από την απονομή, ως συμπαραγωγός της ταινίας, και έμοιαζε να μην νοιάζεται εξίσου για κανένα). Η ταινία έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις τελευταίες Νύχτες Πρεμιέρας, όπου και την είδαμε πρώτη φορά, μεταφέροντας τις εντυπώσεις μας από το ουμανιστικό road movie της Τζάο:
Tο Η Χώρα των Νομάδων της Κλόε Τζάο ανοίγει ένα παράθυρο σε μια άγνωστη στο ευρύ κοινό σύγχρονη υποκουλτούρα, προϊόν της τελευταίας Μεγάλης Ύφεσης της Αμερικής, που ανάγκασε χιλιάδες μεσήλικες και baby boomers να μετακομίσουν σε τροχόσπιτα και να ζουν συνεχώς καθ’ οδόν προς την επόμενη στάση.
Πυξίδα της ταινίας είναι η Φράνσες ΜακΝτόρμαντ στο ρόλο της Φερν, μιας γυναίκας που είδε την πόλη της να εξαφανίζεται κυριολεκτικά από το χάρτη όταν η τοπική βιομηχανία κατέρρευσε, οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν και μέχρι κι ο ταχυδρομικός της κώδικας σταμάτησε να ισχύει. Η Φερν, χήρα και οικονομικά κατεστραμμένη, έχει συγκεντρώσει τα λιγοστά της υπάρχοντα και μερικά αναμνηστικά συναισθηματικής αξίας σε ένα μικρό φορτηγάκι και μετακινείται από επαρχία σε επαρχία, κάνοντας προσωρινές δουλειές με χαμηλό μισθό.
Μια εν πολλοίς μοναχική ζωή στη μέση του πουθενά, με φόντο την απέραντη, γαλήνια ερημιά της μεσοδυτικής Αμερικής είναι η ειδικότητα της Τζάο, της κινέζας σκηνοθέτη και σεναριογράφου που με μόλις τρεις ταινίες έχει καθιερωθεί ως rural juror (πείτε το δυνατά με προφορά) της «πατρίδας των γενναίων και της γης των ελεύθερων», καταγράφοντας με μοναδική ευαισθησία και συμπόνια τις λυτρωτικές ιδιότητες της φύσης, της απλότητας και της απόστασης από τα εγκόσμια. Το σινεμά της Τζάο ανθίζει εκεί που η πραγματικότητα χρειάζεται τη δύναμη μιας ιστορίας για να προχωρήσει – στο Songs My Brothers Taught Me και στο Καλπάζοντας με το Όνειρο πρωταγωνιστούσαν οι αληθινοί ήρωες των ιστοριών και η πρακτική αυτή συνεχίζεται και στη Χώρα των Νομάδων, που βασίζεται στο βιβλίο του 2017, Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century της Τζέσικα Μπρούντερ. Οι φίλοι που γνωρίζει η Φερν κατά τη διάρκεια της οδύσσειάς της (η εργατική γιαγιά Λίντα Μέι, η καρκινοπαθής Σουάνκι που ελπίζει μόνο να δει τα πουλιά της Αλάσκα πριν πεθάνει, ο γκουρού των νομάδων Μπομπ Γουέλς) είναι οι ίδιοι που έδωσαν τις μαρτυρίες τους και στη συγγραφέα: άνθρωποι ανήμποροι να συντηρήσουν τη ζωή τους, αλλά και να συνταξιοδοτηθούν, που ξέμειναν από επιλογές κι αποχώρησαν από το σύστημα για να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Ο μοναδικός μόνιμος σύντροφος της Φερν σε αυτή τη νέα ζωή είναι οι ανοιχτοί ορίζοντες και η Τζάο επιμένει να τους αναδεικνύει με τα πανοραμικά πλάνα της σχεδόν σε κάθε στιγμή. Μωβ-πορτοκαλί ηλιοβασιλέματα, άγονα τοπία, αποξηραμένα δέντρα – κλασικές εικόνες συνδεδεμένες με μια πρωτόγονη ιδέα της Αμερικής (ένας χαρακτήρας παρομοιάζει τους νομάδες με τους πιονέρους της Άγριας Δύσης). Η Τζάο βρήκε έμπνευση στο βιβλίο Desert Solitaire του Έντουαρντ Άλμπι, συγκεκριμένα στην παρατήρησή του ότι μπορεί τα πάντα να εξαφανιστούν (άνθρωποι, πόλεις, πολιτισμοί), αλλά η γη παραμένει, ελάχιστα μόνο αλλαγμένη. Η ταινία της, που εκπέμπει τεράστια ανθρωπιά, είναι ωστόσο αφιερωμένη σε αυτή την παρήγορη ομορφιά και την εσωτερική ηρεμία σε βαθμό που καταλήγει αποκομμένη από την πραγματικότητα των συνθηκών που οδηγούν σε μια νομαδική ζωή. Η Φερν και οι υπόλοιποι περιπλανώμενοι έχουν υποστεί μια βίαιη αλλαγή, μια αντικειμενική συμφορά, όμως κανείς δεν εκφράζει θυμό, απελπισία ή πόνο – συναισθήματα που θα ήταν πλήρως δικαιολογημένα και θα έδιναν στην ταινία ένα απαραίτητο αφηγηματικό δράμα, πέρα από την travelogue διάθεσή της.
Υπάρχουν λεπτές ειρωνείες όπως η εργασία της Φερν στον καθεδρικό ναό του καπιταλισμού, μια γιγάντια αποθήκη του Amazon (και μάλιστα την περίοδο των γιορτών) κι ένα κήρυγμα για απελευθέρωση από τον «ζυγό του δολαρίου», αλλά η επίδρασή τους (και η αναπόδραστη καθημερινότητα της φτώχειας που υπογραμμίζει κάθε όμορφο τοπίο) σε αυτούς τους ανθρώπους παραμένει ανεξερεύνητη. Στη Χώρα των Νομάδων, μετρούν οι μικρές στιγμές, οι αναμνήσεις δεκαετιών που χωράνε σε ένα ντουλαπάκι, οι εφήμερες γνωριμίες, η καλοσύνη των ξένων που σου δίνει ώθηση για μερικά χιλιόμετρα ακόμα – όλα αντικατοπτρίζονται στο πρόσωπο της ΜακΝτόρμαντ στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της, ανέλπιστα at home με το στρογγυλεμένο σύμπαν της Τζάο και το απαλό σκηνοθετικό της χέρι. Οι νομάδες της ζουν με αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη και μια γλυκόπικρη, απόλυτη ελευθερία γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς: η ζωή σε αναγκάζει να την ζήσεις, ακόμα κι αν βρεθείς στις χαραμάδες του Αμερικάνικου Ονείρου.