Υπάρχουν στο θέατρο κάποια στοιχήματα που μπαίνουν εν γνώσει του δημιουργού τους πως είναι αδύνατο να κερδηθούν. Κάποια εγχειρήματα που, είτε λόγω της δυσκολίας τους, είτε λόγω της φιλοδοξίας τους, είτε και για άλλους λόγους, είναι λάθος να κριθούν στο επίπεδο του αν πέτυχαν μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος του στόχου τους – γιατί το ζητούμενο δεν είναι καν αυτό. Είναι η συνέπεια ή μη του αποτελέσματος προς την ίδια την ανάγκη που το γέννησε.
Είμαι βέβαιος πως ο Σπύρος Αλιδάκης, όταν αποφάσιζε τελικά να καταπιαστεί με το Hommage, γνώριζε πως εμπλέκεται σ’ ένα τέτοιου είδους αδύνατο στοίχημα. Καταρχάς, γιατί ο Λευτέρης Βογιατζής έχει ήδη καταστεί, τεσσερισήμισι χρόνια μετά την αποδημία του, πρόσωπο ιερό για το ελληνικό θέατρο – για όλους τους σωστούς, αλλά και για όλους τους λάθος λόγους.
Σωστούς – για την τεράστια, καταλυτική επίδραση που είχε στο ελληνικό θέατρο των τελευταίων 35 χρόνων, για την επιρροή του στους ομοτέχνους του, που απομένει ακόμα να αποτιμηθεί σε όλη της την έκταση, και κυρίως για την αφοσίωση που γνώρισε από το πιστό κοινό της οδού Κυκλάδων, αυτό που τον ακολούθησε πιστά σε όλες του τις απόπειρες.
Λάθος, για έναν και πολύ απλό λόγο: πως η ίδια η τοποθέτηση ενός προσώπου σε παρόμοιο βάθρο, μάλλον εμποδίζει παρά βοηθά τη μελέτη και την κατανόηση του σπουδαίου του έργου. Οποιαδήποτε, πάντως απόπειρα απότισης φόρου τιμής σε ένα πρόσωπο όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ακόμα κι από τον πιστό του συνεργάτη των τελευταίων του χρόνων, ήταν εκ των προτέρων βέβαιο πως θα αντιμετωπίσει επικρίσεις: στην καλύτερη περίπτωση πως το αποτέλεσμα θα θεωρηθεί «λίγο», κατώτερο των περιστάσεων και του προσώπου που επιχειρεί να τιμήσει.
Και στη χειρότερη, πως θα χαρακτηριστεί ως απόπειρα εκμετάλλευσης του μεγάλου ονόματος στο οποίο αναφέρεται, ως ιεροσυλία, ως αφορμή για το δημιουργό του να συνδέσει το όνομά του με αυτό του μεγάλου εκλιπόντος. Ας μην ξεχνάμε πως στη χώρα μας πάντα βρίσκεται, αυτόκλητη, μια θεατρική αστυνομία πρόθυμη να προτείνει την επιβολή κυρώσεων σε όποιον τολμά να αγγίξει με τρόπο μη εγκεκριμένο από την ίδια τα ιερά και τα όσια: το αρχαίο δράμα, το πολιτικό θέατρο, το Λευτέρη Βογιατζή, και πάει λέγοντας…
Άντε λοιπόν μετά από όλα αυτά να εκτιμήσει κανείς ψύχραιμα μια δουλειά σαν το Hommage. Η συγκινησιακή φόρτιση που αναπόφευκτα το περιβάλλει κάνει το πράγμα ακόμα πιο δύσκολο: για όσους εξ ημών πρόλαβαν να ζήσουν την πορεία του Λευτέρη Βογιατζή σε αυτό το χώρο σχεδόν εξ αρχής, η παρουσία του σε κάθε σημείο του θεάτρου της Κυκλάδων παραμένει απίστευτα ζωντανή, και το κάθε στοιχείο που την υπαινίσσεται στην περιήγηση που επιχειρεί ο Αλιδάκης προκαλεί ρίγη.
Όμως το Hommage αξίζει να το δει κανείς με καθαρή ματιά για ένα βασικό λόγο: ότι δεν διστάζει να πάρει ρίσκα. Ο δημιουργός του θα μπορούσε να κινηθεί απολύτως εκ του ασφαλούς: να εκθέσει στο χώρο προσωπικά αντικείμενα του Βογιατζή, να προβάλλει αποσπάσματα των λόγων του αυτοτελή, να παραθέσει μαρτυρίες των λαμπρών συνεργατών του αυτούσιες, είτε σε βίντεο, είτε διά ζώσης. Να φτιάξει κάτι ανώδυνο, σίγουρο, μουσειακό, ένα είδος θεατρικού ντοκιμαντέρ που δεν θα πείραζε κανέναν. Κοινώς: να μην κάνει τίποτα για να μην κάνει λάθος. Αντ’ αυτού, τολμά να δοκιμάσει πράγματα, φόρμες, νέες τεχνολογίες, δίνοντας σε όλους τους καλοθελητές την ευκαιρία να του δώσουν μια γερή με το σίδερο. Προσωπικά αυτή την τόλμη την εκτιμώ.
Θραύσματα από την παρουσία και το λόγο του Λευτέρη Βογιατζή χρησιμοποιεί ο Σπύρος Αλιδάκης: «αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες», όπως λέει ο Σεφέρης για το Βασιλιά της Ασίνης. Απόπειρα ψηλάφησης της μεγάλης απουσίας του είναι το Hommage. Κι όσο για την παρουσία των φίλων και συνεργατών του που θα εναλλάσσονται επί σκηνής της επόμενες εβδομάδες, κρίνοντας από την πρώτη και επιβλητική, αυτή του Περικλή Μουστάκη, κι εκεί επιχειρείται μια επικίνδυνη ισορροπία: η αλήθεια του προσώπου είναι εκεί, αλλά με όρους θεατρικής πράξης.
Εν κατακλείδι, εκτιμώ, αλλά και διαισθάνομαι, την προσπάθεια του Σπύρου Αλιδάκη και των συνεργατών του ως έντιμη και ενδιαφέρουσα. Το αποτέλεσμα, όπως είναι επόμενο σε ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι άνισο ακριβώς επειδή είναι τολμηρό. Υπάρχουν στιγμές ευτυχέστερες από άλλες. Όμως στο σύνολο, ως ένας από τους πολλούς που άγγιξε βαθιά το έργο του Λευτέρη Βογιατζή κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων που φέρει πλέον το όνομά του, δηλώνω ευθαρσώς πως χάρηκα που το είδα. Και ναι, υπήρξαν στιγμές που την αφή του την ένιωσα μέσα σε αυτό το χώρο όπου πήγαινα πάντα να απολαύσω τον καρπό του πολύτιμου μόχθου του. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.