Μια φορά και έναν καιρό… Τι μοιάζει να υπαινίσσεται αυτή η διατύπωση, με την οποία ξεκινούν τα περισσότερα από τα παραμύθια; Το βέβαιο είναι ότι μέσα από αυτήν, αποκλείεται η όποια χρονική και ιστορική σαφήνεια. Από εκεί κάπου, είναι που ξεκινάει η μαγεία των παραμυθιών.
Όλα τα υπόλοιπα στο παραμύθι πρέπει να αναζητηθούν σε μια λαϊκή προφορική αφήγηση που θα σαγήνευε για αιώνες, πολύ πριν μετεξελιχθεί ως μέσον έκφρασης σε λογοτεχνία, περνώντας έτσι από την προφορική στην γραπτή αφήγηση.
Κατά τα άλλα, το παραμύθι προτού φτάσει να απασχολήσει τους μελετητές της λογοτεχνίας, καταγραφόταν και απασχολούσε την λαογραφία που είδε σε αυτό μία ανεξάντλητη πηγή δοξασιών, συλλογικών εμμονών, φοβήτρων, φαντασίας, αξιών και θέλγητρων. Σύμφωνα με τη λαογραφία, το παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία, που διαθέτει έντονα τα στοιχεία του μαγικού, του υπερφυσικού και του απίθανου.
Και, βέβαια, έχει συχνά ως πρωταγωνιστές υπεράνθρωπα όντα -όπως γίγαντες, δράκους και νεράιδες- αλλά και πρωταγωνιστές ικανούς για υπεράνθρωπα κατορθώματα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στα παραμύθια είναι κυρίαρχη η διάσταση του απίστευτου. Εκείνο, όμως, που για τον σημερινό άνθρωπο είναι φανταστικό, για τον πρωτόγονο αποτελούσε τον αληθινό του κόσμο, όπως αυτός τον έβλεπε ή όπως τον εξηγούσε με τα λιγοστά μέσα και τη γνώση που διέθετε.
Ολόκληρος ο κόσμος του πρωτόγονου ανθρώπου, οι θεωρίες του για τη γέννηση της ανθρωπότητας, ο φόβος του για τα ποικίλα φυσικά φαινόμενα, η πίστη του στη μαγεία, στη δεισιδαιμονία και στις υπερφυσικές ικανότητες των μάγων, η στενή σχέση του με τα ζώα, τα οποία θεωρούσε συντρόφους, τα όνειρα που τον μετέφεραν σε άγνωστους τόπους με τρόπο ανεξήγητο, πέρασε μέσα στα παραμύθια. Πάντως, το παραμύθι υπήρξε εξαρχής μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει χρήση συμβόλων, τα οποία με ποιητικό, λυρικό αλλά και αλληγορικό τρόπο αποδίδουν νόημα στις μεταφορές του.
Οι κύριοι σταθμοί αυτής της μακραίωνης ανταλλαγής ανάμεσα στην πλούσια προφορική παράδοση του είδους και στην καταγραφή του που σηματοδοτούσε μια υπό διαμόρφωση λογοτεχνική παράδοση, είναι το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου (1313 – 1375), o «Γαργαντούας» του Ραμπελαί (1483 – 1553), η μετάφραση του «Χίλιες και Μία Νύχτες» και, αναμφίβολα, τα «Παραμύθια» του Σαρλ Περρώ (1628 – 1703) που η συμβολή του στη διάδοση των παραμυθιών έμελλε να είναι ανεκτίμητη.
Συγγραφέας αναρίθμητων έργων, οφείλει τη φήμη του στο «Ιστορίες και διηγήματα του παρελθόντος», που δημοσιεύτηκε με το όνομα του γιου του – μια συλλογή διηγημάτων με ομοιοκαταληξία, καθώς και πεζά κείμενα που δημιουργήθηκαν με την προσδοκία να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται πασίγνωστα παραμύθια, όπως «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος», που είναι διασκευές -σχεδόν λησμονημένων τότε- μεσαιωνικών παραδοσιακών παραμυθιών, τα οποία διηγήθηκε με ύφος απλό ανεπιτήδευτο και ευρηματικό.
Αλλά η πρώτη φορά που στην Ευρώπη και συγκεκριμένα, στη Γερμανία, αποτυπώνονται λαϊκά παραμύθια προορισμένα για ενήλικες, οφείλεται στους αδελφούς Γκριμ που συλλέγουν και καταγράφουν τέτοια λαϊκά δημιουργήματα, εγκαινιάζοντας την επιτόπια έρευνα. Μάλιστα, τα παραμύθια τους, που περιέχουν φιλολογικά σχόλια και παρατηρήσεις, συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους, με την επιτομή τους να εκδίδεται το 1822.
Εκείνη την εποχή κάνει την εμφάνισή της μία από τις πλέον σημαντικές περιπτώσεις στην ιστορία και εξέλιξη του σύγχρονου παραμυθιού: ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875). Και αν η διαδρομή του –από γιος φτωχού τσαγκάρη σε διεθνούς φήμης συγγραφέα– μοιάζει με παραμύθι, η πορεία προς την επιτυχία ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη, όπως δείχνει η παρούσα εξαιρετική εισαγωγή στη ζωή και το έργο του από την Γκιζέλα Πέρλετ με τίτλο «Χανς Κρίστιαν Άντερσεν – Η ζωή, το έργο, η επίδραση».
Ο ίδιος, ωστόσο, έκανε ό,τι μπορούσε για να συντηρήσει το μύθο. Αυτό φαίνεται στην αυτοβιογραφία του: Ο Άντερσεν ωραιοποιώντας, εφευρίσκοντας και αποσιωπώντας, σκηνοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τον μύθο της ζωής του και ο κόσμος ήταν πρόθυμος να τον πιστέψει – ήταν μία μονομερής, αλλά και γοητευτική εκδοχή ενός σπουδαίου παραμυθά. Αλλά η προσωπική του ζωή, δεν μοιάζει με την εικόνα ενός καλοκάγαθου τζέντλεμαν, που αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά. Πιο πολύ μοιάζει με εκείνην ενός φιλόδοξου, τρωτού, ματαιόδοξου, ευφυούς και ευαίσθητου άνδρα.
Γκιζέλα Πέρλετ
«Χανς Κρίστιαν Άντερσεν – Η ζωή, το έργο, η επίδραση»
Μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες: 160
Κατά τα άλλα, όσα έγραψε – από τα «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» και «Το άσχημο παπάκι», μέχρι τη «Βασίλισσα του χιονιού» και «Το μολυβένιο στρατιωτάκι»- βασίζονται κυρίως σε λαϊκούς θρύλους. Μόνο που οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες, αλλά εκπροσωπούν ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα – όπως την εγωιστική αδιαφορία, την υπεροψία και τη ματαιοδοξία.
Κάποια από τα κλασικά παραμύθια του αποκαλύπτουν μια αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου. Άλλα, πάλι, είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος. Όπως και να ’χει, τα έργα του χαρακτηρίζονται από τη δράση, το χιούμορ και ενίοτε από μία λεπτή σάτιρα για τα ήθη, ενώ όλα διαπνέονται από μια γλυκιά μελαγχολία.
Μέσα από αυτήν την έκδοση, γίνεται σταδιακά αντιληπτό ότι γενικότερα η αξία του παραμυθιού δεν έγκειται μόνο στην όποια πρωτοτυπία των θεμάτων του, αλλά και στην απόδοσή τους, στην καλλιτεχνική παραλλαγή γνωστών μοτίβων, στις εικόνες που το αποκρυσταλλώνουν και το στοιχειώνουν για πάντα – καθηλώνοντας το συλλογικό υποσυνείδητο. Και αυτό συντελείται, συχνά με έναν τρόπο παιγνιώδη, στοχαστικό και αναμφίβολα απολαυστικό, μέσα από ιστορίες φαινομενικά απλές και -κατά κανόνα- ανεξάντλητες ως προς τις πιθανές ερμηνείες τους.
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέψουμε κάτι που -εκ πρώτης όψεως- είναι μάλλον τρομακτικό, μοιάζει αναπόφευκτο, ενδεχομένως και να προκαλεί μια ενοχλητική αμηχανία: τα παραμύθια, είτε μας αρέσει είτε όχι, λένε πάντα την αλήθεια…
Νάγια Κουτρουμάνη
«Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο»
Εκδόσεις: Ιωλκός
Σελίδες: 128
Η αναζήτηση του μάταιου έρωτα γίνεται εμμονή για τους ήρωες. Οι φαντασιώσεις τους καθημερινότητα. Η καθημερινότητά τους καλλιεργεί την αμφιβολία για το τι υπάρχει πραγματικά. Ακόμη και για το αν υπάρχουν αυτοί οι ίδιοι. Τα πάντα φωτίζονται κάτω από ένα στρεβλό φως σε μια αυταπάτη του χώρου, του χρόνου και της σάρκας. Εντέλει δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο έρωτας που παίρνει τις ψυχές στον άλλον κόσμο. Δώδεκα ιστορίες για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που σαν μυθικό τέρας απλώνει τα πλοκάμια του γύρω, αγνοώντας τους φυσικούς κανόνες που διέπουν το σύμπαν.
Ulrich Alexander Boschwitz
«Άνθρωποι στο περιθώριο»
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου & Άγγελος Αγγελίδης
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελίδες: 328
Στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1920, η ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη για τους ήρωες του Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς. Είναι οι πραγματικοί χαμένοι της οικονομικής κρίσης: ανάπηροι του πολέμου, ζητιάνοι, πόρνες, τρελοί. Τα βράδια μαζεύονται όλοι στον «Χαρούμενο Κυνηγό». Άλλοι για να πιούν, άλλοι για να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Ξαφνικά, η γυναίκα του τυφλού Ζόνενμπεργκ χορεύει με τον Γκρίσμαν, ο οποίος έχει έρθει στον «Κυνηγό» για να χαρεί τη συντροφιά μιας γυναίκας και δεν έχει λογαριάσει σωστά την οργή του προδομένου συζύγου. Το κακό δεν αργεί να γίνει. Ο συγγραφέας ανατέμνει υποδειγματικά τη ζωή του λούμπεν προλεταριάτου του Βερολίνου τα χρόνια του μεσοπολέμου: άνθρωποι μικροί και τσακισμένοι, που δεν έχουν πια κανέναν λόγο να γελούν, αλλά επιμένουν να χαίρονται τη ζωή, όταν και όπως μπορούν.
Ηλίας Φραγκάκης
«Μαρίκες»
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 172
Δυο απόκληροι γέροι, το πτώμα μιας πόρνης, τρία προσφυγόπουλα, μια πολυεθνική νεοναζί, δυο αστυνομικοί. Τι τους συνδέει όλους αυτούς, ένα πρωτοχρονιάτικο εικοσιτετράωρο στην Αθήνα; Αυτό το ξέρει μόνον ο γάτος Τιτάκος, ο άρχοντας της πόλης. Μια ιστορία για ξένους από άλλους τόπους και ξένους στον τόπο τους. Μια ιστορία με μάσκες, που άλλοι τις φορούν για προστασία και άλλοι για να κρυφτούν. Ένα μυθιστόρημα σκληρό, που αναμιγνύει το βίωμα, τη μαρτυρία, τις μνήμες και την Ιστορία με τη μυθοπλασία – γραμμένο με τρυφερότητα, χιούμορ και σαρκασμό.
Μάρτιν Ο’ Κάιν
«Η ζωή κάτω απ’ το χώμα»
Μετάφραση: Μιλτιάδης Αργυρόπουλος
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 400
Δυτική Ιρλανδία. Ένας άγονος και φτωχός τόπος στις ακτές του Ατλαντικού. Στο κοιμητήριο της μεσαίας τάξης, όπου κάθε τάφος κοστίζει δεκαπέντε σελίνια, οι νεκροί ανακτούν τη συνείδησή τους λίγο μετά την ταφή. Αδυνατούν να κουνηθούν από τη θέση τους, είναι ωστόσο σε θέση να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Με τον κόσμο των ζωντανών δεν έχουν αισθητηριακή επαφή, αλλά μαθαίνουν όλα τα τελευταία νέα από τους φρεσκοθαμμένους. Μέσα στο χώμα ανασυγκροτείται βαθμιαία ο ίδιος κοινωνικός ιστός που υπήρχε και πάνω στη γη, χωρίς τις σχέσεις αλληλεξάρτησης βεβαίως. Οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και να μείνει ατιμώρητο, όχι όμως και ασχολίαστο, καθώς όλοι ακούν σχεδόν τα πάντα. Τι θα γινόταν αν οι άνθρωποι είχαν μια αιωνιότητα στη διάθεσή τους και κανέναν απολύτως λόγο να επιβάλουν φραγμούς στη γλώσσα τους; Τι θα ξεστόμιζαν αν δεν φοβούνταν πια ο ένας την εκδίκηση του άλλου; Ο Μάρτιν Ο’ Κάιν, ένας τιτάνας της ιρλανδικής λογοτεχνίας στον εικοστό αιώνα, απαντά στα παραπάνω ερωτήματα με αυτό το ακαταμάχητο, ξεκαρδιστικό, μοναδικό μυθιστόρημα – ένα έπος της ανθρώπινης μικρότητας.