Spyros Manesis – 9 Portaits of Lena Platonos
Ένα εξαιρετικό δείγμα μουσικής συνομιλίας δυο διαφορετικών μεταξύ τους μουσικών ρευμάτων.
Ο πιανίστας και συνθέτης της jazz Σπύρος Μάνεσης στο νέο του solo piano album, εμπνέεται από τη μουσική της Λένας Πλάτωνος και ταυτόχρονα της αφιερώνει τη δική του μουσική δημιουργία αναγνωρίζοντας έτσι την πηγή της έμπνευσής του. Στα 9 Portraits of Lena Platonos ο Μάνεσης επιχειρεί μία ιδιαίτερη ερμηνεία του έργου της σημαντικής συνθέτριας και τραγουδοποιού και δημιουργεί γέφυρες ανάμεσα στις πρωτότυπες ηχογραφήσεις της και στο δικό του μουσικό κόσμο. Έναν κόσμο όπου οι επιρροές της κλασικής και ρομαντικής παράδοσης συνυπάρχουν με το ιδίωμα της τζαζ. Στο 3ο του άλμπουμ επιδεικνύει καθαρότητα στις στοχεύσεις του. Χειρίζεται με ακρίβεια σπουδαίου δεξιοτέχνη και με μεγάλη λεπτότητα το υλικό του και αποδεικνύει το μεγάλο ταλέντο που διαθέτει στην πιανιστική ανάπτυξη των θεμάτων που αντλεί από τις πρωτότυπες συνθέσεις της Πλάτωνος. Δεν αρκείται, όμως, και δεν ενδιαφέρεται προφανώς να διασκευάσει τα κομμάτια του «ειδώλου» του που επιλέγει και αγαπάει. Τα χρησιμοποιεί μόνον ως πηγή έμπνευσης και εφαλτήριο για να χτίσει τις δικές του συνθέσεις. Τα δικά του λεπτεπίλεπτα, αέρινα και ταυτόχρονα γειωμένα χειροποίητα μουσικά κατασκευάσματα που γοητεύουν και ερεθίζουν την ακοή και τη νόηση του ακροατή του.
Και πέρα απ΄όλα αυτά παίρνει και το ρίσκο ενός σολό πιάνο άλμπουμ. Κάτι που στις μέρες μας, στη Ελλάδα του ΄15 που διατελεί σε μια σύγχυση και κατατρέχεται από τάσεις φυγής και γρήγορης ανάλωσης των ερεθισμάτων που της προσφέρονται. Που ελάχιστα διαθέτει την αφοσίωση και την πειθαρχία που απαιτείται για την κατανόηση και την απόλαυση τέτοιου είδους, ύφους και ποιότητας ακουσμάτων, είναι και μεγάλο ρίσκο και μεγάλη πρόκληση όμως για τον ίδιο τον δημιουργό του. Ο Μάνεσης παίρνει συνειδητά αυτό το ρίσκο και καλά κάνει αφού δικαιώνεται από το αποτέλεσμα πανηγυρικά. Παράλληλα ο συνθέτης και πιανίστας θέτει θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα: Πόσο κοντά μπορεί να βρίσκεται το Σαμποτάζ στη μουσική του Thelonious Monk; Η «Καντέντσα της Άνοιξης» στην παράδοση του stride; Πόσο δυνατή παραμένει η μουσική όταν από το τραγούδι αφαιρείται ο στίχος; Υπάρχουν όρια στη διασκευή;
Εκτός από τα παραπάνω ερωτήματα, διερευνά και θέματα όπως τα ηχητικά όρια του πιάνου, τη φόρμα, την αρμονία, και το ρόλο του αυτοσχεδιασμού στην ανάπτυξη των κομματιών. Δεν αποδομεί το πρωτογενές υλικό του θέλοντας να το «καπελώσει» ή να συγκριθεί ανταγωνιστικά μαζί του. Δείχνει τη σεμνότητα της ήρεμης δύναμης, εμπιστεύεται τον εαυτό του και πιστεύει στις δυνατότητές του. Έτσι συνομιλεί δημιουργικά με το πρωτότυπο υλικό και διατηρεί χωρίς να φοβάται, το λυρισμό, την ευαισθησία και την εγγενή μελαγχολία που εμπεριέχει η μουσική της Πλάτωνος.
Ο Μάνεσης ανήκει στη νέα γενιά ελλήνων μουσικών της τζαζ, με πολύχρονες σπουδές σε Ελλάδα και Ολλανδία και καλλιτεχνική δραστηριότητα σε όλη την Ευρώπη. Η σχέση του με τη μουσική της Λένας Πλάτωνος όπως λέει ο ίδιος ξεκινά από την εφηβεία του. Το 2009 αποφάσισε να διασκευάσει έναν κύκλο τραγουδιών της Πλάτωνος για piano solo, γεγονός που αποτέλεσε και το Μaster του στο Κονσερβατόριο του Άμστερνταμ. Η ανταπόκριση που βρήκε ήταν ενθουσιώδης, πράγμα που μέτρησε προφανώς και στην απόφαση να ηχογραφήσει το υλικό αυτό απ΄ όπου προέκυψε και ο εν λόγω δίσκος, που είναι μεν πολύ πρόσφατη κυκλοφορία αλλά είναι αποτέλεσμα παλιάς αγάπης και έμπνευσης…
Indra Rios-Moore – Heartland
Το αποτύπωμα της μουσικής «ελεγκάντσιας».
H Indra Rios-Moore είναι το πρότυπο ή αν προτιμάτε η επιτομή του σύγχρονου κοσμοπολίτη μουσικού. Η ζωή της ξεδιπλώνεται σαν ένα μικρό, όμορφο και λίγο περιπετειώδες αφήγημα, ξεκινώντας από μια γειτονιά του Lower East Side του Manhatan, που απαθανάτισε με το ποιητικό ύφος της «εκρηκτικής καθημερινότητας», ο πολύς αρχιμπήτνικ Τζακ Κέρουακ σε ποιήματα της νιότης του. Εκεί γεννιέται από την Elizabeth, μια εργάτρια πορτορικάνα που λάτρευε τη μουσική και τον Donald, έναν μουσικό της τζαζ. Τον σπουδαίο αφροαμερικανό, με ρίζες από τη Συρία (!), μπασίστα Donald Moore που στην αξιόλογη διαδρομή του έχει να επιδείξει μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή του στους The New York Contemporary Five μαζί με τους σπουδαίους Archie Shepp, Elvin Jones, Sonny Rollins και Jackie McLean!
H Indra μεγαλώνει μόνη με τη μητέρα της σε μια δύσκολη γειτονιά αλλά και τη μεγάλη συλλογή από δίσκους σόουλ, τζαζ και ροκ που η Elizabeth έχει και που όπως είναι φυσικό είναι το πρώτο μεγάλο μουσικό σχολείο για τη μικρή και διψασμένη για μουσική και περιπέτεια κόρη της αλλά και το καλύτερο κίνητρο για να ονειρεύεται ένα μικρό κι ευφάνταστο κορίτσι τη «μεγάλη απόδραση». Στα 13 της η μάνα της την πήγε σε μια ακρόαση στο Mannes College of Music κι από κει και πέρα «το νερό μπήκε στ΄ αυλάκι». Στην εφηβεία της η Indra κάνει φωνητική και κλασσικό τραγούδι και παράλληλα αρχίζει να βουτάει στην αμερικάνικη φολκ ακόμη και σε βαλκανικούς ήχους. Όταν δούλευε σερβιτόρα σε ένα wine bar στο Brooklyn γνωρίστηκε με έναν Δανό σαξοφωνίστα της τζαζ, τον Benjamin Traerup. Μετά από τρεις βδομάδες συζούσαν και σε ένα χρόνο ζούσαν παντρεμένοι στη Δανία.
Εκεί η Indra με τον άντρα της και έναν φίλο του μπασίστα, τον Thomas Sejthen φτιάχνουν το 2007 ένα τρίο και αρχίζουν περιοδείες και εμφανίσεις σ’ ολόκληρη τη Σκανδιναβία . Το ντεμπούτο άλμπουμ Indra δεν αργεί και το 2010 είναι υποψήφιο για καλύτερο άλμπουμ στην κατηγορία της vocal jazz. To βραβείο όμως έρχεται με το In Between, το δεύτερο L.P. του τρίο . Έχοντας λατρεία για το Turbulent Indigo της Joni Mitchell, η Indra έψαξε το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον παραγωγό του Larry Klein για το επόμενο δισκογραφικό της project, κάτι που έγινε πραγματικότητα .
Το 2013 η Indra, ο Benjamin και ο Paulo, ο μικρός τους γιος, ταξιδεύουν στην Αμερική. Τρεις μέρες στο στούντιο με τον Klein και το Heartland είναι γεγονός! Πέρα από το μεγάλο ατού του δίσκου που είναι βέβαια η φωνή και το στυλ ερμηνείας της Indra Rios-Moore, o Benjamin Traerup είναι στο τενόρο σαξώφωνο και το κλαρινέτο, ο Thomas Sejthen στο μπάσο και ο Jay Bellerose στα ντραμς. Κομμάτια σταθμοί σαν το «Money» του Roger Waters , το «Azure» και το «Solitude» του Duke Ellington, το «Heroes» του David Bowie και άλλα καθώς και δυο παραδοσιακά, αποκτούν νέα ζωή και υπόσταση με την υπέροχη, ζεστή εκφραστική και φινετσάτη ερμηνεία της Indra αλλά και το γλυκό, νοσταλγικό αλλά και σύγχρονο ταυτόχρονα παίξιμο των μουσικών που την πλαισιώνουν. Η επιτομή της κομψότητας από τη φωνή της Rios, o oρισμός της απλότητας από τους τέσσερις μουσικούς της, η φρεσκάδα και η στιβαρότητα της παραγωγής καθιστούν, τελικά, το Heartland άκρως γοητευτικό κι εθιστικό. Κοινώς, προσφέρεται για πολλές ακροάσεις.