Το Κορίτσι Που Εξαφανίστηκε (Gone Girl) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David Fincher
Πρωταγωνιστούν: Ben Affleck, Rosamund Pike, Neil Patrick Harris
Διάρκεια: 149’
Η Amy εξαφανίζεται. Απροειδοποίητα. Αφήνει πίσω της το σύζυγό της Nick να ψάχνει τι ακριβώς έγινε. Το πόρισμα της αστυνομίας τείνει προς πιθανή δολοφονία της. Ο λόγος και ο ένοχος άγνωστοι. Όσο οι μέρες περνάνε, οι υποψίες της αστυνομίας και των Μέσων γέρνουν προς τον ανεξήγητα ήρεμο σύζυγο, ενώ η Amy μετατρέπεται στο νέο «εικόνισμα» της Αμερικής. Φταίει, όμως, πραγματικά ο Nick ή η πραγματικότητα είναι τόσο νοσηρή που ξεπερνάει ακόμα και την πιο νοσηρή και περίπλοκη μορφή φαντασίας; Επιτέλους, ο David Fincher βρίσκει τον τρόπο να συνδυάσει το νέο του, λαμπερό στυλ σκηνοθεσίας με μια ιστορία που θυμίζει τα παλιά του κατορθώματα και να ψυχογραφήσει με κατάμαυρο χιούμορ την κουλτούρα των media. Ελέησον.
Είμαι αποσβολωμένος. Πραγματικά. Εκεί που είχα χάσει την ελπίδα ότι ένας από τους ανθρώπους που με έκαναν να μπω στη διαδικασία της θέασης και της πολύωρης ανάλυσης μιας ταινίας ξαφνικά άλλαξε ρότα ολοκληρωτικά και δε θα ξαναέβλεπα ποτέ κάτι τόσο έξυπνο, καυστικό και σύνθετο όσο τα παλιά του καμώματα. Αν και η διασκευή στο Κορίτσι Με Το Τατουάζ έδειξε να ξεπλένει το παράπτωμα του Μπέντζαμιν Μπάτον και τη στυλιστική ουδετερότητα του αξιόλογου Social Network, εξακολουθούσα να αισθάνομαι πως τα πράγματα δεν είναι τα ίδια και θα έπρεπε να τον ξαναδώ με νέα μάτια. Κι, όμως, η ελπίδα μου ανένηψε. Το Κορίτσι Που Εξαφανίστηκε μπορεί να μην είναι εντελώς αντάξιο των ταινιών που τον καθιέρωσαν, μα είναι πλήρως μια ταινία του Fincher.
Σε δύο ώρες, καταφέρνει να χτίσει μια ιστορία, η οποία, αν και όχι ολότελα δική του, απεικονίζεται με τρόπο τέτοιο που σε απορροφά στον κυκλώνα της. Παίζει με τη σκέψη σου, τη διάθεσή σου, τραβάει την ανθρώπινη λογική στα άκρα. Σοκάρει όχι με αθέμιτα μέσα και ανώφελες τρομάρες, μα με την ίδια την ακρότητα της σκέψης. Χωρίς χιλιομασημένα κλισέ, χωρίς εικαστική βία (για την ακρίβεια, όχι συνεχή) μα αντιθέτως με συνεχείς ανατροπές που παίζουν καίριο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, των χαρακτήρων και της αποτίμησης της κοινωνικής κατάστασης που περιβάλλει τα γεγονότα. Αν και δεν είναι δική του η ιστορία, καταφέρνει να αναδείξει κάθε πτυχή της στον υπερθετικό βαθμό και να μετατρέψει το πλέον απίστευτο σε απόδειξη διάνοιας.
Τι μπορεί να εντοπίσει κανείς στο σύνολο της ταινίας; Αρκετά και συχνά ετερόκλητα πράγματα, τα οποία καταφέρνουν να συνδυαστούν και να συνέλθουν εις σάρκα μία. Η μπουνιουελική εξίσωση που θέλει τον άνθρωπο ως ένα κάθαρμα και η μισανθρωπική αντιμετώπιση του ανθρωπίνου είδους ως το μόνο είδος που μπορεί να εκμεταλλευτεί την εξυπνάδα του, όταν αυτή υπάρχει, για κακό σκοπό και προσωπική ικανοποίηση. Την αποδόμηση της αμερικάνικης ειδυλλιακής κοινωνίας όπως αυτή προσφέρεται στις δημιουργίες του David Lynch και πιο συγκεκριμένα στο Twin Peaks. Το παλιό, γνώριμο και καλοδεχούμενο χρώμα της σκουριάς και της σήψης σε μεμονωμένα τμήματα της ταινίας, που υπενθυμίζουν στον ίδιο το σκηνοθέτη τις ρίζες του και αντιτίθενται στη γενικότερη «καθαριότητα» της φωτογραφίας. Την ειρωνική χρήση της δομής του αστυνομικού μυθιστορήματος και των στοιχείων που έρχονται στην επιφάνεια και, επακολούθως, του αστυνομικού δράματος. Την «κακή όψη» του alpha female, που δεν είναι μόνο σώμα, μα κυρίως μυαλό –πολλοί μπορεί να τον κατηγορήσουν για μισογυνισμό, μα η αλήθεια είναι πως δε δείχνει να τον ενδιαφέρει η έμφυλη διάκριση. Και, βασικότερο όλων, αυτό το μαύρο χιούμορ που ενώ πάντα υπήρχε σε δόσεις στη φιλμογραφία του, ξαφνικά αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, χωρίς να υπονομεύει το σασπένς. Και δε θυμάμαι να ‘χω γελάσει τόσο έντονα με την ευστροφία του Fincher σε προηγούμενη ταινία του, μπορεί να υπήρχε ένα περιστασιακό χαχανητό μα όχι τόσο αυθόρμητο.
Και, ξύπνιος ων, επαναφέρει το κυκλικό σχήμα για να μας θυμίσει από πού ξεκινήσαμε, να το αλλοτριώσει και να μας το προσφέρει ξανά ως μελλοντική απειλή σε αυτόν τον κόσμο που κρίνει, που τα μέσα επιδρούν τόσο καθοριστικά στην ψυχοσύνθεση και τα δικαστήρια αφορούν σε δευτεροκλασάτα πάνελ, που η γνώμη παραμένει ευμετάβλητη, που αν κάτι δεν υπήρξε στη σφαίρα της ενημέρωσης δεν υπήρξε ποτέ, ο ευφυής σκηνοθέτης πιστεύει πως η λύτρωση δεν είναι επιτεύξιμη. Άπαξ και πέσουν οι μάσκες και οι ανθρώπινες σχέσεις κατακερματιστούν, αφήνουν πίσω τους στοιχειωμένα ερείπια από τα οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς, μη βιαστείς να κρίνεις. Αλλιώς θα το μάθεις με τον κακό τρόπο.
Xenia *****
Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Πάνος Κούτρας
Πρωταγωνιστούν: Κώστας Νικούλι, Νίκος Γκέλια, Ρομάνα Λόμπατς
Διάρκεια: 128’
Ο Ντάνι, ένας έφηβος ομοφυλόφιλος με καταγωγή από την Αλβανία, ταξιδεύει από την Κρήτη στην Αθήνα για να δει τον μεγάλο του αδερφό, Οδυσσέα, και να του ανακοινώσει το θάνατο της μητέρας τους. Πέραν αυτού, θέλει να του πει άλλα δύο πράγματα: να του φανερώσει ότι έχει στοιχεία που μπορούν να τους οδηγήσουν στον από καιρό εξαφανισμένο πατέρα τους και να του θυμίσει την επιθυμία της μητέρας τους να διαγωνιστεί ο καλλίφωνος Οδυσσέας σε ένα τηλεοπτικό show ταλέντων. Τα δύο αδέρφια θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι που θα τους οδηγήσει στη γνωριμία με τον εαυτό τους, με τη σκληρότητα του κόσμου και με την αξία της αδελφικής αγάπης. Πολιτικοποιημένος, με απολαυστικό χιούμορ, ζεστός και ταλαντούχος αναδύεται για μια ακόμα φορά ο Κούτρας, μα μια υποψία αμετροέπειας προς το τέλος δεν του επιτρέπει να γεννήσει το magnum opus του.
Η Στρέλλα ήταν η καλύτερη εγχώρια ταινία του 2009, μα έζησε στη σκιά του υπερπροβεβλημένου Κυνόδοντα. Σόκαρε, δίχασε, πότισε με ερωτισμό και τρυφερότητα τον ελληνικό κινηματογράφο και επανασύστησε τον Κούτρα στο κοινό του σήμερα. Μπορεί να μην είχε την αναγνωρισιμότητα του Λάνθιμου, μα, όπως και να το κάνουμε, παρέδωσε μαθήματα σεναρίου, φόρμας και αισθητικής. Δε θα ήταν ατυχές να πούμε πως ίσως είχαμε δέκα χρόνια να δούμε κάτι παρόμοιο στον κινηματογράφο. Το μεγάλο ταλέντο δημιουργεί και ανάλογες απαιτήσεις από μεριάς κοινού, αν έχεις το σπαθί πρέπει να κόψεις κεφάλια. Η ταξιδεμένη στις Κάννες Xenia είναι το επόμενο κεφάλαιο στο φαντεζί ερωτικό του βιβλίο, είναι όμως τόσο συγκλονιστικό όσο οι προηγούμενες σελίδες;
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το ταλέντο του Κουτρα είναι άξιο φθόνου. Μέσα στο πρώτο μισό της ταινίας έχει καταφέρει να πει τα πάντα, είτε ευθέως, είτε ποιητικά/συμβολικά για τους χαρακτήρες του και τον τόπο/χρόνο στον οποίο τους βλέπουμε. Οι δύο αλβανικής καταγωγής αδελφοί, αν και διαφορετικοί στην ιδιοσυγκρασία και τις προτιμήσεις τους, κατά βάθος επιθυμούν μια κοινή κάθαρση. Ξεκινούν ένα ταξίδι, όχι για να βρουν τον τελικό σκοπό, μα για να ανακαλύψουν (και να λύσουν) και άλλα ερωτήματα που δεν έχουν μέχρι στιγμής αναδυθεί στην επιφάνεια. Δύο νεαρά, σφριγηλά σώματα που μάχονται για να επουλώσουν τα ψυχικά τους τραύματα, ο Κούτρας τους δείχνει αγάπη και το ίδιο και ο θεατής μέσω της επιτυχημένης παρουσίασής τους.
Ο ερωτισμός με τον οποίο προσεγγίζει το χώρο και τις καταστάσεις ο auteur είναι εμφανής. Η Αθήνα δεν παραμένει ένα τοπίο, ζωντανεύει, παρουσιάζεται ως μια νυχτερινή ζούγκλα, με τα παρακμιακά της σοκάκια, τα ξενοφοβικά πογκρόμ και τις μικρές αποχρώσεις ομορφιάς που μεταλλάσσουν τη γενική εικόνα. Με αυτόν τον τρόπο η «παρακμή» δεν αποκτά έναν χαρακτήρα καταραμένο, μα ειλικρινά όμορφο, δεν ωραιοποιείται τίποτα, μα αντιθέτως παρουσιάζεται με τη γνήσια ομορφιά που υπάρχει, αν ξέρεις που να κοιτάξεις. Ο Κούτρας, άλλωστε είναι ένας κατεξοχήν ερωτικός δημιουργός και μπορεί εύστοχα να αναδείξει την οπτική του στη μεγάλη οθόνη χωρίς να χάνεται σε ανεξερεύνητα πεδία που δεν τον εκφράζουν, πολλές φορές χρησιμοποιώντας ποικίλα ευρήματα που τον καθιστούν τον κραταιότερο των συγκαιρινών του (για δημιουργούς παρόμοιου στυλ ούτε λόγος, είναι μόνος σε αυτό το γήπεδο). Επίσης μπορεί να συνταιριάξει πολλά διαφορετικά ύφη στο σύνολό του, με δάνεια από μιούζικαλ, λυρικό animation, κοινωνική σάτιρα και Lynchικές πιτσιλιές επιτυχημένα, δε χωρά αμφισβήτηση αυτό, ενώ το σενάριό του (τουλάχιστον στο πρώτο μέρος) δείχνει μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και οι ατάκες ακούγονται γνήσια ρεαλιστικές και αστείες όταν γυρνά σε χιουμοριστικά μονοπάτια.
Μα, δυστυχώς, το πρώτο (και μεγαλύτερο) μέρος έρχεται να διαδεχθεί ένα κατώτερο δεύτερο που φαίνεται υπερβολικά επεξηγηματικό, μπερδεμένο και άνισο ως προς το τι θέλει να πει και τι λέει. Η προηγούμενη αρμονία του πληθωρικού του στυλ αρχίζει και χάνει το βήμα της, παρασέρνοντας μαζί της και τον άπιαστο μέχρι τότε ρυθμό. Έτσι, ένα αριστούργημα αρχίζει και χάνει έδαφος, κάνει κοιλιά και ο θεατής χάνει το ενδιαφέρον του. Πολύ καλή η ιδέα της αντιπαραβολής δύο παράλληλων γεγονότων, μα ίσως έπρεπε να δοθεί με μεγαλύτερη λακωνικότητα προκειμένου να απογειώσει οριστικά το φιλμ. Ακόμα και αν το καθετί εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο ρόλο, δε φαίνεται σα να έχει την ίδια σημασία και να δημιουργείται χάριν γεμίσματος, από τη στιγμή που δεν υπάρχει λόγος για γέμισμα. Όπως και να το κάνουμε, το μήνυμα της ταινίας είναι δυνατό, μα χάνεται το μεγαλείο του ανάμεσα σε τηλεφωνήματα και τραγούδια της Patty Pravo.
Αν και δεν καταφέρνει να φτάσει τη σαφή υπεροχή της Στρέλλας, παραμένει ένα τεκμήριο αδάμαστης φαντασίας και κοινωνικής συνείδησης που, αν ήταν περισσότερο ολιγόλεκτο όπου χρειαζόταν, θα μιλάγαμε για μια νέα κορυφή. Ας είναι, έχουμε αρκετά επιχειρήματα ώστε να περιμένουμε πως ο δημιουργός του Xenia δε θα σταματήσει να μας απασχολεί σύντομα.
Στην επόμενη σελίδα: Starred Up, Relatos Salvajes, Welcome To New York, Rio I Love You, Les Vacances Du Petit Nicolas