Μπορεί το έπος της Οδύσσειας να γράφτηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα από τον Όμηρο, κατά την Ιστορική Περίοδο της Αρχαίας Αθήνας, όμως αυτό δεν εμπόδισε σε τίποτα τον Τζέιμς Τζόις, αρκετούς αιώνες αργότερα στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας να γράψει τον Οδυσσέα, που στηρίχτηκε στο ομηρικό αυτό έπος. Ο Οδυσσέας, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1914, αποτελεί όχι μόνο το magnum opus του συγγραφέα, αλλά και ένα από τα εμβληματικότερα και σημαντικότερα έργα της μοντέρνας λογοτεχνίας.
Εκατό και βάλε χρόνια από την πρώτη φορά που διαβάστηκαν οι περιπέτειες του Λεοπόλδου Μπλουμ όπως τις έζησε μέσα σε ένα 24ωρο, ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και το ηλιόλουστο Λος Άντζελες τραβά και πάλι το νήμα του χρόνου, έχοντας ως βάση τον Οδυσσέα του Τζόις (και κατά συνέπεια το έπος της Οδύσσειας), τοποθετώντας αυτή την αφηγηματική ραχοκοκαλιά σε εντελώς διαφορετικές χωροχρονικές συντεταγμένες.
Το όνομα αυτού A.G. Lombardo και το βιβλίο για το οποίο γίνεται λόγος είναι το Graffiti Palace που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μέσα στο 2018 και πλέον μπορείτε να το διαβάσετε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (μετάφραση-επίμετρο: Κάλλια Παπαδάκη). Αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση του καλιφορνέζου συγγραφέα στον κόσμο της λογοτεχνίας, ενώ κατά τ’ άλλα διδάσκει σε ένα δημόσιο λύκειο της πόλης του.
Πώς όμως επαναδιαπραγματεύεται ο συγγραφέας την ιστορία του Οδυσσέα εδώ; Αρχικά, τοποθετεί την ιστορία του σε ένα Λος Άντζελες που βράζει τον Αύγουστο του 1965, στο υποβαθμισμένο Γουότς. Το σκηνικό, ανάμεσα σε βρόμικους δρόμους και αυτοσχέδιες κατοικίες από κοντέινερ. Πρωταγωνιστής ο Αμέρικο Μονκ, ο οποίος είναι ένας ιδιότυπος καταγραφέας των γκράφιτι της πόλης του. Τα οποία γκράφιτι αλλά και οι ταγκιές (δηλαδή οι υπογραφές των γκραφιτάδων) αποτελούσαν μια διακριτή γλώσσα ανάμεσα στις συμμορίες και τους περιθωριακούς στο Λος Άντζελες, από τον 19ο αιώνα οπότε και πρωτοεμφανίστηκαν.
Ο Μονκ, σαν άλλος Οδυσσέας, προσπαθεί να γυρίσει στο σπίτι του όπου τον περιμένει η έγκυος φίλη του, η Κάρμαν, σαν άλλη Πηνελόπη. Η πορεία όμως δεν θα είναι εύκολη. Κι αυτό γιατί συμβαίνει παράλληλα με ταραχές που ξεσπούν στο Γουότς. Μπορεί το γεγονός ότι ο Μονκ μπορεί να «διαβάζει» τα γκράφιτι να του δίνει ένα προνόμιο στον τρόπο που θα διαβεί από τις επικράτειες της εκάστοτε συμμορίας, ωστόσο τίποτα δεν θα συμβεί χωρίς κόπο και εμπόδια.
https://www.youtube.com/watch?v=eUcgGzrLSiQ
Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε μια διαρκή αναταραχή και δημιουργεί εικόνες που μεταπηδούν από το φως στο σκοτάδι: φωτεινές επιγραφές, οι φάροι των περιπολικών, βόμβες μολότοφ που εκρήγνυνται ακαριαία, το ηλιοβασίλεμα που χάνεται στον ορίζοντα, ο καπνός που καλύπτει το φως. Φυσικά, πίσω από όλα αυτά δηλώνονται οι φυλετικές και κοινωνικές αναταραχές: η εξέγερση των μαύρων έναντι των λευκών, οι βιαιοπραγίες των δεύτερων κατά των πρώτων αλλά και ένας συνεχής αγώνας με τον χρόνο. Τα δευτερόλεπτα, οι ώρες αλλά και οι εβδομάδες ισορροπούν σε ένα λεπτό σκοινί μέσα στο γκέτο και δεν μένει παρά να αναλωθούν με ένταση στο τώρα.
Οι παραλληλισμοί με τις περιπέτειες της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη (αλλά και του Λεοπόλδου Μπλουμ στο σπιτικό του και τη σύζυγό του, Μόλλυ) ακόμα και από αυτή τη σύντομη περιγραφή καθίστανται σαφείς. Το μυθιστόρημα αισθητικά δανείζεται και από την κινηματογραφική αισθητική των blaxploitation ταινιών αλλά και συμμορίτικων ταινιών όπως το The Warriors (1979, σε σκηνοθεσία του Walter Hill). Φυσικά, οι αναφορές στον αφροαμερικανικό πολιτισμό δεν μένουν στο blaxploitation: ο πρωταγωνιστής όπως έχουμε προαναφέρει ονομάζεται Μονκ, ενώ άλλοι ήρωες του βιβλίου ακούνε σε ονόματα όπως Φελόνιους και Λαμάρ.
Η ίδια η μεταφράστρια του Graffiti Palace στα ελληνικά, Κάλλια Παπαδάκη, γράφει χαρακτηριστικά στο επίμετρο του βιβλίου: «Ο A.G. Lombardo κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσμο από δραματουργικές ψηφίδες ευφάνταστα και περίτεχνα τοποθετημένες, πρόσωπα της μυθοπλαστικής του δεινότητας που μπλέκονται και δένουν με αλλοτινούς υπαρκτούς χαρακτήρες, δρόμους και συμμορίες του Λος Άντζελες και δίνουν την αίσθηση της ιστορικότητας και του παντοτινού».