Μην θέλοντας να μαρτυρήσω πολλά για το έργο που διαδραματίζεται επί σκηνής, θα σας πω μόνο ότι είναι από τις παραστάσεις που δεν ξεχνάτε εύκολα. Πόσους Άμλετ να δει κανείς; Όσους έχουν αφηγητές, όπως ο Ηλίας Αδάμ, που έχει να σας πει μια ιστορία που «γαργαλάει», την δική του ιστορία. Μην αρχίσετε να διαβάζετε την συνέντευξη, αν δεν διαβάσετε μέχρι την τελευταία του απάντηση.
Διαβάζοντας την περιγραφή της παράστασης, δεν μπορούσαμε παρά να παρατηρήσουμε ότι ο «ΓΚΑΜΛΕΤ» κινείται εκτός του κλασσικού πλαισίου. Τί ήταν αυτό που σας ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση; Νομίζω ότι κάθε φορά το πλαίσιο είναι – ή τουλάχιστον πρέπει να είναι – προσωπικό. Εννοώ να είναι ειλικρινές και να πηγάζει από κάποια εσωτερική επιθυμία να αρθρωθεί κάτι. Όταν καταπιάνεσαι με ένα έργο, θέλεις να πεις μια ιστορία, να μιλήσεις για ένα όνειρο ή για έναν εφιάλτη σου, ή ακόμα και να προκαλέσεις συναισθήματα, αντιδράσεις ή οτιδήποτε. Ο «ΓΚΑΜΛΕΤ» είναι ένα προσωπικό έργο. Είναι η ιστορία του Άμλετ, τα λόγια του Shakespeare, αλλά από εκεί και πέρα αυτά ζωγραφίζονται από μία συγκεκριμένη οπτική, μία συγκεκριμένη αντίληψη για τα πράγματα, μία συγκεκριμένη ανάγκη να γίνει λόγος για κάτι που με – ή μας – αφορά αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι ο Άμλετ με ένα παράξενο G μπροστά, που αυτό προσθέτει κομμάτια αισθητικής, διακειμενικές αναφορές, προσωπικές ιστορίες και μουσικές που δεν υπάρχουν στο αυθεντικό έργο του Shakespeare. Πάντως αν κλασσικό πλαίσιο εννοούμε την διαγραφή της προσωπικής σφραγίδας της εκάστοτε ομάδας, τότε ναι, ο «ΓΚΑΜΛΕΤ» κινείται εκτός του κλασσικού.
Υπάρχει μια αυξανόμενη τάση για πειραματικό θέατρο στις σκηνές της Αθήνας. Πώς το σχολιάζετε; Είναι όμορφο που το θέατρο φεύγει από την απόλυτη κυριαρχία του έργου και του συγγραφέα και μπορεί να λειτουργήσει ως μία τέχνη ανοιχτή και ελεύθερη, όπως ας πούμε η ζωγραφική. Ο ζωγράφος θέλει να αποτυπώσει στον καμβά ένα βουνό και προσθέτει πάνω του ό,τι θέλει: μία ακρίδα ή ένα ανθρώπινο μάτι ή ένα παλάτι της Disney, κι ας μην υπάρχουν, απλώς επειδή του το υπαγορεύει η φαντασία του και το υποσυνείδητό του. Το ίδιο ισχύει και για το θέατρο κατά τη γνώμη μου. Το θεατρικό έργο είναι για μένα ένα κουβάρι με νήματα, που ο καθένας το ξετυλίγει και φτιάχνει το δικό του έργο τέχνης, που πάντα ωστόσο – όσο κι αν έχει τη σφραγίδα του – έχει αναγκαστικά τα χρώματα και τα μεγέθη του νήματος απ’ το οποίο έχει προέλθει. Το θεατρικό έργο έχει μία ιστορία και μία θεματολογία. Αυτή την ιστορία την παίρνουμε, μένουμε στα θέματα που μας αφορούν, και φτιάχνουμε κάθε φορά ένα κινούμενο σχέδιο. Μου αρέσει αυτή η παράλογη ελευθερία και την θαυμάζω κάθε φορά που την βλέπω σε παραστάσεις.
Έχετε κάνει κι άλλες διασκευές. Τι είναι αυτό που σας ελκύει τόσο σε αυτές; Έχω κάνει άλλη μια φορά, όταν ανέβασα το «Αγαπητέ θεέ» του Έρικ Σμιτ. Ο λόγος που μου αρέσουν οι διασκευές είναι αυτό που είπα, ότι δηλαδή μου επιτρέπουν να συνδέσω με τον λόγο του συγγραφέα πράγματα που με αφορούν προσωπικά. Φυσικά δεν μιλάω για παραβίαση της πρόθεσης του αυθεντικού θεατρικού έργου, αυτή θέλω πάντα να γίνεται σεβαστή – απλώς δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να γίνει: κάνοντας ένα έργο προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι θέλει να πει ο συγγραφέας και μετά, πατώντας πάνω σε αυτά, να αρθρώσουμε μία πολύ προσωπική σειρά σκέψεων, εικόνων, ιστοριών. Αλλιώς γιατί να κάνουμε θέατρο, αν όχι για να μιλήσουμε για πράγματα που μας καίνε;
Γιατί «ΓΚΑΜΛΕΤ»; Τί θέλει να μας πει ο τίτλος; «ΓΚΑΜΛΕΤ» είναι ο ρώσικος τίτλος του Άμλετ. Η αφορμή για αυτή την επιλογή ήταν μια ιστορία – εν μέρει πραγματική και εν μέρει προϊόν μυθοπλασίας – που έγινε στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2009, και η οποία φώτισε πολύ καθαρά την οπτική με την οποία αντιμετωπίζουμε τον Άμλετ. Την ιστορία αυτή την αφηγούμαστε στην παράσταση – σε «ένα διάλειμμα για ανάγνωση», σε μία παρένθεση δηλαδή από την πλοκή του κανονικού Άμλετ. Εκτός απ’ αυτό έχω μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη Ρωσία – η γιαγιά μου ήταν από εκεί, ο πρώτος σημαντικός Άμλετ που είδα ποτέ ήταν ρώσικος, η παράσταση που με σημάδεψε περισσότερο από όλες ήταν οι «Καραμάζοφ» του Konstantin Bogomolov που ήταν από τη Ρωσία…
Ο Σαίξπηρ είναι ο πλέον πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας και ειδικά ο «Άμλετ». Γιατί να πάει κανείς ξανά στο θέατρο για να δει το συγκεκριμένο έργο; Ποιά είναι η δική σας ανάγνωση; Ο T.S. Elliot είπε ότι ο «Άμλετ» είναι η Mona Lisa της λογοτεχνίας. Καθένας καθρεφτίζει σε αυτόν κάτι πολύ προσωπικό και βλέπει μέσα του μια δική του προσωπική ιστορία. Κάθε φορά που ανεβαίνει λέει κάτι διαφορετικό. Αν ανεβάζαμε τον «Άμλετ» οι ίδιοι τύποι κάθε χρόνο, και πάλι θα ήταν κάθε φορά τόσο διαφορετικός, όσο αλλάζουμε κι εμείς κάθε μέρα. Συγκεκριμένα για εμάς δεν μπορώ να απαντήσω με ειλικρίνεια – επειδή δεν ξέρω ακριβώς, δεν έχω καταφέρει ακόμα να την κατανοήσω λογικά. Σίγουρα είναι επηρεασμένη από ένα κομμάτι που ενηλικιώνεται και καταλαβαίνει πόσο διαφορετικός (προς το χειρότερο) είναι ο κόσμος από αυτό που έδειχνε στα μάτια μας πριν. Αυτή είναι πιθανόν η αφετηρία, και η εξέλιξη είναι η αντίδραση σε αυτό – εννοώ τι κάνουμε εμείς βλέποντας έναν κόσμο να καταρρέει; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι γελάμε.
Στην παράσταση προσπαθούμε να μιλήσουμε για τη σαπίλα με χιούμορ και κάνοντας πλάκα – μόνο έτσι, και χωρίς καμία σοβαροφάνεια, μπορούμε νομίζω να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Φτάνουμε στο τέλος να τραγουδάμε, να γελάμε και να γιορτάζουμε – με καθαρή μέσα μας την αίσθηση του σεβασμού – για τον Άμλετ, για τον άνθρωπο που αντιστάθηκε στον πόνο της πραγματικότητας και κατάφερε να μιλήσει για έναν διαφορετικό κόσμο.
Σας φόβισε ο Σαίξπηρ ή σας ινρτίγκαρε περισσότερο; Δεν με φοβίζει τίποτα όσο προσπαθώ να είμαι ειλικρινής με αυτό που κάνω και με αυτό που θέλω να πω αυτή την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Δεν έχω αυταπάτες φυσικά, ξέρω ότι αν ξανακάνω Shakespeare την επόμενη δεκαετία ας πούμε, θα είναι εντελώς διαφορετικό.
Μπορεί ο «Άμλετ» να γίνει ένα παιχνιδιάρικο έργο; Ναι, ναι, ναι. Ο «Άμλετ» είναι από μόνο του ένα παιχνιδιάρικο έργο. Γαργαλάει και ξεσκεπάζει τη σοβαροφάνεια μας – αυτή είναι η πρόθεσή του κατά τη γνώμη μου. Ο ήρωας Άμλετ παριστάνει τον τρελό και τρολάρει όλο τον κόσμο γύρω του με όπλο του την απόλυτη ειλικρίνειά του και την αηδία του για κάθε τι υποκριτικό. Φοράει μία μάσκα τρέλας που του επιτρέπει να κάνει εκατό τοις εκατό αυτό που του υπαγορεύει η αλήθεια του. Κάνει τους άλλους να τον πουν ανώμαλο, με στόχο να τους ξυπνήσει από τον λήθαργο της δήθεν κανονικότητάς τους. Ο Άμλετ είναι ένα παιδί – σε μία οριακή συνθήκη βέβαια – που μπαίνει κάτω από τα τραπέζια και γαργαλάει τους μεγάλους. Στην παράσταση παίζουμε πολύ με αυτό το δεδομένο: ανταλλάσσουμε γλωσσόφιλα αγάπης, τραγουδάμε Rihanna και Ποκαχόντας πάνω από τάφους αγαπημένων και ξορκίζουμε τον θάνατο με νευρικό γέλιο. Είναι μάλλον παράδοξο, αλλά νομίζω ότι ο «Άμλετ» είναι μία απίστευτα δραματική ιστορία με έναν ήρωα, που, όντας μπλεγμένος σε αυτήν, βγαίνει και μας κλείνει το μάτι λέγοντάς μας ότι όσο και αν ζούμε το μεγαλύτερο δράμα του κόσμου, στο τέλος της μέρας θα ερωτευτούμε και θα χορέψουμε και όλα θα είναι όμορφα και παραδεισένια.
Πληροφορίες για την παράσταση:
ΓΚΑΜΛΕΤ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟ κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 22.00.
Ακάδημου 13, Κεραμεικός
210-5231131
Σκηνοθεσία, μετάφραση: Ηλίας Αδάμ
Παίζουν: Μαριάννα Λιανού, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Σοφία Πριόβολου, Ηλίας Αδάμ, Κλείτος Κυριακίδης, Θάνος Τσακαλίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Κεσσίδης
Σκηνογραφία: Στέλλα Αγγελίδου
Μουσικός επί σκηνής: Κλείτος Κυριακίδης
Φωτογραφίες: Βασίλειος Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου