23_SKAFIDA_MG_8509_1_1

«Μισό λεπτό να τσεκάρω κάτι» μου λέει όταν καθόμαστε, και βγάζει από την τσάντα της ένα τεράστιο τετράδιο. Ξεφυλλίζει ανήσυχα, μπρος πίσω, μπρος πίσω μέχρι να βρει αυτό που θέλει και τρομάζω στην ιδέα ότι είναι το πρόγραμμα της μέρας. «Όχι, όχι, όχι, κάτι σημειώσεις κοιτάζω, για το ρόλο». Η Γιούλικα Σκαφιδά είναι ηθοποιός. Για την ακρίβεια, μια απ’ τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της. Για την ακρίβεια, μια απ’ τις μετρημένες ηθοποιούς της γενιάς της, που έβαλε στο σπίτι της την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη, το μεγαλύτερο κρατικό βραβείο για τις γυναίκες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στα ελληνικά θεατρικά σανίδια. Στην πραγματικότητα, ακόμη σπίτι της την έχει – άλλωστε δεν έχουν περάσει παρά μερικοί μήνες απ’ όταν την πήρε. Αν την ρωτούσες πριν μερικά χρόνια, βέβαια, αυτή η καρφίτσα πιθανότατα δεν θα υπήρχε καν ως ενδεχόμενο στη φαντασία της. Άλλωστε, όταν ήταν μικρή, το κοντινότερο που ήθελε να φτάσει στα αστέρια, ήταν να τα μελετήσει. Όχι να γίνει ένα η ίδια.

«Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με τους υπολογιστές, να γίνω φυσικός, αστροφυσικός, ξέρεις, τέτοια πράγματα», μου λέει όταν συναντιόμαστε, ανήμερα με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των φετινών Πανελλαδικών. Η 32χρονη κοπέλα απ’ την Καλαμάτα, που έχει κάνει τον θεατρικό κόσμο της Αθήνας να ψάλει το όνομά της με ενθουσιασμό τα τελευταία χρόνια, ήταν κορίτσι της Θετικής Κατεύθυνσης. Της Α’ Δέσμης όπως τα έλεγαν τότε, το μακρινό 1999, την τελευταία χρονιά ενός εξεταστικού συστήματος πιο παλιού κι από το αθηναϊκό μετρό. Η γενιά του ’82-’83, βέβαια που έφαγε στο κεφάλι την μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των κατευθύνσεων, και την πλήρωσε με 14 μαθήματα στις πρώτες Πανελλαδικές, δεν είδε καμιά ιδιαίτερη βελτίωση, τη διαβεβαιώ.

23_SKAFIDA_MG_8862

«Είμαστε όλοι θύματα αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος» μου λέει και χαμογελάει – υγιής αντίδραση ενός ανθρώπου που έχει κάνει βίωμα το πόσο η ακαδημαϊκή κατεύθυνση που θα κληρονομήσεις απ’ το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, πιθανότατα μικρή σχέση θα έχει με το πού θα σε φέρει η ζωή καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά τις πρώτες υπογραφές της εισαγωγής σου. Για την Σκαφιδά, για παράδειγμα, η ρουλέτα των εισαγωγικών της έριξε τη μπίλια στο ΤΕΙ Αθηνών, στο τμήμα Ναυπηγικής. «Σχέδια, τόρνος, οξυγονοσυγκόληση, κάτι απαίσιες φόρμες που μυρίζανε γράσα, λάδια, κάτι κουλά πράγματα» θυμάται, στη φάση του «κάποτε όλα αυτά θα τα θυμόμαστε και θα γελάμε». Και γελάει.

«Είναι λίγο περίεργο ρε παιδί μου», λέει, «ενώ δεν ξέρεις τι σου γίνεται, να πρέπει κάποια στιγμή στην Α’ Λυκείου να διαλέξεις σώνει και ντε ένα επάγγελμα. Θυμάμαι έπρεπε να διαλέξουμε μια δέσμη, και διάλεγες όποια μαθήματα πήγαινες καλύτερα. Εγώ, ας πούμε, βαριόμουνα να διαβάσω τις θεωρίες και λέω “μ’ αρέσουν πιο πολύ τα Μαθηματικά, η Φυσική κι η Χημεία” και πήγα προς τα εκεί. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι παίρνεις μια στείρα γνώση από κάποιο σημείο και μετά, και το σημείο αυτό είναι δυστυχώς το σημείο που αρχίζεις πια κι αντιλαμβάνεσαι. Δηλαδή στα 16 και στα 17 που αρχίζεις να έχεις την αντίληψη του να δεις τις θες και να το ψάξεις και λοιπά, έχεις ήδη δεσμευτεί προς μια κατεύθυνση κι ουσιαστικά δεν έχεις πια χρόνο μετά. Γιατί ναι, πρέπει να περάσεις κι εσύ κάπου, οι γονείς σου πληρώνουν ένα σωρό λεφτά, πρέπει να αντεπεξέλθεις κάπως, κι όλο αυτό το πακέτο».

«Πάντα σε περιόδους κρίσης ο κόσμος προσπαθεί να πιαστεί απ’ όπου βρει κι η τέχνη είναι ένα καλό λιμάνι», σημειώνει. «Δε θα σου δώσει λύσεις για τα προβλήματά σου, αλλά θα σου ανοίξει ένα παράθυρο λίγο προς τα έξω. Θα σε κάνει να σκεφτείς, μήπως τη δεις λίγο αλλιώς».

Ίσως το μόνο που έχει αλλάξει πια, μιάμιση δεκαετία αργότερα, είναι η πολυτέλεια του τι θα κάνεις μετά. «Αυτό που λέγανε στη δική μου γενιά, το “πάρε ένα πτυχίο να το ‘χεις”, ξέρεις, για μια σιγουριά, και “κάνε αυτό που σου αρέσει μετά”, αυτό τώρα πια δεν παίζει. Έχει αλλάξει το πράγμα. Αλλά κι αυτό το “πάρε ένα πτυχίο να το ‘χεις” δηλαδή… Γιατί πρέπει να μπεις σ’ αυτή τη διαδικασία; Να πάρεις κάτι “να το ‘χεις” και να ασχοληθείς με κάτι που σου αρέσει μετά; Γιατί να μην μπεις και να ψαχτείς και να παλέψεις μ’ αυτό που σου αρέσει απ’ την αρχή;». Αυτό έκανε κι η Σκαφιδά. Παράλληλα όμως με το πτυχίο αρχικά, έτσι για τη σιγουριά. «Εντάξει, χάσιμο χρόνου δεν ήταν, πήρα διάφορα ερεθίσματα. Είχε πλάκα, πήγαινα κάθε πρωί στα εργαστήρια γιατί στις δυο απουσίες κοβόσουν, και μετά τους τόρνους και τις οξυγονοσυγκολλήσεις πήγαινα στη Δραματική για Ιστορία Θεάτρου και Ποίηση και τέτοια», θυμάται, και στο νευρικό γέλιο της ακούς τα κατάλοιπα του παρατεταμένου πολιτισμικού σοκ.

Η Σκαφιδά ήταν αρκετά τυχερή ώστε να βιώσει την καλλιτεχνική της αφύπνιση νωρίς. Πρώτη της χρονιά στην Αθήνα, στο θέατρο Πόρτα, το 1999, ο Γυάλινος Κόσμος του Tennessee Williams σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, μια παράσταση σημείο-αναφοράς για τα πρόσφατα θεατρικά χρονικά, παίζεται για τρίτη συνεχόμενη σαιζόν. Η μικρή Γιούλικα είναι στην πλατεία και παρακολουθεί υπνωτισμένη. «Ένιωσα μια μαγεία», λέει, με το πρόσωπό της να μαλακώνει και το βλέμμα να σκεπάζεται απ’ αυτή την αχλή της τρυφερής ανάμνησης. «Δεν είπα ακριβώς ότι “θέλω να ανέβω πάνω”, ήταν λίγο διαφορετικό: ένιωσα ταυτισμένη με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Είπα ότι θέλω να είμαι εκεί όταν αυτό το πράγμα συμβαίνει, όταν γεννιέται. Αυτό ένιωσα. Δεν ήξερα αν θέλω να είμαι ηθοποιός, αν θέλω να γράφω, ή να σκηνοθετώ, ή να φωτίζω, ή να κάνω τα σκηνικά. Αλλά ήξερα ότι έχω μαγευτεί. Ότι θέλω να είμαι εδώ, εδώ μ’ αρέσει να είμαι. Κατάλαβες; Εντάξει, κι ο πιο εύκολος τρόπος ήταν να πάω σε μια δραματική σχολή και να το ψάξω εκ των έσω».

23_SKAFIDA_MG_8529_1

Ως τορνεύτρια, βέβαια, θα μπορούσε να δουλέψει ως μακινίστας της λέω, και την πιάνουν τα γέλια. «Εντάξει, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Πήγα στη δραματική σχολή και μετά πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω, αυτό μ’ αρέσει. Έβρισκα πολλή χαρά εκεί, που ήταν μια διαφορετική χαρά. Χαρά με λίγη ίντριγκα μέσα, και λίγο πρόκληση… Ξέρεις, ήταν αλλιώς. Κι είπα “Aυτό είναι. Αυτό μ’ αρέσει, αυτό θέλω να κάνω, και θα το προσπαθήσω και θα το παλέψω κι ό,τι γίνει”». Βρες αυτό που αγαπάς κι άσ’ το να σε σκοτώσει (θα μπορούσε να) είχε πει ο Charles Bukowski κι εκτός από μια απ’ τις σοφότερες συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού στο υπαρκτό σύμπαν, είναι μάλλον κι ό,τι πιο κοντινό μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να περιγράψεις την επαγγελματική εξασφάλιση ενός ηθοποιού στην Ελλάδα, όπως έμαθε κι η Σκαφιδά. «Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι μια πρόκληση από μόνο του. Το να μείνεις σ’ αυτό το επάγγελμα δηλαδή για χρόνια, να μην κάνεις ένα μπαμ και να εξαφανιστείς. Είναι ένα επάγγελμα που δυο φορές το χρόνο πρέπει να ψάχνεις για δουλειά», λέει, κι αυτό ακούγεται μάλλον να ξεφεύγει απ’ τα όρια της πρόκλησης και να κινείται προς τον μαζοχισμό. «Ναι, εντάξει, δεν το συζητώ… Κι επιπλέον, ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι “είμαι φτασμένος, τα κατάφερα, θα χαλαρώσω λίγο τώρα για τα επόμενα πέντε χρόνια στις παραστασούλες”. Πάντα έρχεσαι αντιμέτωπος με καινούριο ρόλο κι έχεις την πρόκληση να είσαι πειστικός κι αληθινός, και φυσικά αυτό να έχει κι αποδοχή απ’ τον κόσμο. Γιατί το να σου λένε οι σκηνοθέτες και πέντε φίλοι σου ότι είσαι καταπληκτική, αυτό δεν έχει καμία αξία για ‘μένα».

Όταν παραλαμβάνεις όμως ένα βραβείο σαν την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη, είναι λίγο σα να έχεις φτάσει, όχι; «Κοίταξε… Η σχέση μου με τα βραβεία δεν είναι και πολύ καλή. Nομίζω ότι πολύ εύκολα μπορείς να παρασυρθείς προς μια κατεύθυνση διαφορετική απ’ αυτή για την οποία ξεκίνησες και να χάσεις το στόχο. Ένα βραβείο είναι μεγάλη υπόθεση κι είναι ωραίο ως επιβράβευση των κόπων και τον επιλογών σου. Είναι λίγο σαν κάποιος να σου λέει “καλά τα πας, συνέχισε”. Αλλά αυτό το “συνέχισε” πρέπει να το έχεις συνέχεια στο μυαλό σου. Δεν είναι δηλαδή ότι “καλά τα πήγες”, που σου δίνουν τιμής ένεκεν για την προσφορά σου, ας πούμε. Απ’ αυτήν την άποψη, το Μερκούρη είναι ακόμη πιο σημαντικό, γιατί έρχεται κι απ’ τους ανθρώπους το χώρου. Οπότε είναι μεγάλη χαρά, αλλά είναι και λίγο αγχωτικό, με την έννοια ότι πρέπει να αποδείξεις ότι δεν έγινε τυχαία. Έχεις μια ευθύνη κι ένα βάρος. Κι αν κοιτάξεις κιόλας τις πορείες των ανθρώπων που το έχουν πάρει κατά καιρούς, που όλοι είναι φοβεροί ηθοποιοί κι οι περισσότεροι συνεχίζουν και τώρα, με επιτυχίες και πολύ καλούς ρόλους, ε, δε θα ‘θελα να βγω εγώ στην απ’ έξω, θα ‘θελα να πάω μαζί, κατάλαβες;».

23_SKAFIDA_MG_8764_1 (1)

Όταν είχε ανέβει στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο Μελίνα Μερκούρη, για τις δυο ερμηνείες της στο Ο Ορφέας στον Άδη του Tenessee Williams και το Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Eugene O Neil, η Σκαφιδά έκανε ιδιαίτερη μνεία στη γυναίκα που έδωσε το όνομά της στο βραβείο, για τους αγώνες της ώστε «εμείς οι ηθοποιοί να μην καταλήξουμε χομπίστες», όπως είχε πει. «Ναι, πέτυχε κάποια πράγματα» μου λέει, όταν επανέρχομαι στην επεισοδιακότητα του επαγγέλματος, «και τώρα η αλήθεια είναι ότι ψιλοεπιστρέφουμε στο χόμπι, και ναι μεν ευχαριστώ τη Μελίνα Μερκούρη που έδωσε βάση στην τέχνη και το έφτασε ως εκεί που το έφτασε, αλλά αυτό που είπα ήταν και μια σπόντα για το τι γίνεται τώρα ώστε, αν όχι να προχωρήσουν ακόμη πιο πέρα τα πράγματα, τουλάχιστον να μην χαθούν τα κεκτημένα. Ξέρεις, είναι αστείο ότι έγιναν αγώνες από ανθρώπους για χρόνια, και μέσα σε μια μέρα, με φοβερή ευκολία, έφυγαν οι συμβάσεις, έφυγαν τα οχτάωρα, έφυγαν οι υπερωρίες, έφυγαν τα λεφτά των προβών… Έτσι, με μια υπογραφή».

Παρ’ όλα αυτά, η καλλιτεχνική δραστηριότητα και δη η θεατρική της Αθήνας, φαίνεται τελευταία σε έξαρση. «Πάντα σε περιόδους κρίσης ο κόσμος προσπαθεί να πιαστεί απ’ όπου βρει κι η τέχνη είναι ένα καλό λιμάνι», σημειώνει. «Δε θα σου δώσει λύσεις για τα προβλήματά σου, αλλά θα σου ανοίξει ένα παράθυρο λίγο προς τα έξω. Θα σε κάνει να σκεφτείς, μήπως τη δεις λίγο αλλιώς. Τώρα, όσον αφορά τους ανθρώπους του χώρου, ναι, είναι πολύ σημαντικό ότι τα νέα παιδιά δεν τα παρατάνε, ότι τώρα που η τηλεόραση έχει βγει πια απ’ το πλάνο, ο κόσμος ξαναγύρισε στο θέατρο, ότι έχει πέσει η τιμή του εισιτηρίου. Έχουμε πάρα πολλές παραστάσεις, πράγμα πολύ ενθαρρυντικό, όμως επειδή είναι και πολλές για μια τόσο μικρή πόλη, είναι φυσικό να μην πάνε όλες, κι ο κίνδυνος που προκύπτει απ’ το ότι οι πιο πολλές είναι με ποσοστά. Και μιλώντας εκ μέρους των ηθοποιών, είναι λίγο άδικο κάποιος να πατάει εκεί να λέει ότι αν παει καλά η παράσταση θα βγάλουμε όλοι λεφτά, αν δεν πάει εγώ δε θα μπω μέσα, αλλά κι εσείς δεν θα πληρωθείτε. Αυτό είναι λίγο επικίνδυνο για τη συνέχεια, φοβάμαι λίγο μήπως το κρατήσουμε αυτό το καθεστώς για πάντα. Ξέρεις, επειδή το συνηθίζουμε. Είναι λίγο ριψοκίνδυνο αυτό».

Η Γιούλικα είναι μια απ’ τις μετρημένες ηθοποιούς της γενιάς της, που έβαλε στο σπίτι της την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη, το μεγαλύτερο κρατικό βραβείο για τις γυναίκες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στα ελληνικά θεατρικά σανίδια. 

Κίνδυνος που δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στο θέατρο. Έχοντας ανδρωθεί ερμηνευτικά στα Μαύρα Μεσάνυχτα του Πάνου Κοκκινόπουλου, η Γιούλικα Σκαφιδά βρέθηκε ξανά στο πλευρό του Στέλιου Μάινα κρατώντας κεντρικό ρόλο στο Νησί, μια απ’ τις μεγαλύτερες παραγωγές στην Ιστορία της ελληνικής τιβί. «Ναι μεν ήταν τηλεόραση, πολύ ακριβή παραγωγή κι όλα αυτά, αλλά κανείς δεν ξέρει ότι όλοι εμείς που δουλέψαμε εκεί, δεν πήραμε αυτά τα πολύ μεγάλα ποσά που ακούγονταν. Αντιθέτως δουλέψαμε με τα μισά και πολύ λιγότερα κιόλας κάποιοι, για να έρθει εις πέρας όλο αυτό το εγχείρημα. Κι αν θέλεις τη δική μου γνώμη, το θεωρώ ανήθικο ένα κανάλι που δεν έχει ξεχρεώσει ανθρώπους που του κάνανε μια δουλειά, να συνεχίζει να κάνει δουλειές και καινούρια προγράμματα και σχέδια. Εγώ δεν έχω εξοφληθεί ας πούμε απ’ το Νησί, αλλά σταμάτησα να πληρώνομαι όχι επειδή ο σταθμός έπεσε έξω. Ο σταθμός συνεχίζει να υπάρχει, κάνει δουλειές, πληρώνει… Το βρίσκω λίγο τραγικό».

Αν υπάρχει όμως μια φάρα που ξεπερνά και τους ηθοποιούς σ’ αυτόν τον μαζοχιστικό αλτρουισμό, αυτή είναι οι σκηνοθέτες του σινεμά, απ’ τους οποίους ο Σκαφιδά δεν έχει γνωρίσει και λίγους. «Μ’ αρέσει που οι κινηματογραφιστές είναι αυτοί οι πωρωμένοι άνθρωποι που δεν τα παρατάνε και συνεχίζουν ακόμη και χωρίς λεφτά. “Έλα να με βοηθήσεις και θα ‘ρθω κι εγώ να σε βοηθήσω και έλα να βοηθηθούμε, να την κάνουμε την ταινία”», λέει και καθρεφτίζεται ο ενθουσιασμός τους στο πρόσωπό της. Έχοντας μόλις ολοκληρώσει τα γυρίσματα της Μαριονέτας, του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Παντελή Καλατζή, δίπλα στο Γιώργο Κιμούλη και τον Άκη Σακελλαρίου, η Σκαφιδά ανησυχεί λίγο για το πώς «το ελληνικό σινεμά πρέπει να δουλέψει τη σχέση του με το ελληνικό κοινό λίγο ακόμη, ώστε το κοινό να εμπιστευθεί και να πληρώνει κάποια στιγμή το ελληνικό σινεμά, όπως κάνει και με το θέατρο», γιατί αλλιώς «υπάρχει κι εκεί ο κίνδυνος που λέγαμε πριν, ότι θα συνηθίσουμε να δουλεύουμε έτσι, και δε θα μας φαίνεται περίεργο να μην παίρνουμε λεφτά από πουθενά, ούτε καν τα έξοδά μας».

23_SKAFIDA_MG_8593_1

Με το ρόλο της Πάπισσας Ιωάννας στην παραλλαγή που έχει ετοιμάσει στο κείμενο του Ροΐδη ο Δημήτρης Μαυρίκιος, η Σκαφιδά θα ανέβει στο τέλος του μήνα στη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών υπό της οδηγίες του σκηνοθέτη που την είχε εμπνεύσει τόσα χρόνια πριν. Κι ύστερα, το φθινόπωρο θα βρεθεί στο κτήριο Τσίλερ του Εθνικού Θεάτρου για δυο επαναληπτικούς μήνες του Μεφίστο των Klaus Mann και Arianne Mnouchkine, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, ενώ απ’ τον Νοέμβρη θα συμπρωταγωνιστήσει με την Καριοφυλιά Καραμπέτη στα Πικρά Δάκρυα της Πέτρας φον Καντ του Rainer Werner Fassbinder, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπρούσκου στο Μικρό Ρεξ. Κι αν όλα αυτά δεν την κρατάνε αρκετά απασχολημένη ώστε να μην σκέφτεται γιατί έχει μπλέξει μ’ αυτόν τον μαζοχισμό που λέγεται εν Ελλάδι ηθοποιία, θα έχει για αρκετό καιρό ακόμη σπίτι της εκείνη την υπέροχη όσο και βαρυσήμαντη καρφίτσα. «Εντάξει, την καμουφλάρω ρε παιδί μου, δεν την έχω έξω φόρα παρτίδα, αλλά, ξέρεις, καμιά φορά νιώθω σαν αυτό που λένε οι μπαμπάδες μας, ότι δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω, και δεν το απολαμβάνω ποτέ όλο αυτό. Οπότε όταν είμαι σπίτι τη βάζω στη βιβλιοθήκη. Θέλω να τη βλέπω ρε παιδί μου, αλλιώς τι νόημα έχει;».

*Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη σε διασκευή και σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου με την Γιούλικα Σκαφιδά, την Ράνια Οικονομίδου και τον Αλέξανδρο Βάρθη, θα παιχτεί στις 30 και 31 Ιουλίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260, Κτίριο Η), αφιερωμένη στη μνήμη της Αλέκας Παΐζη.