Το ραντεβού με τον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο είχε δοθεί στο «Σκουφάκι». Είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από οκτώ παραστάσεις της φετινής σεζόν, που παρουσιάστηκαν είτε για πρώτη φορά είτε σε επανάληψη, που είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα θεάτρου που έχει βρει την ιδανική ισορροπία μεταξύ άρτιας καλλιτεχνικής δημιουργίας και αποδοχής από το κοινό. Μεταξύ των παραστάσεων είναι η «Πλατεία Ηρώων» του Καραντζά, το «1984» της Ευαγγελάτου, η «Κατερίνα» σε κείμενο Αύγουστου Κορτώ και σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη και το «Κουκλόσπιτο» με την Αμαλία Μουτούση.
Εάν ανήκετε στο κοινό που πηγαίνει συστηματικά θέατρο δεν αποκλείεται να έχετε παρακολουθήσει και τις τέσσερις αυτές παραστάσεις. Κι αν δεν είναι αυτό επιτυχία για έναν θεατρικό παραγωγό τι είναι; Ο ίδιος είναι πολύ πρόθυμος να απαντήσει σε όλες τις απορίες μου, άλλωστε παραδέχεται ότι σπάνια του δίνεται ο λόγος καθώς ο ρόλος του δεν είναι να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αλλά από την άλλη χωρίς αυτόν στα μετόπισθεν αναρωτιέμαι πώς θα δινόταν η «μάχη». Παραγγέλνουμε πίτσα και καθόμαστε στο πατάρι για περισσότερη ησυχία ενώ προσπαθούμε παρέα να ξεδιαλύνουμε πώς είναι να κάνεις θέατρο στην Ελλάδα του 2017.
Είχες ξεκινήσει από τις κινηματογραφικές παραγωγές; Είχα κάνει σπουδές media και σημειολογίας του κινηματογράφου στην Αμερική, ήταν κάτι που αγαπούσα πολύ και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα αποφάσισα να ασχοληθώ με το σινεμά . Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με την Προοπτική και μεταξύ άλλων είχαμε κάνει τον «Δεκαπενταύγουστο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, μετά προχώρησα μόνος κάνοντας κι άλλες ταινίες. Το 2004 η σκηνοθέτρια Λάγια Γιούργου, που είχε κάνει το κινηματογραφικό Λιούμπη, μου είπε ότι θα έκανε ένα θεατρικό και μου ζήτησε να κάνω την παραγωγή. Ήταν το “Tape” με τους Γωγώ Μπρέμπου, τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και τον Κώστα Κάππα και ανέβηκε στο Ιλίσια-Βολονάκη. Πήγε αναπάντεχα καλά κι έτσι μπήκα σε όλο αυτό.
Ήσουν λίγο μετά τα 30 όταν έκανες το Tape. Πώς σε αντιμετώπιζαν οι του χώρου; Με κοιτούσαν σαν αξιοπερίεργο. Πάντως, αν είσαι σοβαρός σε αυτό που κάνεις, μετρημένος, πας με πλάνο και μιλάς σωστά όλο κάπως σε συναλλάζονται. Βέβαια, στην Ελλάδα ζούμε. Ακόμη είμαι από τους νεώτερους ηλικιακά παραγωγούς. Επίσης, στον κινηματογράφο θυμάμαι ότι μόνο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχρηζαν εμπιστοσύνης. Δεν μιλάω μόνο για τους παραγωγούς αλλά και τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς. Κάπως άρχισε να αλλάζει αυτό το 2004, έγινε ένα μπουμ και μπήκαν πολλοί νέοι άνθρωποι στη δουλειά πράγμα που θεωρώ καλό.
Οι πιο νέοι παίρνουν και μεγαλύτερα ή/και περισσότερα επαγγελματικά και καλλιτεχνικά ρίσκα; Ναι, λόγω άγνοιας. Μπορεί να είναι επικίνδυνο επιχειρηματικά αλλά είναι ενδιαφέρον καλλιτεχνικά γιατί δίνεις το χώρο σε νέα πράγματα, σε καινούριες τάσεις. Εμείς δοκιμάσαμε πολλά νέα πράγματα.
Για σένα ποια ήταν η πιο ριψοκίνδυνη παράσταση; Αυτή που μας έκανε πιο γνωστούς, που με αυτή κάναμε το πέρασμα σε πιο μεγάλες παραγωγές και ένα πιο ευρύ κοινό. Μιλώ για το Fausten στο θέατρο Θησείον, σε ένα μικρό σχετικά θέατρο, με 13 ηθοποιούς κι ένα παιδάκι και με πρωτοποριακό τρόπο για την εποχή, καθώς είχαμε δουλέψει με ζωντανές κάμερες, κάτι που μέχρι τότε ήταν κάτι που είχε γίνει ελάχιστα. Πήγε πάρα πολύ καλά. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που είναι παιδικός φίλος και δεν είχαμε συνεργαστεί μέχρι τότε, στις συναντήσεις μας πριν ανέβει με ρωτούσε «Είσαι σίγουρος; Θα σου βγει αυτό που πας να κάνεις;». Είχε πολύ υψηλό budget αλλά κατέληξε σε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Κρίμα που λόγω συγκυριών δεν καταφέραμε να το ανεβάσουμε ξανά, όπως θέλαμε.
Πώς αισθάνεσαι όταν δεν πάνε καλά οι παραστάσεις; Είναι σκληρό. Και παρότι ως παραγωγός σαφώς κοιτάζω πώς πάει οικονομικά η παράσταση θεωρώ ότι η καλλιτεχνική αποτυχία είναι χειρότερη. Με παίρνει από κάτω συναισθηματικά.
Ακόμη και για παραστάσεις που εσύ πιστεύεις ότι είχαν καλλιτεχνική αξία αλλά άσχετα από αυτό δεν βρήκαν ανταπόκριση; Ναι, γιατί εκεί σημαίνει χάσαμε κάτι στην επικοινωνία. Νιώθεις βέβαια ότι μπορεί δημιουργικά και αισθητικά προσέφερες κάτι στην εξέλιξη της συνομιλίας του θεάτρου με το κοινό.
Όταν δεν πάει καλά εμπορικά μια παράσταση ποιο είναι το μεγαλύτερο άγχος σου; Θέλω πάντα να είναι όλοι πληρωμένοι, με προτεραιότητα αυτοί που βρίσκονται επί σκηνής αλλά και όλοι οι συντελεστές. Εκ των πραγμάτων σε αυτές τις καταστάσεις αυτό που μένει πίσω είναι οι υποχρεώσεις σου προς το κράτος. Γιατί προτιμάς να τα δώσεις στον ηθοποιό παρά στο ΊΚΑ αλλά αυτό είναι ήδη ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ποια είναι η σχέση του κράτους με το θέατρο; Πρόκειται για μια τρομερά δύσκολη κατάσταση. Βρισκόμαστε σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που ανά πάσα στιγμή -λόγω φόρων, του ύψους του ΙΚΑ, των εισφορών που ζητούνται- μπορεί να τιναχτεί στον αέρα αφού ό,τι βγάζουμε πρέπει να το δίνουμε στο κράτος. Το μόνο θετικό είναι ότι το ΦΠΑ παραμένει χαμηλό δηλαδή στο 6% όπως του βιβλίου.
Με τις προσκλήσεις τι παίζει; Νιώθω πια ότι μισοί θεατές μιας παράστασης τη βλέπουν χωρίς να έχουν πληρώσει. Ναι, είναι πάρα πολλές κι αυτό είναι σίγουρα λάθος. Αποβαίνει σε βάρος του θεάτρου. Και τι σημαίνει τζάμπα; Πουθενά αλλού δε γίνεται αυτό. Κι εμείς δεν το έχουμε αποφύγει τελείως στις παραστάσεις μας και συνεργαζόμαστε με ραδιοφωνικούς σταθμούς, site και τα λοιπά αλλά προσπαθούμε να είμαστε συγκρατημένοι. Πάντως υπάρχουν φίλοι και γνωστοί που μου λένε θα πάρω εισιτήριο και τους λέω ότι μπορώ να τους δώσω πρόσκληση και μου λένε ότι θέλουν να πληρώσουν και να στηρίξουν και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό. Άλλωστε οι τιμές των εισιτηρίων έχουν πέσει πια. Έχουμε το πιο φτηνό θέατρο, από πλευράς εισιτηρίων, στην Ευρώπη. Ο θεατής κερδίζει, το θέατρο, θα δείξει.
Σε τι ποσοστό νιώθεις ότι είσαι κι εσύ καλλιτέχνης και σε τι επιχειρηματίας; Νομίζω πολύ μεγαλύτερο από ό,τι ίσως φαίνεται παραέξω. Θα έλεγα ότι η καθημερινότητά μου απαρτίζεται 60-70% από καλλιτεχνικές αποφάσεις και δημιουργική απασχόληση. Ασχολούμαι με τις αφίσες, τη διαφημιστική καταχώρηση στα social media, με την επιλογή των καλλιτεχνών και τη συνεργασία μαζί τους. Από εκεί και πέρα φυσικά είναι ο υπολογισμός του budget και όλο το διαδικαστικό κομμάτι όπως η επαφή με τις τράπεζες.
Οι καλλιτέχνες, (σκηνοθέτες, ηθοποιοί κλπ) έχουν συναίσθηση του πρακτικού κομματιού και του πόσο δύσκολο είναι; Όχι πολύ. Αυτό που ξέρουν είναι ότι υπάρχει ο παραγωγός κι από αυτόν απαιτούν και ζητούν ό, τι χρειάζεται για να εξυπηρετήσει το καλλιτεχνικό τους όραμα. Σε αντίθεση με τον παραγωγό που καλείται εκ των πραγμάτων να δει την μεγάλη εικόνα οι καλλιτεχνικοί συντελεστές σπανίως το κάνουν. Και συνήθως όσοι από αυτούς ασχολούνται κάποια στιγμή με την παραγωγή καταλήγουν να λένε «Δεν θα το κάνω ποτέ ξανά».
Υπάρχουν παραστάσεις που έχεις δει και που θα ήθελες να ανεβάσεις αλλά δεν τολμάς γιατί ανήκουν σε πιο πειραματικό πλαίσιο; Πάρα πολλές. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω γιατί πρακτικά θα ήταν οικονομικά ασύμφορες. Αυτός ήταν ο λόγος των επιχορηγήσεων, να βοηθούν ώστε να ανεβαίνουν παραστάσεις που είναι καλό θέατρο. Χωρίς τις επιχορηγήσεις λειτουργεί η πιο εμπορική φύση της αγοράς κι αυτό δεν προάγει, πάντα, το θέατρο και τον πολιτισμό. Κάποιες φορές ναι, μπορούν να συνδυαστούν αυτά αλλά πολλές φορές καπελώνονται αυτοί οι καλλιτέχνες κι έτσι δεν μπορούν να δημιουργήσουν τα νέα ρεύματα.
Και πώς λειτουργεί όλο αυτό; Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Δεν υπάρχει καλή σχολή σκηνοθεσίας στην Ελλάδα. Οι σημαντικοί σκηνοθέτες ξεκίνησαν σαν ηθοποιοί από σπουδαία θέατρα όπως το Κυκλάδων, το Κεφαλληνίας, το Πόρτα, το Θησείο που λειτουργούν ως «σχολή», ως φυτώριο. Με το που κόβονται οι επιχορηγήσεις τα θέατρα αυτά αποδυναμώνονται και δεν μπορούν να κάνουν με την ίδια ευκολία όσα πρέπει να κάνουν για να βγει ο τάδε σκηνοθέτης, ηθοποιός που θα πάει μετά στη Στέγη. Θα έπρεπε να επανέλθουν οι επιχορηγήσεις και όχι μόνο ως χρηματικό ποσό αλλά ως βοήθεια, να στηρίξουν αν μια παράσταση θέλει να παρουσιαστεί σε φεστιβάλ του εξωτερικού ή εκτός Αθηνών.
Στην Ελλάδα ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται από την πολιτεία ως πολυτέλεια; Ναι. Δυστυχώς, δεν συνδυάζεται με τον τουρισμό. Εάν γινόταν αυτό θα μπορούσε να γίνει σημαντική πηγή εσόδων για τη χώρα. Δε φροντίζουμε να εξάγουμε το πολιτιστικό προϊόν μας. Κάνω κινήσεις για να βγουν παραστάσεις μας στο εξωτερικό αλλά νιώθω αποκομμένος, στην Ελλάδα δεν έχουμε το know how, πρέπει να μπούμε μέσα στον χάρτη, να είμαστε σε διάλογο. Πάντως εκτός συνόρων διψούν για ελληνικές παραστάσεις.
Με τον τουρισμό πώς θα μπορούσε να συνδυαστεί; Εύκολα. Είχαμε ανεβάσει τον «Ρήσο» του Ευριπίδη στο Λύκειο του Αριστοτέλη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ήταν ένας εξωτερικός αρχαιολογικός χώρος, την ώρα της δύσης και είχαμε υπέρτιτλους. Πολύ απλά πράγματα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι αντίκτυπο είχε σε τουρίστες. Ενθουσιάστηκαν. Σκέψου τώρα να περπατάς το καλοκαίρι στο Λύκειο του Αριστοτέλη και να βλέπεις ξαφνικά μια παράσταση.
Πόσο παρών είσαι στις πρόβες; Πάρα πολύ. Και γιατί μπορεί να προκύψουν πράγματα αλλά γιατί και ο σκηνοθέτης είναι καλό να νιώθει ότι είσαι κοντά του. Από εκεί και πέρα πρέπει να φιλτράρεις τις απαιτήσεις του και να καταλαβαίνεις τι είναι απαραίτητο για την παράσταση και τι είναι πρακτικώς αδύνατον και να του εξηγήσεις και γιατί.
Πώς το διαχειρίζεσαι αυτό; Όταν θες ν’ αρνηθείς κάτι; Πρέπει να είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, να θέτεις το όριο και να προτείνεις μια εναλλακτική λύση. Πάντως αρκετά φορές κάτι που μου φαινόταν αδύνατο είδα ότι τελικά γίνεται και υποχώρησα. Για παράδειγμα τώρα στην «Πλατεία Ηρώων» μου είπαν ότι θέλουν να κάνουν μια τρύπα στη μέση του χώρου. Είναι όντως μια κανονική τρύπα. Κλείσαμε όλο το επίπεδο του πατώματος για να δημιουργήσουμε ένα νέο επίπεδο κι εκεί σχηματίστηκε η τρύπα. Ή στο «1984» σε κάθε παράσταση σπάει ένας τοίχος, βρήκαμε το υλικό και το δέχτηκα κι αυτό είναι όντως μια πολύ εντυπωσιακή σκηνή. Με τουμπάρουν συχνά είναι η αλήθεια αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχω χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους συνεργάτες μου.
Ο μέχρι τώρα απολογισμός σου ως παραγωγού ποιος είναι; Έχω πάρει κάποια ρίσκα που δεν έπρεπε κι έχω μετανιώσει για κάποιες δουλειές που έκανα με αφέλεια και με υπέρμετρη φιλοδοξία αλλά δεν πήγαν κι αυτό με δυσκόλεψε πολύ στις εργασιακές μου σχέσεις, στα σχέδια μου αλλά ακόμη και στην προσωπική μου ζωή. Είμαι υπερήφανος για κάποιες πρωτοποριακές δουλειές μου και για το αποτέλεσμα τους. Συνειδητοποιώ πάντως ότι θα έπρεπε να ήμουν κάπως πιο προσεκτικός σε αρκετά πράγματα ώστε να νιώθω πιο περισσότερη άνεση και ασφάλεια αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Γενικά μιλώντας το πρόσημο είναι θετικό. Νιώθω καλά γι’ αυτό που έχω κάνει. Από την άλλη αν αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού δε θα διστάσω να αλλάξω δουλειά. Αρκεί να είναι δημιουργική και οργανωτική γιατί έτσι είμαι σαν άνθρωπος κι αυτά έχω ανάγκη.