«Η Φόνισσα έπαιξε ένα ρόλο διαδραστικό σε σχέση με την ίδια μου την ύπαρξη», λέει στην Popaganda ο Γιώργος Κουμεντάκης, συνθέτης της Φόνισσας, της ελληνικής παραγωγής όπερας την οποία το αθηναϊκό κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει (για δεύτερη φορά, μετά την πρώτη και απόλυτα θριαμβευτική παρουσίασή της το Νοέμβριο του 2014) για πέντε παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε μία παραγωγής της ΕΛΣ. Ο κ. Κουμεντάκης απαντά σε κάθε ερώτημα που γεννά το «παράδοξο» της παραγωγής ενός νέου οπερατικού έργου σε μία χώρα που, πέρα από το ότι είναι βυθισμένη στην κρίση, μάλλον δεν έχει παράδοση στο συγκεκριμένο είδος. Και δεν παραλείπει να μιλήσει για τις προκλήσεις της σύνθεσης, το προσωπικό βίωμα που οδήγησε στην έμπνευση, τις επιρροές του από την ελληνική μουσική παράδοση, ενώ αφήνει να κυλήσει και μία «σταγόνα» πληροφορίας για την νέα όπερα που αναμένουμε στο μέλλον.
Ποια είναι η σημασία της παραγωγής μιας νέας ελληνικής όπερας σήμερα; Καταρχάς έχει μεγάλη σημασία να επανερχόμαστε σε κλασικά έργα όπερας, καθώς αφενός καθιερώνεται έτσι το ρεπερτόριο, αφετέρου η προσέγγιση ενός έργου δεν είναι ποτέ η ίδια με την προηγούμενη. Από την άλλη, είναι μεγάλη η ανάγκη νέων παραγωγών όπερας, πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου η όπερα έχει στιγματιστεί ως δυτικής μορφής σύνθεση. Η Φόνισσα, ως σύνθεση στην ελληνική γλώσσα και εμπνευσμένη από ελληνικό έργο, ήταν μία αναγκαιότητα στο βαθμό που οι ελληνικές παραγωγές, αν και υπαρκτές, είναι μετά τη Μεταπολίτευση αρκετά περιορισμένες.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες της παραγωγής; Η όπερα είναι από μόνη της ένα τεράστιο ρίσκο. Η επιτυχία της Φόνισσας προϋπέθετε μία υπέρβαση από όλους τους συντελεστές. Το μέγεθος ήταν τεράστιο – μουσική, σκηνικά- και δεν γνωρίζαμε αν ο κόσμος θα αγκάλιαζε το έργο. Μετά από τρία χρόνια δουλειάς πάνω στη Φόνισσα, ήταν ενθαρρυντική η ανταπόκριση του κόσμου στην «πρώτη» πριν από δύο χρόνια, γιατί καταλάβαινες ότι η προσπάθεια τόσων συντελεστών και η δημόσια δαπάνη που είχε γίνει για το έργο ήταν για καλό. Γενικά πιστεύω ότι αν οι νέες παραγωγές όπερας ήταν θεσμός, το ελληνικό κοινό θα ακολουθούσε την περιπέτεια νέων δημιουργιών, όπως έγινε με την Φόνισσα.
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε με τη Φόνισσα; Η σημαντικότερη πρόκληση του έργου αφορά στην μουσική απόδοσή του και στο πώς η δημιουργική ομάδα φέρνει στην επιφάνεια τον προσωπικό κόσμο του συνθέτη και του λιμπρετίστα, πώς δηλαδή οι επιμέρους συντελεστές – ο Αλέξανδρος Ευκλείδης στη σκηνοθεσία, ο Πέτρος Τουλούδης στα σκηνικά και η Ιωάννα Τσάμη στα κουστούμια, οι φωνές, η χορωδία- ερμηνεύουν αυτά που υπήρχαν σε ένα κομμάτι χαρτί, στο επίπεδο των ιδεών. Σε αυτό το σημείο αποκτά άλλωστε υπόσταση η όπερα, ως μορφή τέχνης που κατά 50% είναι θέατρο. Τότε έρχεται το είδος καθολικά στην επιφάνεια.
Ποιος είναι ο ρόλος του συνθέτη σε αυτή τη διαδικασία; Είναι ένα σοκ, καθώς συχνά τα πράγματα ξεδιπλώνονται με τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που φαντάζεσαι.
Υποτάχθηκε η σύνθεσή σας στο θέμα του λιμπρέττο της Φόνισσας; Η μουσική δεν υποτάχθηκε στο θέμα, καθώς είναι αφηρημένη και αφήνει ανοιχτό το πεδίο στο έργο. Δεν προσπαθεί να το καθυποτάξει και να το βάλει στη δική του ροή. Αντιθέτως, το αφήνει να «αναπνεύσει» ελεύθερα. Είναι ένα είδος άσκησης ελευθερίας. Όταν μάλιστα έχεις ένα έργο για το οποίο έχουν υπάρξει χιλιάδες ερμηνείες, είναι καλύτερα να του αφήνεις ανοιχτά τα περιθώρια.
«Η προσέγγιση της οπερατικής Φόνισσας δίνει μία νέα διάσταση στο εργο του Παπαδιαμάντη. Αυτό βέβαια δεν το έχει ανάγκη ο Παπαδιαμάντης, το έχουμε όμως ανάγκη εμείς, καθώς αξίζει και πρέπει να βρούμε νέες αναγνώσεις σε έργα με διαχρονική αξία. Είναι κάτι που το χρειάζεται η εποχή μας συνολικά.»
Πώς προσεγγίζει η σύνθεση τον λόγο της Φόνισσας; Ο λόγος ως στοιχείο της όπερας είναι αρκετά επικακτικός και ισχυρός, καθώς ο θεατής πρέπει να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει σε κάθε σκηνή. Ωστόσο, εκεί έρχεται ο τρόπος μελοποίησης του λόγου που αποστασιοποιεί όλη αυτή τη δράση και τη μεταφέρει σε ένα πιο μεταφυσικό επίπεδο. Όσον αφορά στον τρόπο μελοποίησης, ακολούθησα τη μερισματική γλώσσα, που σημαίνει ότι κάθε νότα δεν αφορά σε κάθε συλλαβή αλλα επεκτείνεται πέρα από αυτή. Η μελοποίηση δεν γίνεται δηλαδή συλλαβιστά όπως σε κάποιο ρετσιτατίβο. Αυτό πιστεύω ότι συνέβαλε ώστε το έργο να ξεφύγει από την έννοια του μπανάλ και του φολκλόρ και να λάβει μία νέα ενέργεια. Με τον τρόπο αυτό η Φόνισσα απομακρύνθηκε από το γήινο επίπεδο και πέρασε σε μία άλλη σφαίρα.
Συνδέεται η παραπάνω τεχνική με την ελληνική μουσική παράδοση; Σαφέστατα, για παράδειγμα η βυζαντινή μουσική είναι μερισματική. Γενικότερα, στη Φόνισσα βρίσκει κανείς στοιχεία της ελληνικής μουσικής παράδοσης, όπως είναι τα ισοκρατήματα, που λειτουργούν ως μία στέρεη υποδοχή όπoυ εντάσσεται όλη η σύνθεση. Μέσω του ισοκρατήματος απομακρυνόμαστε από τη μεμονομένη προσέγγιση κάθε σκηνής και προσεγγίζουμε το έργο ως σύνολο. Με αυτή την ψυχοακουστική πρακτική, ο θεατής μπορεί ουσιαστικά να βυθιστεί στην ιστορία που εκτυλίσσεται μπροστά του. Αυτός είναι και ο λόγος που η πλοκή στη Φόνισσα έγινε με τα λιγότερα στοιχεία που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω, τα οποία περιορίζονται σε μία νότα και ρυθμικά σχήματα. Είναι η έννοια του ελαχίστου στην ψυχοακουστική της μορφή.
Όσον αφορά στους ήχους, η Φόνισσα «πατάει» στην ελληνική μουσική παράδοση; Στο έργο βρίσκει κανείς πολλά στοιχεία ελληνικής παράδοσης όπως τα πολυφωνικά ηπειρώτικα. Όμως εδώ θα πρέπει να γίνει αντιληπτό το εξής: όταν γράφω, έρχονται στην επιφάνεια συσσωρευμένες έννοιες και γλώσσες, που έχουν συγκεντρωθεί σε όλη την προηγούμενή μου ζωή. Υπάρχει δηλαδή μία αναδημιουργία, μία ανασύνθεση πραγμάτων. Οι νότες ουσιαστικά λειτουργούν σαν την όσφρυση. Όταν λοιπόν παίρνω ένα στοιχείο από την παραδοσιακή μουσική, δεν το αποκόβω από το πλαίσιό του και το προεκτείνω μεταμορφώνοντάς ή παραλλάσσοντάς το. Αντίθετα, παίρνω το βίωμα, τι μου έχει μείνει σαν «αίσθηση μυρωδιάς» από αυτό. Αυτό είναι ουσιαστικά πιο «πιστό» από το πιστό. Τα συστατικά δηλαδή της παραδοσιακής μουσικής έχουν γίνει ένα σώμα με τη δυτική γλώσσα της όπερας, χάνοντας την αυτοτέλειά τους και δημιουργώντας ένα νέο σύνολο. Όλο αυτό έρχεται στην επιφάνεια με έναν προσωπικό τρόπο, ως ένα απόσταγμα μουσικών παραδόσεων που μετρούν αιώνες ιστορίας. Νιώθω σαν προέκταση μίας ανώνυμης διαδικασίας που απλώς ξαναφέρνει στην επιφάνεια έναν κόσμο παράδοσης, ο οποίος αυτή τη φορά είναι «κατεργασμένος» μέσω του υποσυνείδητου.
Γιατί επιλέξατε μία πιο «αποστασιοποιημένη» προσέγγιση στη Φόνισσα; Καταρχάς πρόκειται για μία πολύ σύγχρονη τάση, που παράλληλα ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου και στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη σύνθεση. Με ενδιαφέρει ο θεατής να διεισδύσει βαθιά στο έργο. Με αυτόν τον τρόπο μπορώ και εγώ να φτάσω πολύ βαθύτερα σε πράγματα για τα οποία διαφορετικά θα έπρεπε συνεχώς να περιγράφω τη σημαντικότητά τους. Η σημασία των πραγμάτων αναδεικνύεται έτσι μέσα από μία πιο εσωτερική διαδικασία, σχεδόν ενστικτωδώς. Παράλληλα δημιουργούνται πολλά επίπεδα ανάγνωσης και απομακρυνόμαστε από την ελαφρά μουσική. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η «αποστασιοποιημένη» προσέγγιση συμβάλλει στο να μείνουμε μακριά από την πολυπλοκότητα και την αφηρημένη γραφή, το θορυβικό στοιχείο της οποίας οδηγεί συχνά σε ασυνάρτητες δομές. Αυτό ανήκει κυρίως στην ακαδημαϊκή έκφραση, που χαρακτηρίζεται από απομόνωση.
Η αποστασιοποιημένη σύνθεση συνδέεται με το στοιχείο της κατανυκτικότητας και της θρησκευτικότητας στο έργο του Παπαδιαμάντη; Το έργο του Παπαδιαμάντη είναι η αφορμή. Η αποστασιοποιημένη σύνθεση αφορά περισσότερο στη ζωή μου και στη σχέση μου με τη μουσική. Αυτό που ουσιαστικά υπάρχει είναι το θρησκευτική στοιχείο μέσα από τη μεταφυσική και μυστικιστική τάση.
Πώς «περιλαμβάνεται» λοιπόν ο Γιώργος Κουμεντάκης στη σύνθεση της Φόνισσας; Συνέθεσα τη Φόνισσα σε ένα πλαίσιο απομόνωσης και δύσκολων καταστάσεων που αφορούσαν στη ζωή μου. Αυτό μου επέτρεψε να δώσω στο έργο μία προσωπική έκφραση, έχοντας παράλληλα την ευκαιρία να λύσω θέματα μουσικής ταυτότητας που με απασχολούσαν. Η Φόνισσα έπαιξε ένα ρόλο διαδραστικό σε σχέση με την ίδια μου την ύπαρξη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που τα προσωπικά σας βιώματα «πέρασαν» στο έργο; Την τελευταία σκηνή της δεύτερης πράξης την έγραψα σε νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ένα οικογενειακό μου πρόσωπο. Πήγαινα στο νοσοκομείο κάθε βράδυ. Αυτό με τροφοδότησε με ιδέες. Ο θάλαμος του νοσοκομείου είχε τις νυχτερινές ώρες μία πολύ «πηχτή» ησυχία και ηρεμία, σχεδόν αδιαπέραστη και συγκεντρωτική. Η σιωπή παρήγαγε ταυτόχρονα καθησυχασμό και ανησυχία. Ήταν ένα περιβάλλον μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Ξαφνικά μπορεί να άκουγες κραυγές ανθρώπων που διακομίζονταν στο νοσοκομείο ή τα κλάματα ανθρώπων για το χαμό κάποιου αγαπημένου τους προσώπου. Αυτός ο «απ’έξω κόσμος» που ακουγόταν μέσα από τις φωνές έγινε ο «άλλος κόσμος» που ταλαιπωρεί την Φραγκογιαννού. Αυτό ήταν το σημείο αναφοράς, κοινώς η έμπνευση για αυτό το κομμάτι του έργου.
Γιατί, λοιπόν, αξίζει να παρακολουθήσει το αθηναϊκό κοινό τη Φόνισσα; Είναι επικίνδυνη αυτή η ερώτηση (γέλια). Αυτό ίσως να πρέπει να το απαντήσει το ίδιο το κοινό. Δεν το πολυσκέφτομαι κιόλας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αξίζει κανείς να δει είναι η δουλειά μίας ομάδας νέων δημιουργών, οι οποίοι έχουν καταπιαστεί με ένα πολύ δημοφιλές θέμα που έχει απασχολήσει αρκετό κόσμο. Μάλιστα, η προσέγγιση της οπερατικής Φόνισσας δίνει μία νέα διάσταση στο εργο του Παπαδιαμάντη. Αυτό βέβαια δεν το έχει ανάγκη ο Παπαδιαμάντης, το έχουμε όμως ανάγκη εμείς, καθώς αξίζει και πρέπει να βρούμε νέες αναγνώσεις σε έργα με διαχρονική αξία. Πρέπει να αξιοποιούμε την ευκαιρία πολυσήμαντης απόδοσης και ερμηνείας που μας δίνουν μία σειρά από έργα και στα οποία φυσικά ανήκει η Φόνισσα. Έχουμε ανάγκη να προεκτείνουμε αυτές τις δημιουργίες στο σήμερα και στο πλαίσιο το οποίο εμείς σήμερα ζούμε. Με αυτό τον τρόπο το έργο επανέρχεται μέσα από τα δικά μας βιώματα στη ζωή. Είναι κάτι που το χρειάζεται η εποχή μας συνολικά. Όσον αφορά στο έργο, νομίζω ότι υπάρχουν απολαυστικά στοιχεία, η παραγωγή είναι πλούσια σε ήχο και εικόνες.
Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για τη νέα σας όπερα; Αν και δεν μπορώ να αποκαλύψω το θέμα, μπορώ να αναφέρω ότι δουλεύουμε με έναν Έλληνα σκηνοθέτη σε ένα πρότζεκτ το οποίο, αν και δεν συνδέεται με την ελληνική παράδοση και λογοτεχνία όπως η Φόνισσα, έχει σχέση με την Ελλάδα.