«Τρέμω, γιατί από τη μία έχεις μια Ευρώπη που ψηφίζει τους νόμους που ψηφίζει η Δανία, από την άλλη έχεις μια Ουγγαρία που πυροβολεί στο ψαχνό. Το πράγμα είναι έκρυθμο, το πράγμα είναι τελειωμένο. Δεν ξέρω τι δυνάμεις θα επικρατήσουν για να μεσολαβήσει μια πρόσκαιρη εκεχειρία, αλλά βλέπουμε μια Ευρώπη κατά των ανθρώπων, μια Ευρώπη δολοφονική. Ο φασισμός δεν είναι μόνο στη Χρυσή Αυγή. Ο φασισμός είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε τον πόνο. Ο φασισμός είναι ανάμεσα στις αναπνοές μας. Εγώ το διαπίστωσα με τις πιέσεις που δέχτηκα να μην ανεβάσω την παράστασή μου στο Εθνικό Θέατρο αν θέλω να λέγομαι αριστερός!»
Ο Γιάννος Περλέγκας, από τις ελάχιστες μονάδες του εγχώριου θεάτρου που δεν αυτολογοκρίνονται, έχει μόλις προσφέρει ένα τσιγάρο στον κλοσάρ που προσπερνώντας μας το ζήτησε. Σε λίγα λεπτά θα ξαναβυθιστεί στα έγκατα του REX, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, όπου αυτές τις μέρες παρουσιάζεται σε πανελλαδική πρώτη ο Αδαής και Παράφρων, με τον ίδιο, εκτός από σκηνοθέτη, και στον μεγάλο ρόλο του ιατροδικαστή, που γράφτηκε από τον Τόμας Μπέρνχαρντ ειδικά για τον Μπρούνο Γκάντς. Πρόκειται για μια από τις μεγάλες παραστάσεις της χρονιάς, μια στιγμή υψηλής θεατρικής μέθεξης, με σημαντικές ερμηνείες και από τον Περλέγκα και από τον υπόλοιπο θίασο (Ανθή Ευστρατιάδου, Γιάννης Καπελέρης, Χρήστος Μαλάκης), στην οποία όμως ασκήθηκαν πιέσεις να μην ανεβεί, επειδή για κάποιους θα νομιμοποιούσε το «λογοκριτή» Λιβαθινό.
Το έργο περιστρέφεται γύρω από την πιο διάσημη τραγουδίστρια όπερας στον κόσμο, που αναμένεται να τραγουδήσει για 222η φορά το ρόλο της Βασίλισσας της Νύχτας στο «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, στην όπερα της Βιέννης. Δεν αντέχει όμως άλλο. Στο καμαρίνι της την περιμένουν εναγωνίως ο τυφλός και αλκοολικός πατέρας της και ένας ιατροδικαστής, ο οποίος για να διασκεδάσει την αγωνία του πατέρα ανατέμνει εγκεφάλους και σπλάχνα, περιγράφοντας λεπτομερώς τον τρόπο που γίνονται οι νεκροτομές. Το έργο αποτυπώνει με τον πιο σαρδόνιο τρόπο το πώς η τέχνη, η επιστήμη αλλά και οι γονείς μπορούν να σκοτώνουν τους ανθρώπους.
Η αναστάτωση που προκλήθηκε με την Ισορροπία του Nash παραλίγο να πάρει αμπάριζα και την δική σου παράσταση. Με αφορμή αυτό, ήθελα να σε ρωτήσω αν δικαιούται τελικά μια κρατική σκηνή να ανεβάζει χωρία από το βιβλίο ενός θανατοποινίτη, ενός ισοβίτη, ενός δολοφόνου, ενός τρομοκράτη; Αλίμονο αν δεν δικαιούται. Τι λέμε; Δεν την είδα την Ισορροπία του Nash, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ήτανε politically incorrect, ότι δεν προωθούσε κάτι το οποίο υποδάβλιζε το μίσος ή ότι ήταν υπερ της τρομοκρατίας. Με όλη τη φασαρία που έγινε ξαναθυμηθήκαμε κάτι που νομίζαμε ότι δεν ίσχυε αλλά ισχύει πάντα: δεν υπάρχει ελευθερία. Και δεν μιλάω μόνο για το ότι κατέβηκε μια παράσταση από το Εθνικό. Ξαναθυμηθήκαμε ποιοι κάνουν κουμάντο. Και κουμάντο κάνουν πάντα τα στημένα παιχνίδια της πολιτικής, η αμερικάνικη πρεσβεία. Επίσης τον ρόλο πολλών δημοσιογράφων δεν μπορώ να τον καταλάβω.
Επρεπε να κατέβει τελικά η παράσταση; Φυσικά και δεν έπρεπε να κατέβει. Ζούμε όμως σε μια φασιστική κοινωνία, απλά το ξαναθυμηθήκαμε. Ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να υπάρχει. Αν ευελπιστείς να ανεβάζεις μια θεατρική παραγωγή η οποία χρηματοδοτείται από τους πολύ συγκεκριμένους πια χρηματοδότες, το Φεστιβάλ, τη Στέγη, το Εθνικό, αν δεν αυτολογοκρίνεσαι, σίγουρα προσέχεις τη σχέση σου. Γιατί ευελπιστείς ότι η σχέση σου μαζί τους θα συνεχιστεί ώστε να συνεχιστεί και το επαγγελματικό σου μέλλον. Όταν λοιπόν αποφασίζει κανείς να κινείται μεταξύ των δυο τριών οργανισμών που πια πληρώνουν, σίγουρα αυτολογοκρίνεται, βάζει νερό στο κρασί του, προσέχει για να έχει. Αυτό ίσχυε πριν το κατέβασμα της παράστασης , πριν κάνει κάτι η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν την παρέμβαση της πρεσβείας.
Οι συνάδελφοί σου γιατί δεν βγήκαν αυθορμήτως να διαμαρτυρηθούν κατά του κατεβάσματος της παράστασης; Φοβούνται; Είμαστε ένας χώρoς έτσι κι αλλιώς κατακερματισμένος απ’ τα συμφέροντα που έχει ο καθένας. Δηλαδή, βλέπεις όλες τις συμπεριφορές. Βλέπεις ανθρώπους εντελώς ανιδιοτελείς επειδή δεν είναι μες στο παιχνίδι αυτών των 2-3 οργανισμών, που πολύ αυθόρμητα ήταν εκεί και φώναξαν. Ήταν παιδιά από τις διάφορες θεατρικές καταλήψεις, ως όφειλαν. Υπάρχουν συνάδελφοι που επειδή δουλεύουν σε αυτούς τους τρεις χώρους δεν φώναζαν. Υπάρχουν συνάδελφοι που επειδή δεν δουλεύουν σε αυτούς τους χώρους φώναζαν, ενώ αν δούλευαν δεν θα φώναζαν… Αυτό το ζούμε από πάντα οι ηθοποιοί. Ο κατακερματισμός έχει έρθει χρόνια τώρα. Με άλλα λόγια, οι μόνοι αθώοι είναι όσοι έχουν βάλει το κεφάλι τους στον ντορβά και είναι έξω από αυτή την ιστορία, έχουν ακόμα αντανακλαστικά και αφύπνισαν και όσους μπόρεσαν να αφυπνήσουν.
Μήπως όμως παίχτηκε κι ένα παιχνίδι για να αποπεμφθεί ο Λιβαθινός; Δεν μπορώ να ξέρω. Ξέρω όμως ότι εγώ δέχτηκα εξ αριστερών κριτική επειδή είμαι η επόμενη παράσταση στην Πειραματική μετά την Ισορροπία του Nash.
Δηλαδή, έπρεπε να αποχωρήσεις, να μην την ανεβάσεις; Να πεις «παραιτούμαι»; Tι έπρεπε να κάνεις; Ναι, υπάρχει ένας δημόσιος λόγος ο οποίος επίσης δεν ξέρω τι εξυπηρετεί αλλά διαμορφώνει και την άποψη ανθρώπων που θέλουν να φωνάξουν ανιδιοτελώς και αθώα. Το ότι δέχτηκα μια τέτοια προληπτική λογοκρισία πριν καν ανέβει η παράσταση με βάζει σε υποψίες.
«Η Αριστερά πρέπει να θυμηθεί ότι αποτελούσε κάποτε ταυτοχρόνως εκτός από πολιτικό φαινόμενο, πολιτιστικό φαινόμενο, αισθητικό φαινόμενο και τελικά διαφωτιστικό φαινόμενο. Η Αριστερά διαφώτιζε τους ανθρώπους. Ο ιστορικός της ρόλος είναι μέσα από τα συντρίμια να διαφωτιστούν ξανά οι άνθρωποι ώστε να οδηγηθούμε ξανά στη ρήξη»
Τι θα εξυπηρετούσε αν δεν γινόταν η παράστασή σου; Δεν έπρεπε όμως να παίξω στον «οίκο της λογοκρισίας», διότι ο μέγας “λογοκριτής” Λιβαθινός, με τον οποίο δεν είχα καμία προηγούμενη επαγγελματική συνεργασία, κατέβασε την παράσταση! Εγώ βρίσκομαι σήμερα στην Πειραματική επειδή πέρσι ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης είδαν την παράστασή μου στο Θέατρο Τέχνης, τους άρεσε, τους έκανα μια πρόταση και την δέχτηκαν. Επρεπε όμως, κατά κάποιους «αριστερούς» να μην συμμετέχω στον «οίκο της λογοκρισίας», όπως προανέφερα, όταν μάλιστα εν προκειμένω στη δική μου παράσταση είμαι και κάτι σαν εργοδότης.
Με ποιο τρόπο; Οι δουλειές της Πειραματικής γίνονται με αναθέσεις όπως στο Φεστιβάλ και στη Στέγη. Μου έχει δώσει το Εθνικό κάποια χρήματα κι εγώ είμαι ο εργολάβος της παράστασης που σκηνοθετώ και πληρώνω κατά πώς κρίνω τους ανθρώπους που φώναξα για την παράσταση. Αφενός, αν δεν έκανα την παράσταση, για να μην βάλω πλάτη στο “λογοκριτή” Λιβαθινό, θα τους άφηνα άνεργους και στον αέρα. Αυτή η παραίνεση λοιπόν και η καινούρια μορφή λογοκρισίας «να μην ανεβάσεις την παράσταση» δεν ξέρω τι εξυπηρετεί, όπως δεν ξέρω τι τελικά εξυπηρέτησαν σε επικοινωνιακό επίπεδο οι δυο συγκεντρώσεις έξω από το θέατρο κατά της λογοκρισίας. Το ότι όλο αυτό στράφηκε στο πρόσωπο του Λιβαθινού με βάζει σε υποψίες.
Ο Μπέρνχαρντ, ένας από τους πιο πολιτικούς συγγραφείς, τι θέση θα έπαιρνε σε ένα αντίστοιχο συμβάν; Ο Μπέρνχαρντ για όλα τα έργα του ήταν στα δικαστήρια και δεχόταν απειλές για τη ζωή του. Ο «Αδαής και ο Παράφρων», που ήταν παραγγελία του Φεστιβάλ του Σαλτσμπουργκ, παίχτηκε μια φορά και μετά κατέβηκε. Στα δυο τελευταία λεπτά του έργου απαιτούσε πλήρη συσκότιση. Το θέατρο δεν ήταν διατεθειμένο να σβήσει τα φώτα ασφαλείας. Ο θίασος επέμενε και τελικά το φεστιβάλ κατέβασε την παρασταση. Όταν βγήκαν οι κριτικές κατηγορούσαν το έργο και τον ίδιο ότι επιτέθηκε στο Σάλτσμπουργκ, στους κατοίκους του και διέσυρε την πατρίδα του Μότσαρτ. Ο Μπέρνχαρντ έγραψε ένα έργο που λέει «όλοι εσείς, με την επίφαση, την ψευδολογία της ομορφιάς και του Μότσαρτ, βρωμάτε. Είστε φασίστες». Το έργο κατέβηκε. Δεν πιστεύω ότι θα έχει την ίδια οξύτητα σήμερα, παρότι ένας από τους λόγους που το διάλεξα είναι γιατί επιτίθεται στην ευπρέπεια της κρατικής και της αστικής τέχνης και από την πλευρά των καλλιτεχνών και από την πλευρά του κοινού. Σίγουρα, επομένως, ο Μπέρνχαρντ θα χαιρόταν πάρα πολύ με όλα αυτά που συνέβησαν στο Εθνικό, γιατί βοήθησε να πέσουν οι μάσκες.
Το έργο αυτό δεν είχε ανεβεί ποτέ στην Ελλάδα. Γιατί δεν έχει κατορθώσει να αγαπηθεί από την ελληνική σκηνή ο Μπέρνχαρντ; Γιατί είναι πολύ μεγάλης πνοής και πολύ δύσκολος συγγραφέας. Γιατί φοβούνται ίσως αυτό το μονολογικό χαρακτήρα των έργων του που φαίνονται φτωχά σε εξωτερική δράση αλλά είναι πάρα πολύ πλούσια σε εσωτερική δράση. Επειδή μοιάζουν πολύ επιθετικά, πολύ μισάνθρωπα, πολύ απαισιόδοξα αυτά τα έργα μπορεί πολλοί να τα φοβούνται. Δεν είναι εύπεπτα έργα, όπως κάποια σύγχρονα αγγλικά, που κατά κύριο λόγο ανεβαίνουν. Αλλά νομίζω έχει ξαναέρθει η εποχή αυτού του συγγραφέα όσο ποτέ, γιατί κρούει συνέχεια το καμπανάκι ότι η εποχή μας είναι άρρωστη και συστρεφόμαστε διαρκώς γύρω από τον εαυτό μας. Για μένα, ο Μπέρνχαρντ είναι μια πιο σύγχρονη και πιο νευρωτική εκδοχή του Τσέχοφ. Είναι πολύ κοντά στον Τσέχοφ, με την έννοια ότι υπάρχουν ήρωες εγκλωβισμένοι στο πρόβλημά τους οι οποίοι μιλάνε συνέχεια για αυτό, συστρέφονται γύρω από αυτό, το βιώνουν ως κάτι πολύ δραματικό. Ταυτόχρονα, αν κάποιος το δει απ’ έξω αυτό το πρόβλημα είναι πολύ κωμικό. Κι ενώ διαπιστώνουν από τι πάσχουνε, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να βρουν το γιατρικό. Πράγμα που, νομίζω, ισχύει και σε μας. Και υπ’ αυτή, την έννοια τον βρίσκω τον Μπέρνχαρντ τον πιο προφητικό συγγραφέα της εποχής μας. Έχει δει όλη αυτή την καταστροφή, έχει δει όλη αυτή την αρρώστια και δεν την περιγράφει ταυτολογικά, την διογκώνει τόσο πολύ ώστε μπορεί να τη δει και κωμικά και δραματικά. Κρούει το καμπανάκι στον σύγχρονο άνθρωπο ότι πρέπει να αναπνεύσει κανονικά, πρέπει να βρει την ελευθερία του, πρέπει να καταλάβει ότι έχει γίνει ένα τεχνητό ον, γατζωμένο είτε από τη φιλοσοφία, είτε από την τέχνη, είτε από την επιστήμη για να αντιμετωπίσει τη ζωή. Ο Μπέρνχαρντ είναι ένας φιλοσοφικός κωμωδιογράφος, όπως είναι ο Μπέκετ. Και ο Χατζόπουλος και ο Ακύλλας ετοιμάζουν τον Θεατροποιό του και εγώ σε δυο μήνες ελπίζω να ανεβάσω με τον Τοκάκη και τον Αλειφερόπουλο ένα άλλο έργο του. Έχω, όμως γονατίσει, έχω αρρωστήσει από αυτό το διπλό πράγμα, να παίζω και να σκηνοθετώ ταυτόχρονα, και δεν θέλω να το ξανακάνω ποτέ.
Μέσω θεάτρου αυτοψυχαναλύεσαι; Με ένα τρόπο ναι. Με τις τρύπες και τις ελλείψεις του ο καθένας οδηγείται σε μία δουλειά, κάτι που ξεχνάμε με τα χρόνια. Ξεχνάμε ότι κανείς πάει στο θέατρο για να δυναμώσει και να συναντηθεί με άλλους ανθρώπους. Ερχόμαστε σε αυτή τη δουλεια γιατί έχουμε τρύπες και θέλουμε να τις μπαλώσουμε.
Δυναμώνεις μέσω θεάτρου ή μήπως βαυκαλίζεσαι ότι δυναμώνεις; Συμβαίνει και το ένα και το άλλο. Παλαιότερα όμως ήμουνα μια μηχανή που έτρεχα κυνηγημένος από τη μια παράσταση και από τον έναν ρόλο στον άλλο, χωρίς να βλέπω και να διαπιστώνω γιατί κάνω ό,τι κάνω. Γι’ αυτό πέρασα στη σκηνοθεσία και διάλεξα αυτό το συγγραφέα – γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να σκηνοθετήσω άλλο συγγραφέα, δεν ξέρω αν είμαι σκηνοθέτης, δηλαδή. Λειτουργώ κατά πρώτο λόγο ως εμψυχωτής και κατά δεύτερο ως σκηνοθέτης.
Είσαι ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος σε δραματική σχολή. Είσαι και συνεπής ρεμπέτης, όμως. Το τελευταίο από ποια ανάγκη προέκυψε; Καταρχάς, είναι ο πιο παλιός ήχος που έχω στα αυτιά μου, από το μπαμπά μου. Μικρός ήθελα να γίνω πιανίστας και όλη η ώθηση από την οικογένεια και τους δασκάλους μου ήταν για να γίνω σπουδαίος πιανίστας. Επειδή όμως είχα αυτή την πίεση σιχάθηκα το πιάνο, όπως σιχάθηκε η βασίλισσα της Νύχτας να τραγουδάει Μότσαρτ, και έτσι θυμήθηκα αυτό που είχα πάντα στα αυτιά μου. Συνάντησα τους κουμπάρους μου, που παίζανε μπουζούκια στο σχολείο, και εδώ και 20 χρόνια παίζουμε μαζί. Αυτή την αναπνοή και την ανάγκη που είχα από τη μουσική, επειδή μου είχε γίνει βραχνάς μέσω του πιάνου, την ξαναβρήκα, γιατί αγαπούσα τη μουσική. Ξαναβρήκα πώς η μουσική δεν είναι καταναγκασμός, ένα κυνήγι πρωταθλητισμού. Μετά βρήκα και τη Λένα και παίζουμε μαζί τα τελευταία 5-6 χρόνια και παίρνουμε τις αναπνοές μας. Η συνάντησή μου με τη Λένα ήταν μια καμπή στην μέχρι τότε θεατρική μου πορεία. Και οφείλω να πω ότι της χρωστάω ένα πολύ μεγάλο μάθημα. Ό,τι κι αν πει κανείς για την Κιτσοπούλου, όσο και αν αφορά ή δεν αφορά κάποιους αυτό που κάνει, κανένας δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για πράγματα τα οποία την απασχολούν και δεν παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Οι παραστάσεις της, είτε σου αρέσουν είτε όχι, είναι αυθεντικές γιατί αναγνωρίζεις ότι μιλάνε για κάτι το οποίο ξέρει. Εγώ συναντήθηκα μαζί της στο «Χαίρε Νύμφη». Κάπου τότε αρχίσαμε να παίζουμε μαζί μουσική. Τότε εγώ εντοπίζω μια αλλαγή στην πορεία μου. Διδάχτηκα ότι δεν μπορείς να είσαι σε αυτή τη δουλειά και να μην εκφράζονται μέσω αυτής θέματα που σε απασχολούν. Μέσα από αυτό οδηγήθηκα και στη σκηνοθεσία. Το να λέμε καθαρά μια ιστορία δεν είναι κάτι που πια μου αρκεί. Δεν αρκεί μια καλή κατασκευή, πρέπει κάποιος που θα έρθει να δει την παράσταση να αναγνωρίσει την περιπέτεια που έχεις περάσει κάνοντας τη δουλειά. Κι αυτό μου το δίδαξε η Λένα, με την οποία από τότε είμαστε κοντά.
Παραμένεις έντονα πολιτικοποιημένος σε ένα κλάδο εντονότατα απολιτίκ. Το θεατρικό σύστημα στην Ελλάδα ωθεί να κοιτάξει κανείς μόνο την πορεία του και το συμφέρον του. Αυτό υπήρχε προ της κρίσης, που δεν είναι κρίση, είναι καταστροφή όπως λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Αφετέρου, και οι ηθοποιοί, όπως και ο περισσότερος κόσμος, κατά τη γνώμη μου, ξαναμπήκαν στις ψευδαισθήσεις και στη λογική της διαχείρισης με βάση τις υποσχέσεις που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διέλυσε όλα τα κινήματα, καπηλεύτηκε αριστερά συνθήματα, όπως είχε κάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου, και ξαναμπόρεσε μέσα σε όλη αυτή την καταστροφή να πείσει ότι μέσω μιας νέας διαχείρισης, μιας νέας συμφιλίωσης με το υπάρχον σύστημα θα μπορέσει να υπάρξει λύση. Αν εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι με συμφιλιωτικούς ή με διαχειριστικούς τρόπους θα μας χαριστεί οτιδήποτε, είμαστε βαθιά νυχτωμένοι. Και αποδεικνύεται ότι είμαστε βαθιά νυχτωμένοι. Εγώ εξαρχής δεν είχα καμία αυταπάτη με το ΣΥΡΙΖΑ. Και στο Δημοψήφισμα ήξερα ότι το αυτονόητο ΟΧΙ μου δεν το χάριζα στον Τσίπρα. Το αν θα πας από τη δεξιά ή την αριστερή λωρίδα, εφόσον έχεις αποφασίσει να πας το συγκεκριμένο δρόμο, δεν αλλάζει κάτι. Αν ο δρόμος που επιλέγεις είναι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση κι αυτά τα συμφέροντα και πιστεύεις ότι αν πας από την αριστερή λωρίδα ο δρόμος για την καταστροφή θα είναι καλύτερος, πλανάσαι. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη διάλυση και στο φασισμό όπως διαπιστώνουμε.
Η εναλλακτική ποια θα ήτανε; Αυτή τη στιγμή μοιάζει να είναι η εναλλακτική ο Μητσοτάκης. Κατά τη γνώμη μου, η μόνη εναλλακτική θα ήταν να δυναμώσει μια κομμουνιστική αριστερά, που δεν είναι αυτή που αποτυπώνεται σήμερα. Η Αριστερά πρέπει να θυμηθεί ότι αποτελούσε κάποτε ταυτοχρόνως εκτός από πολιτικό φαινόμενο, πολιτιστικό φαινόμενο, αισθητικό φαινόμενο και τελικά διαφωτιστικό φαινόμενο. Η Αριστερά διαφώτιζε τους ανθρώπους. Ο ιστορικός της ρόλος είναι μέσα από τα συντρίμια να διαφωτιστούν ξανά οι άνθρωποι ώστε να οδηγηθούμε ξανά στη ρήξη. Από την Ιστορία ξέρουμε ότι όσες φορές άλλαξε η ιστορία, αυτό έγινε μόνο με επαναστάσεις. Κακά τα ψέματα. Ο άλλος δρόμος λοιπόν είναι η επανάσταση, ο οποίος αργεί, όπως αργεί πάντα, έρχεται ανά 100ετίες, ανά δυο, ανά τρεις αιώνες, αλλά έρχεται. Επειδή εμείς μάλλον αυτή την αλλαγή δεν θα τη ζήσουμε, τουλάχιστον ας μένουμε ξύπνιοι και ας διαφωτίζουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, ώστε να παραμείνουν ξύπνια κι αυτά μπας και γίνει κάποτε η επανάσταση. Τρέμω γιατί από τη μια έχεις μια Ευρώπη που ψηφίζει τους νόμους που ψηφίζει η Δανία, από την άλλη έχεις μια Ουγγαρία που πυροβολεί στο ψαχνό. Το πράγμα είναι έκρυθμο, είναι τελειωμένο. Δεν ξέρω τι δυνάμεις θα επικρατήσουν για να μεσολαβήσει μια πρόσκαιρη εκεχειρία, αλλά βλέπουμε μια Ευρώπη κατά των ανθρώπων, μια Ευρώπη δολοφονική. Ο φασισμός δεν είναι μόνο στη Χρυσή Αυγή. Ο φασισμός είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε τον πόνο. Ο φασισμός είναι ανάμεσα στις αναπνοές μας. Εγώ το διαπίστωσα με τις πιέσεις που δέχτηκα να μην ανεβάσω την παράστασή μου στο Εθνικό αν θέλω να λέγομαι αριστερός!