Είναι ο άντρας που υποδέχεται μια γυναίκα με χειροφίλημα. Ο Γιάννης Βογιατζής μπορεί να έχει τους ευγενικούς τρόπους μιας άλλης εποχής αλλά ταυτοχρόνως διαθέτει το μυαλό ενός σύγχρονου ανθρώπου. Πίνει τον ελληνικό καφέ του σκέτο, δεν του αρέσει η ζάχαρη και τα γλυκά, τα θεωρεί πρόσχαρη ευχαρίστηση που οφείλεται σε ευκολία και την ευκολία την αντιπαθεί σε κάθε της έκφανση. Αφηγείται την ιστορία της ζωής του με ευφράδεια, ορμή και πάθος.
Από μικρό παιδί ήξερα ότι θα γίνω ηθοποιός. Θυμάμαι το ποίημα που είπα σαν μαθητής της α’ δημοτικού στο Αλιβέρι της Εύβοιας: «Μηχανικός θέλω να γίνω, αυτό πολύ με συγκινεί, αν πάλι σέκος απομείνω, αν με πλακώσει η μηχανή;»Έχω καλή μνήμη. Η ύλη είναι φθαρτή κι αυτό που μπορούμε να καλλιεργήσουμε είναι το πνεύμα μας. Το πνεύμα μας όσο περνάει ο χρόνος αυξάνεται και ουαί κι αλίμονο αν ξεμωραίνεσαι κι αν δεν εκσυγχρονίζεσαι. Σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι ο νέος ηλικιακά που ψάχνει αλλά είναι περισσότερο ο παλιός που επιμένει να ψάχνει. Εάν αφεθείς και δεν προσπαθείς τότε θα γεράσεις. Έχω δει και νέους ανθρώπους που είναι υπέργηροι.
Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα στην εφημερίδα «Εμπρός» κοντά στον Σπύρο Μελά. Μου είπε σπουδαία πράγματα, από αυτά που έγραφε στα βιβλία του, αλλά αγνοούσα ότι ήταν στην επιτροπή του Εθνικού μαζί με τον Χορν και τον Ροντήρη. Όταν πήγα λοιπόν να δώσω εξετάσεις ήρθα προ εκπλήξεως, ήμουν ήδη σε πανικό λόγω των σπουδαίων ονομάτων που θα με έκριναν. Όμως πριν από αυτό, όπως είπα, ήταν η εφημερίδα. Εκεί έκανα τα πάντα. Ακόμη και επιστροφή φύλλων που γινόταν με διαφορετικό τρόπο από τον σημερινό. Είχαμε ένα τρυπητήρι κι ένα σφυρί και χτυπούσαμε πάνω στο φύλλο για να τις βγάλουμε άκυρες. Έκανα το χρηματιστήριο, την αγορά, τα φαρμακεία και πολλές φορές κάλυπτα τα μέλη της διοίκησης από τα θηλυκά μέλη της οικογενειών τους που τηλεφωνούσαν στην εφημερίδα και τα έψαχναν.
Τα νοσταλγώ όλα αυτά αλλά στηρίζομαι στο θέατρο. Μπορεί να έχω κάνει πάρα πολλά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά που μου χάρισαν και δημοσιότητα, που ορισμένες φορές μπορεί να γίνει βάσανο κι αν δεν έχεις παιδεία γίνεται και ψώνιο. Θέλω να με γνωρίζει ο κόσμος λόγω της προσφοράς μου κι όχι λόγω της μορφής μου. Η προσφορά μου έχει κατατεθεί εδώ, στο Εθνικό θέατρο. Έχω παίξει του κόσμου τις επιθεωρήσεις, έχω συμπρωταγωνιστήσει με όοοοολους τους ηθοποιούς που γνωρίζετε, με τίμησε ο ελληνικός κινηματογράφος, έστω και συμπτωματικά αλλά μετά ήρθε η μεγάλη αλλαγή στη θεατρική μου πορεία, η μεγάλη στροφή που μου έδωσε ζωή.
Έπαιζα λοιπόν στο θέατρο Μουσούρη μαζί με τον Γιώργο Κιμούλη ένα γαλλικό μπουλβάρ. Στο θέατρο αυτό είχα παίξει στο παρελθόν μαζί με τον ίδιο τον Μουσούρη, που με είχε μάθει ότι το θέατρο δεν είναι ένα τρελό πράμα, αντιθέτως είναι κάτι λογικό που απαιτεί να είσαι φυσικός, σωστός κι αληθινός. Όπως έλεγα λοιπόν έπαιζα σε ένα έργο σε σκηνοθεσία Κιμούλη, είχα μόλις γυρίσει από Νέα Υόρκη που είχα παραμείνει για αρκετούς μήνες. Κάποιο βράδυ είχε έρθει ο Γιάννης Χουβαρδάς, είδε την παράσταση και μου είπε ότι θέλει να με δει. Εγώ δεν τον ήξερα ομολογώ, μου μίλησε για τον Αμόρε, πήγα όντως και έπαιξα επί 2 χρόνια. Μετά με κάλεσε ο Κώστας Τσιάνος, ανέβαζε τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου και με ζήτησε στο Εθνικό, στην αρχή του απάντησα ότι δεν έρχομαι, τόσα χρόνια μου έλεγε ο Νίκος Κούρκουλος, που ήταν αδερφικός μου φίλος, «Έλα Γιάννη να παίξεις στο Εθνικό» κι εγώ του απαντούσα «Έχω παιδί να μεγαλώσω, δεν έρχομαι». Τέλος πάντων, τελικά δέχτηκα, έπαιξα στους «Φοιτητές», μετά ήρθε και ο Χουβαρδάς εδώ, άλλαξαν οι διοικήσεις αλλά εγώ παρέμεινα.
Θέλω να με γνωρίζει ο κόσμος λόγω της προσφοράς μου κι όχι λόγω της μορφής μου. Η προσφορά μου έχει κατατεθεί εδώ, στο Εθνικό θέατρο. Έχω παίξει του κόσμου τις επιθεωρήσεις, έχω συμπρωταγωνιστήσει με όοοοολους τους ηθοποιούς που γνωρίζετε, με τίμησε ο ελληνικός κινηματογράφος, έστω και συμπτωματικά αλλά μετά ήρθε η μεγάλη αλλαγή στη θεατρική μου πορεία, η μεγάλη στροφή που μου έδωσε ζωή.
Ο Χουβαρδάς είναι ένα πιο μοντέρνος Ροντήρης. Έχει καταφέρει να κάνει μια απίθανη ζεύξη φέρνοντας τη δωρική, κλασική μορφή μέσα στη σύγχρονη εποχή. Τον Γιάννη τον ευγνωμονώ που με έβγαλε από το «άλλο» θέατρο. Όχι, ότι υπάρχει εύκολο θέατρο ή κινηματογράφος. Καμιά φορά βλέπεις κάτι σαχλαμάρες αλλά ακόμη κι αυτές μπορεί να έχουν την αξία τους, μόνο που οφείλουμε να τις ξεπερνάμε. Ίσως με τις μετέπειτα πράξεις μας, τις πολύ καλύτερες ως προς την ποιότητα, να ζητάμε συγγνώμη. Αργότερα έπαιξα σπουδαία έργα χάρη στον Δημήτρη Μαυρίκιο, εκεί μιλάμε πραγματικά για την αποθέωση του θεάτρου.