Διεθνώς αποτελεί κλασική περίπτωση συγκροτήματος που δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε την εποχή που σάρωνε δημιουργικά (1979-82). Στα στα δικά μας, όμως, είτε λόγω της εκλεκτικής συγγένειας της «Ταξιδιάρας Ψυχής» με το “Damaged Goods”, είτε γιατί το post-punk ανέθρεψε γερά παιδιά και κριτικούς, οι Gang of Four έχουν αποτελέσει μια απ’τις μεγαλύτερες εμμονές του εγχώριου κοινού και το Entertainment! κατέχει την πρώτη θέση σε όποιον αποπειράται για να μπει στον μαγικό μουσικό κόσμο εκείνης της εποχής.
Το γκρουπ, 38 χρόνια μετά το ξεκίνημά του στο Λιντς, έχει περάσει πολλές ανακατατάξεις, έχει διαλυθεί πολλάκις, έχει γράψει ξεπέτες για να ξεχρεώσει δισκογραφικά συμβόλαια αλλά έχει επιστρέψει, έστω και προσωρινά όπως αποδείχτηκε, με το εξαιρετικό Content του 2011 που τους βρήκε έτοιμους για νέα νιότη. Μάταια όμως, οι έντονες σχέσεις μεταξύ τους, οδήγησαν τον αυθεντικό τους frontman Jon King στην έξοδο και ο καινούργιος τους δίσκος What Happens Next είναι ουσιαστικά μια σόλο δουλειά του Andy Gill, ο οποίος κάλεσε μια σειρά μουσικών για να αναλάβουν τα φωνητικά με ανάμεικτα αποτελέσματα όπως ήταν αναμενόμενο και φυσιολογικό.
Με αφορμή την καινούργια κυκλοφορία, μιλήσαμε τηλεφωνικώς με τον Gill για τις πολιτικές του ανησυχίες, τους συνεργάτες του αλλά και την επιλογή του να συνεχίσει το γκρουπ διατηρώντας το όνομα αν και η μπάντα δεν (θα) είναι (ποτε ξανά) η ίδια…
Ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε δύο πράγματα: αρχικά στην μπάντα και στις αλλαγές που έχουν γίνει και στη συνέχεια σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο, στην ρευστότητα που επικρατεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια. Είναι φοβερό να ζεις στις μέρες μας γι’αυτό και ήθελα ο δίσκος να μην ακούγεται ρετρό, να μην κοιτάει πίσω αλλά να εστιάζει στην «στιγμή». Ίσως γι’αυτό να λείπει το ερωτηματικό, είναι πιο πολύ ένα είδος δήλωσης. Νομίζω πως όσοι μας ξέρουν καλά καταλαβαίνουν πως πρόκειται για έναν Gang of Four δίσκο, δηλαδή η προσέγγιση στις κιθάρες και στον ρυθμό εξακολουθεί να αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του ήχου μας αλλά σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει το Entertainment! ή το Solid Gold, ακούγεται σαν κάτι αρκετά καινούργιο.
θα μπορούσε επίσης να αποτελεί το βασικό τίτλο της ζωής στην Ελλάδα πια. Άλλωστε ένα άλλο κύριο θέμα που απασχολεί το άλμπουμ είναι το ζήτημα της ταυτότητας γενικότερα. Παντού στην Ευρώπη τίθεται το ίδιο το ερώτημα, «που πρέπει να ανήκουμε;». Στα δικά μας μέρη αν αξίζει να είσαι μέλος του Ηνωμένου Βασιλείου, στα δικά σας αν είναι καλύτερα να ανήκετε στο ευρώ. Όλοι γι’αυτά μιλάμε πια, είναι κάτι αναπόφευκτο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πριν από είκοσι περίπου χρόνια. Μέχρι τότε οι συμμαχίες και οι διαφορές ήταν σαφείς, υπήρχε η Σοβιετική Ένωση απ΄την μια πλευρά και η Η.Π.Α απ’την άλλη που ακολουθούσε σύσσωμη η Δύση. Ήταν πιο απλός ο κόσμος τότε ενώ τώρα τα πάντα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Στο κέντρο του κόσμου βρίσκεται τώρα η Ελλάδα, όλα τα ερωτήματα που απασχολούν κάθε λαό (λιτότητα ή όχι, ευρώ ή όχι, ΕΕ ή όχι) όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;
Ήθελα να έχουμε guest singers στα τραγούδια μας αρκετό καιρό τώρα αλλά δεν άρεσε η ιδέα στον Jon King, για προφανείς λόγους. Όταν έφυγε απ΄την μπάντα δεν είχα συγκεκριμένα σχέδια στο μυαλό μου, δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω αλλά ήμουν πολύ ενθουσιασμένος με το καινούργιο υλικό και άρχισα να κάνω σχέδια καθώς προχωρούσαν τα τραγούδια. Έχω συνεργαστεί με την Alison Mosshart (The Kills) στο παρελθόν και την σκέφτηκα αφού είχα γράψει τα “England’s In My Bones” και “Broken Talk” αλλά δεν είχαμε κανονίσει τίποτα, απλά πίστευα πως θα ήταν φοβερή σε αυτά. Πάνω-κάτω, αυτή τη διαδικασία ακολούθησα με όλους του καλεσμένους που κατέληξαν στο δίσκο.
http://youtu.be/KZ4dW6KKrao
Με τους Big Pink για παράδειγμα, μου άρεσε πάρα πολύ ένα επιτυχημένο τραγούδι τους, το “Dominos” και όταν έγραφα το “Graven Image” το ξαναθυμήθηκα και κάπως έτσι έψαξα τον Robbie Furze μέσω του μάνατζερ της μπάντας αφού δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ. Ο Herbert Gronemeyer, απ’την άλλη, είναι παλιός φίλος και συνομήλικός μου. Γνωριζόμαστε 20 χρόνια. Αυτός ήταν που με ρώτησε πως πάει ο δίσκος και μου πρότεινε να τραγουδήσει σε κάποιο κομμάτι. Είναι πολύ οικεία φωνή για μένα, πιστεύω πως έχει φοβερή ισορροπία μεταξύ οργής και θλίψης και έγραψα το “The Dying Rays” με αυτόν στο κεφάλι μου. Μου θυμίζει πολύ ένα παλιό μας τραγούδι, το “Paralyzed” απ΄το δεύτερο δίσκο μας, είναι εξίσου «ακραίο» κομμάτι που κοιτάει την πιο σκοτεινή πλευρά της ζωής. Ήταν φοβερό που όταν ήρθε να το τραγουδήσει το έκανε όπως ακριβώς το είχα φανταστεί. Τέλος, οTomoyasu Hotei μπορεί να είναι άγνωστος σε αυτή την πλευρά του πλανήτη αλλά είναι μάλλον ο μεγαλύτερος ροκ σταρ της Ιαπωνίας, είναι ο τύπος που γεμίζει στάδια εκεί αλλά ζει στο Λονδίνο πια και δίνει και κάποιες συναυλίες εδώ. Είναι μεγάλος φαν της μπάντας και του δικού μου τρόπου παιξίματος στην κιθάρα και έχουμε γίνει φίλοι τον τελευταίο 1-1,5 χρόνο και γράψαμε μαζί το κομμάτι που είναι στο δίσκο.
Όταν έφυγε ο Jon απ΄την μπάντα πρέπει να σκέφτηκα για πέντε λεπτά (σ.σ. γελάει) να μην συνεχίσω την πορεία μου ως Gang of Four αλλά έτσι κι αλλιώς έκανα τα περισσότερα στο γκρουπ. Ήμουν αν θες ο μουσικός καθοδηγητής αν και δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία να πω ότι έγραφα τα πάντα γιατί το βρίσκω βαρετό και δεν με ενδιαφέρει να διεκδικήσω κυριότητα όσων γράψαμ, αλλά εγώ ήμουν αυτός που έδινε μουσικές κατευθύνσεις και συμμετείχα ενεργά στους στίχους που γράφαμε μαζί και ήμουν και ο παραγωγός. Πιστεύω πως αν κάποιος δικαιούται να συνεχίσει την πορεία του συγκροτήματος είμαι εγώ και το νιώθω απόλυτα ειλικρινές αυτό, αν και όταν αστειεύομαι την μπάντα την λέω Gang of One.
Είναι περίεργο αλλά και τιμή μου που πολλοί μουσικοί συνεχίζουν να αναφέρουν τους Gang of Four ως επιρροή και ως σημαντικό γκρουπ, είτε μιλάμε για τους Red Hot Chili Peppers ή τους R.E.M. ή τους Bloc Party και τους Franz Ferdinand. Πριν τρεις εβδομάδες για παράδειγμα με πλησίασε η St. Vincent (καταπληκτική μουσικός) και μου είπε πόσο εκτιμάει τον τρόπο που παίζω κιθάρα, είναι φοβερό συναίσθημα όπως φοβερό είναι να πηγαίνεις στην Βραζιλία ή στην Κίνα και ο κόσμος να ξέρει καλά τα τραγούδια σου. Όπως ξέρω ότι το “Damaged Good” είναι anthem στην Ελλάδα.
Είναι δύσκολη εποχή να είσαι μουσικός, ειδικά αν ξεκινάς τώρα, γεγονός αρκετά οξύμωρο αφού όλος ο κόσμος ακούει μουσική πια, είτε με τα mp3 players είτε μέσω streaming, απ’το οποίο δεν κερδίζεις τίποτα απολύτως, δηλαδή ακόμα κι αν έχεις 1εκ. plays στο Spotify βγάζεις ενάμιση ευρώ, είναι γελοίο.
Το Λιντς έχει αλλάξει πολύ πια. Στις μέρες μας, πίσω στα 70s, η πόλη είχε το hangover που είχε επικρατήσει μετά τις βιομηχανικές μέρες, οι μεγάλες εταιρείες είχαν μετακομίσει πιο βόρεια και είχαν απομείνει παντού φτωχογειτονιές που αποτέλεσαν το σπίτι των φοιτητών της εποχής όπως ήμασταν εμείς. Εκείνη την περίοδο υπήρχε μια συνεχής διαμάχη μεταξύ των φοιτητών/καλλιτεχνών και των ακροδεξιών ομάδων, η οποία είχε γιγαντωθεί την περίοδο που είχαν γίνει διάφορα πάρτι του φασιστικού National Front. Ήταν βίαιες εποχές κάτι που δεν ισχύει πια. Το Λιντς έχει γίνει μια κλασική ευρωπαϊκή πόλη.
To What Happens Next κυκλοφορεί από τις Metropolis/Membran. Στην Ελλάδα διανέμεται από την Rockarolla.