07_VLAVIANOS_004

Τα τελευταία χρόνια είχαμε μια άνθηση της ποίησης στην Ελλάδα: είδαμε διαγωνισμούς, πορείες, διαδραστικά παιχνίδια, οπτικά ποιήματα… Υπάρχει κίνδυνος μέσα σ’ όλα αυτά να αλλοιωθεί η ιδιωτική-μοναχική-ταπεινή-χαμηλόφωνη φύση της ποίησης;  Ναι. Από την άλλη όμως, το να ’ναι ο ποιητής διαρκώς κλεισμένος σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και μετά να παραπονιέται ότι κανείς δεν τον βλέπει, κι αυτό λάθος είναι. Ένας βαθμός εξωστρέφειας, είναι αναγκαίος νομίζω. Αυτές οι προσπάθειες που αναφέρετε θα είχαν αξία αν δεν ήταν απλώς εντυπωσιακά πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό και μετά από λίγο σβήνουν. Το θέμα είναι η διάρκεια. Και διάρκεια σημαίνει παιδεία. Επισκέπτομαι πολλά σχολεία και μιλάω σε παιδιά του Λυκείου κυρίως, και διαπιστώνω με λύπη πόσο μα πόσο πολύ τους τρομάζει η ποίηση. Τους ρωτάω «γιατί;» και μου λένε «είναι δύσκολη» κι ύστερα τους λέω «πες μου ένα δύσκολο ποίημα που διάβασες τελευταία» και δεν ξέρουν να μου πουν. Άρα είναι μια δυσκολία υποθετική, την οποία δεν έχουν αντιμετωπίσει ποτέ. Από την άλλη –και αυτό τους επισημαίνω– όλη μέρα επικοινωνούν γραπτά: στέλνουν sms, e-mails, στέλνουν μηνύματα στο facebook, γράφουν συνθήματα στους τοίχους. Μια τέχνη που ασχολείται με τη γλώσσα θα έπρεπε κανονικά να τους ενδιαφέρει. Κάτι όμως τους αποτρέπει. Η οικογένεια; Το σχολείο; Η παρούσα συνθήκη; Όλα ασφαλώς, Αλλά τη βασική ευθύνη για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση την έχουν τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα. Αλλά εδώ βλέπεις φιλολόγους που δεν ανοίγουν βιβλίο. Πώς να μεταδώσουν στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα, όταν οι ίδιοι δεν αγαπούν τίποτα και φέρονται στην τάξη ως δημόσιοι υπάλληλοι.

 Γιατί επιζητούν την έκδοση οι περισσότεροι ποιητές; Γιατί θεωρούν ως κύρια δικαίωση αυτή την «επίσημη οδό», όταν υπάρχουν τα blogs; Κατ’ αρχάς στην Ελλάδα διαθέτουμε ένα λαμπρό ποιητικό παρελθόν. Έχουμε σπουδαίους ποιητές και το να συνδέσεις το όνομά σου με αυτή την ιστορία, σου προδίδει ασφαλώς μια αίγλη. Κι ύστερα όλοι οι συγγραφείς, ακόμα κι εγώ που σου μιλάω τώρα, έναν ναρκισσισμό τον έχουμε. Το θέμα είναι να μην υπερβείς κάποιο όριο, γιατί μετά γίνεσαι ψώνιο. Πάνω σ’ αυτό το τεντωμένο σκοινί ισορροπείς. Βιβλία βγαίνουν εύκολα πια… Γιατί τα χρηματοδοτούν οι ίδιοι οι ποιητές. Από τις 100 συλλογές που θα βγάλει ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος  κάθε χρόνο, οι 90 είναι πληρωμένες. Και δεν τις βλέπει κανείς, χάνονται. Μέσα στον σωρό υπάρχουν βέβαια μερικές πολύ αξιόλογες. Οι περισσότεροι που γράφουν ποιήματα σήμερα ικανοποιούν αυτή την ναρκισσιστική ανάγκη. Θα ’πρεπε να στοχεύουν πιο ψηλά. Αλλά η εποχή το διευκολύνει αυτό. Παλιά, όταν ξεκινούσα, υπήρχαν ακόμα λογοτεχνικές παρέες. Εγώ πήγαινα τα ποιήματά μου στον Γκάτσο, στον Καρούζο, στη Βακαλό, στον Αναγνωστάκη. Μετά τα δημοσιεύαμε σε περιοδικά, τα αφήναμε να ταξιδέψουν λίγο και όταν περνούσαν κάποια χρόνια τα μαζεύαμε και τα βγάζαμε σε βιβλίο. Τώρα πας, δίνεις 2.500 ευρώ σε έναν εκδότη και βγάζεις βιβλίο, χωρίς τα ποίηματά σου να τα έχει δει κανείς, εκτός από τους 100 φίλους στο facebook που ασφαλώς σε κάθε σου ανάρτηση πατάνε και ένα like.

 Δεν θα το κάνατε αν ήσασταν νέος και δεν είχατε άλλον τρόπο; Αν πίστευα πως είχα γράψει καλά ποιήματα, θα πήγαινα σε έναν εκδότη και θα του έδειχνα τη δουλειά μου. Κοιτάξτε, δεν είναι απαραιτήτως ντροπή να δώσεις λεφτά για να βγάλεις βιβλίο. Κι ο Καρούζος το ’κανε, στην αρχή. Αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος, ναι, μπορεί να το ’κανα. Ή θα τα μοίραζα σε μονόφυλλα όπως ο Καβάφης. Τώρα υπάρχει και το διαδίκτυο. Απλώς αυτό που λέω είναι ότι έχουμε μια πλημμυρίδα ποιητικών συλλογών, χωρίς ουσιαστικό λόγο.

 Πιο πολλές απ’ όσα χρειαζόμαστε… Πιο πολλές απ’ όσες χρειάζεται η Ποίηση. Το θέμα είναι αν αυτό που γράφεις αφορά εκτός από σένα και την Ποίηση – με «Π» κεφαλαίο. Είναι αυτό ακριβώς που αναρωτιόταν ο Κητς: «Θα συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους Άγγλους ποιητές μετά το θάνατό μου;» Αν θέσεις αυτό το ερώτημα, θα σου πουν κάποιοι πως είσαι ψώνιο. Αν δεν το θέσεις όμως, κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Έχεις αυτή τη φιλοδοξία; Θες ν’ αφήσεις κάτι πίσω σου; Ή θες απλώς να κολακεύεις το εγώ σου σκορπίζοντας γύρω σου ανούσιες λέξεις; Μπορεί το πρώτο σου βιβλίο να είναι αμήχανο – δεν έχει σημασία. Η ποίηση είναι μαραθώνιος. Έχεις δυνάμεις; Έχεις μετρήσει το μήκος της διαδρομής ή απλώς είναι ένα καπρίτσιο της στιγμής; Η ποίηση δεν είναι απλή εκφόρτωση λέξεων στο χαρτί, είναι τέχνη με μακρά ιστορία. Αν το κάνεις μόνο και μόνο για να εκτονωθείς, δεν είσαι ποιητής. Πρέπει να ξέρεις τι έχει προηγηθεί στην ιστορία αυτή, ποιες περιοχές του λόγου έχουν κατακτηθεί, και από κει και πέρα να δεις τι μπορείς να κάνεις εσύ. Πώς θα κάνεις τη δική σου «στροφή», για να χρησιμοποιήσω τον γνωστό τίτλο της πρώτης συλλογής του Σεφέρη.

Μπορεί το πρώτο σου βιβλίο να είναι αμήχανο – δεν έχει σημασία. Η ποίηση είναι μαραθώνιος. Έχεις δυνάμεις; Έχεις μετρήσει το μήκος της διαδρομής ή απλώς είναι ένα καπρίτσιο της στιγμής; Η ποίηση δεν είναι απλή εκφόρτωση λέξεων στο χαρτί, είναι τέχνη με μακρά ιστορία. Αν το κάνεις μόνο και μόνο για να εκτονωθείς, δεν είσαι ποιητής.

 

Διδάσκετε δημιουργική γραφή ποίησης εδώ και χρόνια. Διδάσκεται η ποίηση; Όχι. Εγώ διδάσκω ανάγνωση της ποίησης. Η δημιουργική γραφή προϋποθέτει δημιουργική ανάγνωση. Πρέπει να μάθει κανείς να διαβάζει κριτικά, γιατί ουσιαστικά γράφουμε αυτό που διαβάζουμε και αν δεν διαβάζουμε σωστά θα πατήσουμε σε φόρμες που έχουμε μάθει απ’ το σχολείο – εξαντλημένες τις περισσότερες φορές.

 Ένας άνθρωπος που γράφει έξυπνα κειμενάκια στο facebook ή στο twitter με ποιητικό τρόπο θα μπορούσε να νοηθεί ως ποιητής; Πότε γίνεται κανείς ποιητής; Κατ’ αρχάς και μόνο που λες «κειμενάκια», το υποτιμάς από μόνος σου. Πυκνά κείμενα λέγονται. Αλλά όχι, αυτά είναι σχόλια ή σκέψεις, δεν είναι ποιήματα.

 Στιχουργοί μπορούν να αναγνωριστούν σαν ποιητές; Ανάλογα. Αν είναι ο Μπομπ Ντύλαν, ναι. Μάλιστα ο Κρίστοφερ Ρικς, καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας, τον προτείνει κάθε χρόνο για Βραβείο Νόμπελ. Επιμένει ότι είναι ποιητής. Ο Λου Ρηντ επίσης, ο Tom Waits, μερικά κομμάτια των Pink Floyd. Κι από Έλληνες ο Σαββόπουλος, ο Γκάτσος

 Ποιον ποιητή ξεχωρίζετε ως πολλά υποσχόμενο από τη νεότερη γενιά; Πριν από μερικά χρόνια εμφανίστηκε μια νέα γενιά ποιητών που μπήκε πολύ δυναμικά στον χώρο της ποίησης. Και όταν λέω δυναμικά, εννοώ έτοιμη γι’ αυτόν τον μαραθώνιο που λέγαμε πριν. Είναι ο Χάρης Ψαρράς, ο Γιάννης Δούκας, ο Δημήτρης Ελευθεράκης, ο Γιώργος Λαμπράκος, η Δήμητρα Κωτούλα, και άλλοι πολλοί. Ενδεικτικά αναφέρω αυτά τα ονόματα.

 «Σε μια εποχή διαβρωμένου λόγου», έχετε πει, «δεν γράφει κανείς για το μεγάλο κοινό αλλά για να κρατήσει τη γλώσσα ζωντανή». Κινδυνεύει να χαθεί η ελληνική γλώσσα; Όχι. Ο Ισπανός ποιητής Χιμένεθ είχε πει κάτι που μου αρέσει πολύ: «Οι ποιητές γράφουν για μια απέραντη μειοψηφία». Το ειδικό βάρος των αναγνωστών μας ενδιαφέρει, όχι το πλήθος. Πάντα η ποίηση απευθύνεται σε λίγους. Είναι μια αριστοκρατική τέχνη. Σε μια εποχή διαβρωμένου λόγου δεν μπορεί να είναι δημοφιλής. Λένε κάποιοι πως είναι δύσκολη και γι’ αυτό δεν τη διαβάζουν, αλλά η δυσκολία είναι και η αρετή ενός πράγματος. Μας εξιτάρει. Η ευκολία μας οδηγεί αναπόφευκτα στην πλήξη. Απ’ την άλλη, η δυσκολία δεν είναι εγγενής ιδιότητα ενός κειμένου. Έχει να κάνει με το πώς μας έχουν μάθει να διαβάζουμε.  Αν δεν έχει μάθει ο άλλος να διαβάζει τίποτα, κι ένα απλό ποίημα του Καβάφη να του δώσεις, απ’ τα μέτρια, τα «Κεριά» ξέρω ’γω, θα σου πει δύσκολο είναι.

 Μέτριο ποίημα τα «Κεριά»; Μέτριο σε σχέση με το corpus των καβαφικών ποιημάτων. Προφανώς, δεν είναι τίποτα σπουδαίο… Κάποτε είχε δώσει μια συνέντευξη ο Καραμανλής, ο πρώην πρωθυπουργός. Μια σικέ συνέντευξη με τον Ρουσόπουλο. Τον ρωτάει λοιπόν ο Ρουσόπουλος τι κάνει τον ελεύθερο χρόνο του, λέει αυτός, «διαβάζω ποίηση». «Τι διαβάζετε;». «Καβάφη» του απαντάει. «Τι λέτε! Διαβάζετε Καβάφη; Και ποιο ποίημά του σας αρέσει;» Λέει ο Καραμανλής, «την Ιθάκη», κάνει μια παύση και μετά συμπληρώνει «και φυσικά τις Θερμοπύλες». Προφανώς ο άνθρωπος δεν έχει πιάσει ποτέ στα χέρια του τον Καβάφη. Αυτά τα ποίηματα είναι στο αναγνωστικό του σχολείου. Ένας πιο καλλιεργημένος, θα επέλεγε ένα ποίημα που όντως τον συγκινεί – όχι αυτό που περιμένει ν’ ακούσει ο θεατής στην τηλεόραση.

07_VLAVIANOS_007

 Έχετε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι διαβάζετε δέκα βιβλία ταυτόχρονα. Για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, δεν του λείπει κάτι στη ζωή του; Σας δίνω την εντύπωση ότι μου λείπει κάτι απ’ τη ζωή μου; (γέλια)

 Όχι εντάξει, απλώς σκεφτόμουν τα «Τείχη» του Καβάφη και βλέπω και αυτά τα βιβλία που μας χωρίζουν εδώ στο γραφείο σας… Τα βιβλία ενώνουν, δεν χωρίζουν. Αυτό το τείχος πέφτει εύκολα – υπάρχουν άλλα που δεν πέφτουν με τίποτα. Το πώς ζει ο καθένας… Δηλαδή συγγνώμη, αν ένας ζει κλεισμένος στο σπίτι του και βλέπει 17 ώρες τη μέρα τηλεόραση, το ίδιο πράγμα δεν είναι; Και χειρότερο. Αν πηγαίνει κάθε βράδυ στα μπουζούκια;

 Αν παίζει χαρτιά… Χαρτιά παίζω κι εγώ. Κάθε δεύτερη Κυριακή. Αν το έκανα κάθε μέρα, θα ήμουν χαρτοπαίχτης. Θέλω να πω, είναι όλα θέμα δοσολογίας. Κάνω δεκάδες άλλα πράγματα. Βγαίνω με φίλους, πηγαίνω σινεμά, θέατρο, σε εκθέσεις… Απλώς νομίζω ότι υπάρχουν στιγμές μέσα στη μέρα που μ’ αρέσει να απομονώνομαι, να γίνομαι αρκετά αντικοινωνικός και να διαβάζω. Το «δέκα βιβλία ταυτόχρονα» έχει να κάνει με τη σχιζοειδή μου φύση. Επειδή βαριέμαι εύκολα, πιάνω ένα βιβλίο κι αν δε με κερδίσει, πιάνω άλλο. Ή, πολλές φορές, το ίδιο το βιβλίο θα σε παραπέμψει σε άλλο, πριν καν το ολοκληρώσεις.

 Αφήνετε βιβλία στη μέση; Ναι, βέβαια. Δεν είμαι καταναγκαστικός αναγνώστης. Πλήττω εύκολα και εξάλλου έχω τόσο πολλά βιβλία, πάνω από 13.000 τόμους. Εχθές παρεμπιπτόντως μετακόμισα. Έφτασαν στο νέο σπίτι 332 κούτες με βιβλία. Οι μεταφορείς απόρησαν. Και φυσικά η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν ήταν: «τα έχετε διαβάσει όλα αυτά;» Φυσικά και δεν τα έχω διαβάσει, και ακριβώς επειδή έχω να επιλέξω ανάμεσα σε τόσα πολλά, αν ένας συγγραφέας δεν με κερδίσει, τον εγκαταλείπω και προχωράω στον επόμενο.

Κάτι τελευταίο: Γιατί παίζετε χαρτιά; Απ’ τον πατέρα μου το πήρα. Να και κάτι καλό που μου ’μαθε.

07_VLAVIANOS_005

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

Ξυπνάς στην καμπίνα του Queen Mary και ανακαλύπτεις ότι η μητέρα σου λείπει. Περιπλανιέσαι ώρες στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του υπερωκεάνιου και καταλήγεις να περπατάς ξυπόλυτος στο τρίτο κατάστρωμα. Ξαφνικά ένας ναύτης σε αρπάζει από τη μέση και σε σηκώνει στον αέρα. Τα μεγάφωνα του πλοίου επαναλαμβάνουν το όνομά σου και μερικές ακατανόητες λέξεις. Είσαι μόλις τριών. Λίγες στιγμές αργότερα καταφθάνει η μητέρα σου ελαφρώς ταραγμένη, συνοδευόμενη από έναν μελαψό κύριο με γαλάζιο κοστούμι. Σου χα- μογελάει τρυφερά και σου εξηγεί ότι είχε πάει στο μπαρ να πιει ένα ποτήρι νερό.

————————

Ακούς τη γνωστή, βραχνή φωνή στον τηλεφωνητή: «Χρόνια πολλά. Να ζήσεις, γιε μου». Κάθε χρόνο η ίδια φράση, την ίδια μέρα – 19 Ιουνίου. Πάντα την επομένη των γενεθλίων σου. Δεν θα ’πρεπε να ξέρει; Δεν ήταν εκεί όταν συνέβη; Του είχες δείξει στο πρόσφατο ταξίδι του και τη ληξιαρχική πράξη, επικυρωμένη από το προξενείο. Γιατί επιμένει στη λάθος ημερομηνία; Είναι ο τρόπος του να επιδεικνύει την πατρική εξουσία;

Δώρο πάντως δεν σου έδωσε ποτέ, ούτε τότε που ήσουν μικρός. Η ευχή αρκούσε. Και η υπενθύμιση ότι αυτός όριζε τα πάντα. Ακόμη και το πότε θα έπρεπε να έχεις γεννηθεί;

————————-

Κοιτάζεις τώρα τη φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Ναϊρόμπι έναν μήνα μετά τον γάμο τους. Είχαν παντρευτεί στα κρυφά και το είχαν σκάσει από την Ελλάδα. Εκείνη δούλευε στην Αθηναϊκή τότε, στο πολιτικό ρεπορτάζ, και είχε κανονίσει να πάει στην Κένυα να καλύψει το θέμα «Μακάριος». Τον πήρε μαζί της. Τόσο νέοι –23 και 26–, και τόσο αποφασισμένοι για όλα. Σκέφτεσαι τώρα τους στίχους του Λάρκιν: «They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do».

 

 

ΙΝFO

To μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις του Χάρη Βλαβιανού «Το αίμα νερό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Πέμπτη 3/4 και ώρα 20.30 στο βιβλιοπωλείο Ιανός (Σταδίου 24).

1 2