Πέρσι τέτοια εποχή, μια αποκαρδιωτική παγωμάρα πλανιώταν πάνω απ’ τις αίθουσες και τα γραφεία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κι αυτό όχι λόγω καιρού: Με τη στρόφιγγα των κρατικών βοηθημάτων να κλείνει όλο και περισσότερο, και τη χρηματοδότηση των ΕΣΠΑ, των βασικών αιμοδοτών της διοργάνωσης δηλαδή, να τελειώνει, η μεγαλύτερη γιορτή ντοκιμαντέρ της χώρας ετοιμαζόταν για την επόμενη επέτειό της όχι απλώς να περάσει την πιο δύσκολή της χρονιά, αλλά να μετατραπεί σε οικονομικό καμικάζι πρακτικά. Κι όμως, ένα χρόνο μετά, παρά τις γενικευμένες περικοπές απ’ το προσωπικό ως τις υποδομές, κι απ’ τους καλεσμένους μέχρι τους ανταποκριτές, το Φεστιβάλ απέδειξε πως όντως τελικά, καμιά φορά με λιγότερα μπορείς να πετύχεις πιο πολλά.
Στη 17η χρονιά της, η διοργάνωση δεν κατάφερε μονάχα να σταθεί στα πόδια της σθεναρά, αλλά απέσπασε την αγάπη του κοινού σε τέτοιο βαθμό που όχι απλώς ξεπέρασε τις 50 χιλιάδες εισιτήρια και το 80% σε πληρότητες προβολών, αλλά τύπωσε και 2 χιλιάδες έξτρα ψηφοδέλτια για να αναδειχθούν τα Βραβεία Κοινού. Πραγματικά εντυπωσιακή ανταπόκριση για τα πλέον σημαντικά βραβεία της διοργάνωσης που φέρουν το όνομα της μπίρας Fischer, βασικού υποστηρικτή του φεστιβάλ για πολλοστή χρονιά.
Το μεγαλύτερο απ’ αυτά, το βραβείο Peter Wintonick για το καλύτερο μεγάλου μήκος ντοκιμαντέρ του διεθνούς τμήματος, απονεμήθηκε στο βρετανικό Virunga, το doc του Orlando von Einsiedel, που επικύρωσε τον τίτλο του ως ένα απ’ τα σπουδαιότερα της χρονιάς, όταν εξασφάλισε μια θέση στην πεντάδα ντοκιμαντέρ των περασμένων Όσκαρ. Επικεντρωμένο στο πάρκο Virunga του Κονγκό, το τελευταίο καταφύγιο των ορεσίβιων γορίλλων, που έχει επισημανθεί κι ως Σημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς απ’ την UNESCO, το ντοκιμαντέρ του von Einsiedel παρακολουθεί τις προσπάθειες μιας ομάδας δασοφυλάκων να προστατεύσουν αυτό το κομμάτι σπάνιου φυσικού του πλούτου της χώρας, τόσο απ’ τις γεωπολιτικές εντάσεις της περιοχής, όσο κι απ’ τις οικονομικές πιέσεις των διεθνών πετρελαϊκών συμφερόντων, που προσπαθούν να διαφθείρουν τα αλληλοσπαρασσόμενα στρατόπεδα ισχύος, για να μπορέσουν να πατήσουν πόδι στην περιοχή και να εκμεταλλευτούν τα υπολίμνια κοιτάσματά της.
Όχι απαραίτητα μαχητικό, με την καταγγελτική απόχρωση του όρου, αλλά απολύτως πολιτικά συνειδητοποιημένο, το Virunga, που προβλήθηκε και ως ταινία λήξης του φεστιβάλ, αποδείχθηκε ένα ντοκιμαντέρ με βαθιά και ευρεία γνώση των γεωπολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανισορροπιών της περιοχής, που πετυχαίνει στο έπακρο τον στόχο που οφείλει κάθε φιλόδοξος ντοκιμαντερίστας να θέτει στον εαυτό του: με έντονη και πολυσχιδή σκηνοθεσία, ο von Einsiedel αποφεύγει τον εύκολο εντυπωσιασμό (παρ’ ότι το φυσικό περιβάλλον της περιοχής μπορεί να σου κόψει την ανάσα ανά πάσα στιγμή), και ξεπερνά τη συναισθηματική καθοδήγηση (αν και δεν θα μπορούσε να σου αποκρύψει πόσο αξιαγάπητα είναι τα γοριλάκια του, ακόμη κι αν προσπαθούσε), και κάνει την ταινία του ένα απ’ αυτά τα σπάνια ντοκιμαντέρ που σε κάνουν να ξεχνάς ότι βλέπεις ντοκιμαντέρ. Μπλέκοντας την βαθιά πολιτική του αφήγηση με το σασπένς ενός κατασκοπικού θρίλερ και την ένταση μιας πολεμικής ταινίας, το Virunga αποδεικνύει ότι το ντοκιμαντέρ παραμένει ένα απ’ τα πιο άμεσα και αναγκαία μέσα καταγραφής και προβολής των συγκλονιστικότερων απ’ τις λιγότερο γνωστές πραγματικότητες του κόσμου μας.
Εύλογα λοιπόν, η ταινία ήταν κι ένα απ’ τα βασικά σημεία συζήτησης στο πανηγυρικό πάρτι λήξης που ακολούθησε, σε μια καινούρια άφιξη στη νυχτερινή to-do list της Θεσσαλονίκης: δροσερό στη διακόσμηση, φλογερό στη μουσική και ζωηρά νεανικό στον κόσμο του, το Paraty που έχει αναδειχθεί σ’ ένα απ’ τα πιο hot μαγαζιά στα Λαδάδικα (και όχι άδικα), αποδείχθηκε το καλύτερο spot που έχει διαλέξει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για πάρτι αποχαιρετισμού τα τελευταία χρόνια. Τα κορίτσια της Fischer μοίραζαν μπύρες, απαραίτητο συνοδευτικό των μεταφεστιβαλικών συζητήσεων, υπενθυμίζοντας την έμπρακτη, για άλλη μια χρονιά, στήριξη της διοργάνωσης και την πολύτιμη παρουσία της ώστε να κλείσει το Φεστιβάλ με ακμαιότερο όλων ένα και μόνο συναίσθημα: αυτό της προσμονής για το επόμενο ραντεβού.