Σχεδόν 30 κινηματογραφικά φεστιβάλ γίνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, που σημαίνει 2μιση για κάθε μήνα του χρόνου, για ολονών τα γούστα, κινηματογραφικά και παρακινηματογραφικά. Πόσα όμως απ’ αυτά γίνονται στον ίδιο τον υπολογιστή σου; Απάντηση: μονάχα ένα. Το altCineAction! κλείνει φέτος τον τέταρτο χρόνο λειτουργίας του, σερβίροντας από τους σέρβερ του κατευθείαν στην οθόνη σου ένα υπερχορταστικό 8ωρο πρόγραμμα των καλύτερων απ’ τις μικρού μήκους που διαθέτει η κοντινή μας γειτονιά. Με μια απλή εγγραφή κλικάρεις, παρακολουθείς, βαθμολογείς και σχολιάζεις αμέτρητες μικρού μήκους ταινίες απ’ τις τέσσερις γωνιές των Βαλκανίων, και βοηθάς όχι μονάχα στην ανάδειξη των καλύτερών τους για τα βραβεία κοινού, αλλά και στην δική σου για τη θέση του καλύτερου κριτικού. A ναι, στο altCineAction! δεν βλέπεις μονάχα φεστιβάλ, αλλά κερδίζεις και τα βραβεία του!
Επικεντρωμένο στη βαλκανική παραγωγή, το altCineAction! που ξεκίνησε ως απότοκος της κινηματογραφικής βάσης δεδομένων του altCine, εγκαινιάζει φέτος το 5C project: μια κριτική επιτροπή από ακαδημαϊκούς του κινηματογράφου θα επιλέξει τους πέντε καλύτερους σχολιαστές της φετινής φουρνιάς συμμετοχών, και θα τους δώσει την ευκαιρία να ταξιδέψουν σε τέσσερις βαλκανικές πόλεις μαζί με τους δημιουργούς των βραβευμένων ταινιών, για να παρακολουθήσουν εξιδικευμένα σεμινάρια σχετικά με την δημιουργία και την ανάγνωση της κινηματογραφικής γλώσσας. Μια εξαιρετική πρωτοβουλία αυτής της κινηματογραφικής πλατφόρμας, που έχει στην πολύ σύντομη, αλλά πολύ παραγωγική ζωή της, καταφέρει να εξελιχθεί όχι μόνο σε πόλο έλξης των δημιουργικότερων χυμών της παρεξηγημένης χερσονήσου μας, αλλά να αποτελέσει και σημείο αναφοράς για φεστιβάλ ανα την υφήλιο. Γιατί σημασία δεν έχει μόνο να προσελκύσεις θεατές για μια παραμελημένη κινηματογραφία, αλλά να σμιλέψεις και τους ανθρώπους που θα την μεταλαμπαδεύσουν.
Έχοντας ήδη αναλάβει τον προγραμματισμό βαλκανικών τμημάτων για τα φεστιβάλ της Κροατίας, της Ρουμανίας και της Αλβανίας, η ομάδα του altCineAction! βρίσκεται σε συνενοήσεις για τον σχηματισμό αντίστοιχων προγραμμάτων στην Κροατία, την Αυστρία και την Ιαπωνία, ενώ απ’ τη χρονιά που πέρασε εγκαινίασε και τη μόνιμη συνεργασία με το απόλυτο ετήσιο ραντεβού των μικρομηκάδων στη Δράμα. Πίσω απ’ αυτό το μικρό θαύμα, που ολοκληρώνει τις φετινές δράσεις του το ερχόμενο Παρασκευοσαββατοκύριακο με masterclasses, εργαστήρια και παρουσιάσεις, και φυσικά προβολές, απονομές και πάρτυ, βρίσκεται η Ηλέκτρα Βενάκη, η οποία μίλησε στην Popaganda για το πώς είναι να διαχειρίζεσαι ένα online φεστιβάλ, σε μια χώρα με ιδιαίτερη έφεση στον διαδικτυακό κανιβαλισμό.
Πώς γενιέται ένα φεστιβάλ ανοιχτό σε όλο τον κόσμο και σε κάθε είδους κοινό, από μια πλατφόρμα που ξεκίνησε ως βάση δεδομένων με στόχευση τον ακαδημαϊκό αναγνώστη; Όταν ξεκίνησε το altcine ως ακαδημαϊκή πλατφόρμα, ήθελα να συγκεντρώσω κάποιες ταινίες από το σινεμά της γειτονιάς μας, το οποίο εκείνη την εποχή δεν ήξερα, κι ήθελα να μάθω μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία. Και παράληλα να δημιουργήσω μια βάση δεδομένων με όλα όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτό το σινεμά, στα διάφορα πανεπιστήμια που ασχολούνται με αυτό το κομμάτι. Αυτό που ήθελα όμως ουσιαστικά, ήταν να δημιουργηθεί ένα νέο κοινό για το βαλκανικό σινεμά, κομμάτι του οποίου είναι και το ελληνικό, κι ας το αρνιόμαστε –το ‘11 που ξεκινήσαμε, όλοι μου έλεγαν «άντε ρε, τι δουλειά έχουμε εμείς με το Βαλκανικό, εμείς είμαστε Μεσόγειοι, Ευρωπαίοι» και τα λοιπά. Από ‘κει γεννήθηκε το φεστιβάλ λοιπόν, και μάλλον κάπως τυχαία, επειδή δεν είχαμε πολλές μικρού μήκους ταινίες στη βάση μας. Το online ως πλατφόρμα μας ήταν δεδομένο, δεν είχαμε λεφτά, έπρεπε όλα να γίνουν φτηνά, κι η φυσική εξέλιξη για να φέρουμε τον κόσμο σε επαφή με τις βαλκανικές μικρού μήκους ταινίες, ήταν να κάνουμε ένα online φεστιβάλ ώστε να βάλουμε όλον τον κόσμο να τις δει. Όχι μόνο οι Βαλκάνιοι όμως, αλλά ο καθένας. Αυτός ήταν ο σκοπός: Ένα Βαλκανικό φεστιβάλ ανοιχό σ’ όλον τον κόσμο να μπορεί ο καθένας να δει και να ψηφίσει.
Η διαδικασία υποβολής των ταινιών είναι εντελώς ανοιχτή και σχετικά τυχαία: όποιος προλάβει ανεβάζει την ταινία του, μέχρι να συμπληρωθούν τα 480 λεπτά που διαθέτει κάθε χρόνο το φεστιβάλ. Πώς εξασφαλίζεται ότι η ποιότητα των ταινιών δεν θα είναι τέτοια ώστε ο απλός θεατής δε θα φρικάρει μια για πάντα; Επειδή ακριβώς όλο το πράγμα ξεκίνησε με ακαδημαϊκή στόχευση, οι αρχικοί χρήστες του altcine ήταν άνθρωποι σοβαροί, διδάκτορες, υποψήφιοι διδάκτορες, μεταπτυχιακοί και ούτω καθεξής. Οπότε όταν δώθηκε στους χρήστες της σελίδας η δυνατότητα να σχολιάζουν ταινίες, το αποτέλεσμα ήταν ανάλογο. Αυτό λοιπόν, στα παιδιά που θα έστελναν ταινίες, προκάλεσε έναν βαθμό αυτολογοκρισίας. Ήξέραν ότι θα κριθούν από κάτω, και δεν θέλαν να τους γράψουν άσχημα πράγματα. Κι έτσι δε στείλανε μπούρδες –ξέρεις, αυτό είναι κάθε φορά ένα τεράστιο τεστ, το τι θα σου ‘ρθει. Είδαμε επίσης να έρχονται βραβευμένες ταινίες επί το πλείστον, γιατί πρέπει να έχουν τελειώσει τον κύκλο των φεστιβάλ, και οι δημιουργοί να είναι έτοιμοι για την επόμενη ταινία τους, ούτως ώστε να έχει νόημα να διεκδικήσουν και το βραβείο, που είναι κονδύλια συμπαραγωγής. Οι ίδιοι οι δημιουργοί λοιπόν λειτούργησαν ως προκριματική επιτροπή, κι αυτό έχει τέραστια σημασία.
Αυτό όμως δεν αποστερεί από το φεστιβάλ τη δυνατότητα να καθορίσει την ταυτότητά του; Αν είχα επέμβη στην επιλογή, η ταυτότητα που θα βλέπαμε στο φεστιβάλ θα ήταν η δική μου ταυτότητα, και δεν το ήθελα αυτό, δεν ήθελα δηλαδή το φεστιβάλ να αντανακλά την προσωπικότητα του εκάστοτε επιλογαία. Εμείς επεμβαίνουμε μονάχα σε ό,τι έχει να κάνει με την ποιότητα τεχνικών ζητημάτων, την ποιότητα της κόπιας ας πούμε. Από ‘κει και πέρα όμως, με τον τρόπο αυτό, του να βάζουν οι δημιουργοί μόνοι τους τις ταινίες (έτσι κι αλλιώς μόνο μία ταινία μπορεί να υποβάλλει ο καθ’ ένας τη χρονιά), η ταυτότητα που αποκτά το φεστιβάλ, είναι η ταυτότητα που προκύπτει απ’ τις φωνές των χωρών που συμμετέχουν. Και βλέπεις λοιπόν έτσι, πως ό,τι έρχεται από τη Σλοβενία έχει μια δική του ταυτότητα, ό,τι είναι από την Ελλάδα έχει μια άλλη, και αντίστοιχα για όλες τις υπόλοιπες χώρες. Βλέπεις ότι οι Σέρβοι, για παράδειγμα, κάνουν ταινίες πιο πολιτικές και πιο πειραματικές. Κι επίσης λατρεύουν τις ελληνικές, γιατί βλέπεις και τη σχέση των θεατών πια με την κινηματογραφία της κάθε χώρας.
Η online φύση του φεστιβάλ λειτουργεί ανταγωνιστικά, ή συμπληρωματικά με άλλα αντίστοιχα φεστιβάλ της περιοχής, όπως το Balkan Survey του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για παράδειγμα; Σαφώς συμπληρωματικά, εννοείται. Αυτό που γίνεται είναι ότι, αφού κερδίσαμε το στοίχημα της ποιότητας των ταινιών, κι έχουμε πια δημιουργήσει έναν πόλο αφ’ ενός, κι αφετέρου μια ταινιοθήκη με τις συμμετοχές των τελευταίων ετών, μάς καλούν πια τα φεστιβάλ να τους κάνουμε πρόγραμμα. Τώρα αρχίσαμε τη μόνιμη συνεργασία με τη Δράμα, όπου γίνεται Βαλκανικό Τμήμα από εμάς. Στα Τίρανα, που πια δίνουμε και βραβείο ως altCine, δημιουργήσαμε Balkan τμήμα. Στη Ρουμανία επίσης, τώρα στη Κροατία και στην Αυστρία. Η Ιαπωνία μας έχει καλέσει να της κάνουμε ένα τμήμα τέτοιο. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει χώρος για ακόμη μεγαλύτερη εξέλιξη, αν και το Balkan Survey είναι ένα εξαιρετικό τμήμα και με τον επικεφαλής του, τον Δημήτρη Κερκινό, συνεργαζόμαστε πολύ στενά –φέτος συμμετέχει και στο The 5C Project, θα κάνει workshop στα Τίρανα, σχετικά με το πώς επιλέγεται μια ταινία για ένα φεστιβάλ.
Ποιες είναι οι τάσεις λοιπόν που βλέπεται στη βαλκανική σκηνή, τι είναι αυτό που κάνει τη χερσόνησό μας τόσο ζωηρή ώστε να είναι και ενδιαφέρουσα για τον θεατή; Υπάρχει μια αφύπνιση και μια στροφή στο σινεμά, με έντονο πολιτικό κριτήριο. Με την έννοια ότι χώρες πρώην Γιουγκοσλαβικές, η οποίες θέλουν να επιδείξουν μια οντότητα, ρίχνουν λεφτά στο σινεμά. Κυνηγάνε Όσκαρ, κυνηγάνε διακρίσεις, χρησιμοποιούν το σινεμά για να αναδειχθούν. Σε αντίθεση με τους Σέρβους για παράδειγμα, που ενώ παλιότερα ήταν το κινηματογραφικό κέντρο της Γιουγκοσλαβίας, είχαν μείνει τόσο πίσω, που μόλις φέτος έκαναν αίτηση για να εισαχθούν στο ευρωπαϊκό δίκτυο του MEDIA.
Να λοιπόν μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση σε σχέση με την ελληνική κινηματογραφία, όπου όλες οι ντόπιες παραγωγικές δυνάμεις παρακαλούν ακριβώς για μια τέτοια πολιτική ενίσχυσης του πολιτισμικού προϊόντος, από μια πολιτεία που δείχνει μια τάση αν όχι καταστροφική, τουλάχιστον αναστάτωσης. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό, και πολύ απογοητευτικό θέμα, ιδίως δεδομένου του πώς κινείται η γειτονιά. Και δε θα μας συγκρίνω για παράδειγμα με τους Γάλλους και τα ποσά που επενδύουν στο σινεμά, τις φοροαπαλλαγές, και το στήσιμο της βιομηχανίας τους. Με τα Βαλκάνια αν μας συγκρίνω μόνο, η κατάσταση που επικρατεί εδώ είναι τουλάχιστον τραγική. Γεννιέται μια πολύ καλή κινηματογραφία αυτή τη στγμή, από λεφτά της τσέπης. Που μπορεί να είναι μια άλλου τύπου λύση, αλλά δεν μπορεί να είναι μια μόνιμη λύση βέβαια. Δεν μπορεί να είναι πάντα χόμπι το σινεμά. Και κάτι άλλο: δεν υπάρχει μια πολιτική. Δηλαδή, αν κατά τύχη βγει μια ταινία κι είναι καλή και κάνει κάτι, δεν υπάρχει κάποιος να το πιάσει και να το πάει παραπέρα. Υπάρχουν νέα πρόσωπα και νέες προσεγγίσεις, αλλά δεν υπάρχει μια υποδομή να τους αγκαλιάσει για να δημιουργήσει και μια συνέχεια. Υπάρχουν ας πούμε πέντε χαρισματικοί άνθρωποι. Ωραία. Όταν μεγαλώσουν; Όταν πεθάνουν; Θα σταματήσει όλο αυτό; Πού είναι η υποδομή που θα τους τους εκμεταλλευτεί, να γίνουν μέντορες και για άλλους και να δημιουργηθεί μια τάση, μια σχολή, μια κανονικότητα. Καλοί οι χαρισματικοί, αλλά τελειώνουν. Τι κάνεις μετά; Γιατί, ξέρεις, υπάρχει κι ο άλλος κίνδυνος: όλοι αυτοί που θα ακολουθήσουν, η επόμενη γενιά χαρισματικών δηλαδή, μπορεί πολύ εύκολα απλώς να φύγει. Κι όλη αυτή η δεξαμενή που έχουμε, ξαφνικά να αδειάσει. Σήμερα τα παιδιά ταξιδεύουν, κάνουν επαφές, βρίσκουν παραγωγούς, ξέρουν πώς και πού να χτυπήσουν πόρτες, δεν είναι υποχρεωμένα να κάτσουν εδώ.
Εσείς εδώ βλέπεται τα νέα άνθη του ελληνικού σινεμά απ’ την ώρα που είναι ακόμα σπόρια μέσα στο έδαφος. Τι βλέπετε να έρχεται; Όταν πρωτοβγήκε το weird, εκείνη τη χρονιά είχαμε πολλές weird ταινίες. Στις μικρού μήκους εννοώ. Παράλογα πολλές. Τέλειωσε όμως αυτό. Όλες τις υπόλοιπες χρονιές, αυτό που βλέπουμε συνεχώς να επικρατεί, είναι μια αγάπη προς τον συμβολισμό. Σε πολλά επίπεδα. Ο τρόπος που γράφουμε δηλαδή, ως Έλληνες, έχει στοιχεία συμβολισμού σε εντυπωσιακό βαθμό ακόμα και σε θέματα πολύ απλά, ρεαλιστικά, κι ακόμα και σε διαφορετικά είδη, απ’ την κωμωδία ως το θρίλερ. Προκύπτει λοιπόν ότι είναι κομμάτι της κουλτούρας μας, χαρακτηριστικό μας χαρακτηριστικό του τρόπου που έχουμε μάθει να λειτουργούμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία: να λέμε κάτι και να εννοούμε κάτι άλλο. Γιατί πάντα, το τι κάνει μια κινηματογραφία αντικατοπτρίζει σε σημαντικό βαθμό τι κάνει και η εκάστοτε κοινωνία.