Οι ιστορίες για έναν άνθρωπο που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο εντοπίζονται σε ουκ ολίγες λαϊκές παραδόσεις. Άλλωστε, η ιδέα ότι κάποιος συνδιαλέγεται με το κακό αποσκοπώντας σε ένα -διόλου ευκαταφρόνητο- ίδιον όφελος, έχει μια διαχρονική γοητεία. Και, βέβαια, η πιο γνωστή περίπτωση τέτοιας ανίερης συμφωνίας είναι εκείνη του Φάουστ στο ομώνυμο έργο του Γκαίτε.
Σε αυτήν ο Διάβολος-Μεφιστοφελής με τα μαγικά του τεχνάσματα δεν δυσκολεύεται να πείσει τον πρωταγωνιστή ότι μπορεί να του δώσει ξανά τα νιάτα του, με αντάλλαγμα εκείνος να του πουλήσει την ψυχή του. Σε κάθε περίπτωση, το πρότυπο του Φάουστ βασίζεται σε ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο που γεννήθηκε γύρω στο 1480 στο Κίντλιγκεν της Γερμανίας και αυτοπαρουσιαζόταν ως Μάγιστρος Γεώργιος Σαμπέλικους, Φάουστους υιός, «κεφαλή των νεκρομαντών, αστρολόγος, χειρομάντης, αερομάντης, πυρομάντης, δεύτερος στην υδρομαντεία».
Εικάζεται ότι έχαιρε σημαντικής αναγνώρισης ως αστρολόγος, αφού οι Γερμανοί πρίγκιπες τον πλήρωναν ένα ποσό εφάμιλλο της αξίας ενός αλόγου, για ένα μόνο ωροσκόπιο! Σίγουρα ο πραγματικός Φάουστους ήταν μία ξεχωριστή -και αμφιλεγόμενη- φυσιογνωμία της εποχής του που περιπλανιόταν σε όλη τη Γερμανία και ήταν ευρύτερα αποδεκτός για τις επιδόσεις του στις μαντικές τέχνες.
Όταν πέθανε από μία αιφνίδια έκρηξη χημικών κατά τη διάρκεια ενός πειράματος, η φήμη του άρχισε να αποκτάει μυθικές διαστάσεις. Το 1587, ο Σπίης, ένας βιβλιοπώλης στη Φραγκφούρτη, δημοσίευσε την «Ιστορία της επάρατης ζωής και του αντάξιού της θανάτου του Δόκτορος Ιωάννου Φάουστους», που μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως στα αγγλικά.
Ο συγγραφέας αυτής της ιστορίας συγκέντρωσε ό,τι άκουσε και διάβασε για τον Φάουστους: από τις περιπέτειές του στις βασιλικές αυλές μέχρι την «αφοσίωσή» του στον Διάβολο. Ο Φάουστους, μέσα από εκείνες τις σελίδες, αναδεικνύεται ως μία πληθωρική προσωπικότητα καταδικασμένη να αναζητάει τη γνώση με κάθε τίμημα.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο Κρίστοφερ Μάρλοου (1564-1593) εντυπωσιάστηκε από αυτήν τη διαχρονική επικαιρότητα του πόθου για πλήρη γνώση, δράση, αλλά και ηδονή. Κάπως έτσι πρόκυψε η «Τραγική ιστορία της ζωής και του θανάτου του Δόκτορα Φάουστους» (1588 ή 1589) του Μάρλοου. Αυτό που κατάφερε ο Άγγλος συγγραφέας ήταν να εκσυγχρονίσει τον μεσαιωνικό διάβολο, με τον Μεφιστοφελή να είναι πολύξερος και να γνωρίζει σε βάθος τη θεολογία του αντιπάλου του, ενώ σίγουρα αποδεικνύεται πιο επιδέξιος από τον Φάουστους στη διαλεκτική.
Όσο για τον Φάουστους, συνενώνει εξαιρετικά -μέσα σε μία μοναδική προσωπικότητα- την απεριόριστη δυνατότητα του ανθρώπου τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Ώσπου, έρχεται ο «Φάουστ» του Γκαίτε, για να υπονομεύσει ανεπανόρθωτα την πάλαι ποτέ δοξασία ότι υπάρχουν δύο αντιθετικές δυνάμεις -το καλό και το κακό- που αντιμάχονται η μία την άλλη.
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1749-1832) ήταν περίπου είκοσι χρονών όταν άρχισε να δουλεύει τη βασική υπόθεση του πρώτου μέρους του δικού του Φάουστ -προφανώς είχε και εκείνος μία εμμονή με την παλιά ιστορία του Δόκτορα Φάουστους- για να ολοκληρώσει το δεύτερο και τελευταίο μέρος του έργου το 1831, λίγο πριν το θάνατό του.
Το διαχρονικό και πρωτοποριακό αυτό έργο γεννήθηκε μέσα από τους συσχετισμούς και τους όρους της κοσμοθέασης την οποία, σταδιακά, απέκτησε ο Γκαίτε. Η άνιση αναμέτρηση του Φάουστ με τον Μεφιστοφελή, αποτελεί, στην ουσία, την αναμέτρηση του καλού -που εντούτοις εμπεριέχει το κακό- με το κακό το οποίο ωστόσο επιφέρει το καλό.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ούτε ο Φάουστ είναι αθώος, αφού έχει απηυδήσει βλέποντας ότι η γνώση -με τη συμβατική έννοια της συσσώρευσης πληροφοριών και της ανάλυσής τους- δεν οδηγεί πουθενά: Είναι αυτή η παρατεταμένη αίσθηση της ματαιότητας η οποία εξαναγκάζει τον Φάουστ να στραφεί στον Μεφιστοφελή, εκείνον που πρεσβεύει το κακό, μήπως βρει προς αυτήν την κατεύθυνση μία διέξοδο στη ζωή του.
Και, πράγματι, όταν ο Μεφιστοφελής εμφανίστηκε, ο Φάουστ ζήτησε να συνάψει συμμαχία μαζί του και να αποκτήσει έτσι πρόσβαση στις απόκρυφες δυνάμεις του. Με βάση τούτη τη συμφωνία – και με αντάλλαγμα την ψυχή του Φάουστ- ο Μεφιστοφελής τον πήρε και τον οδήγησε μακριά. Είναι μέσα από αυτήν την περιπλάνηση που ο ήρωας ανακαλύπτει μία γνώση που δεν ήξερε ότι υπήρχε, βιώνει πρωτόγνωρες καταστάσεις και συναισθήματα, ανακαλύπτει τις άγνωστες πτυχές ενός κόσμου του οποίου την ουσία αγνοούσε.
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε
«Φάουστ – Μία τραγωδία»
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Εκδόσεις: Κείμενα
Σελίδες: 680
Η νέα έκδοση του Φάουστ, ενός από τα κορυφαία έργα του νεότερου ευρωπαϊκού πνεύματος και της γερμανικής λογοτεχνίας, παρουσιάζεται σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Πέτρου Μάρκαρη. Η έμμετρη απόδοση των περίπου δώδεκα χιλιάδων στίχων του Γκαίτε είναι το μεταφραστικό έργο ζωής του διεθνούς φήμης συγγραφέα, ο οποίος δούλευε για αυτό πάνω από δέκα χρόνια.
Όπως φαίνεται και από αυτήν την εξαιρετική μετάφραση, ο Γκαίτε επανεξετάζει και ενίοτε κομματιάζει ιδέες, αξιώματα, δόγματα και προκαταλήψεις μιας ολόκληρης εποχής. Ο Φάουστ, με τη βοήθεια του Μεφιστοφελή, ξεπερνάει τις ηθικές αναστολές του. Ακόμη περισσότερο, θέλοντας να αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή εμπειρία, ζητάει από τον Μεφιστοφελή να τον κάνει νέο. Στη διάρκεια του έργου αρχίζει και πάλι να γερνάει: Γερνάει και πεθαίνει.
Με άλλα λόγια, όχι μόνο είμαστε αμετάκλητα καταδικασμένοι να πεθάνουμε, αλλά ο θάνατος δεν είναι παρά η άλλη όψη της ζωής: Ένα αναπόσπαστο μέρος της, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κακό είναι η άλλη όψη του καλού, ένα -δηλαδή- μέρος της υπόστασής του…
Ελένη Καραμαγκιώλη
«Μονωτική ταινία»
Εκδόσεις: Ιωλκός
Σελίδες: 176
Δεκαέξι ιστορίες για άντρες και γυναίκες που ζουν στη μεγάλη πόλη κάνοντας μικρά όνειρα. Άνθρωποι αεροστεγείς –τουλάχιστον έτσι φαίνονται– που άλλοτε λυτρώνονται και άλλοτε εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Πάντοτε, όμως, κινούνται. Τρέχουν ν’ αποφύγουν λακκούβες, βουτάνε σε πισίνες για να κρυφτούν, βάζουν ηλεκτρική σκούπα για να φέρουν κοντά τους αυτούς που αγάπησαν, καταστρέφουν παιδικά πάρτι… Κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν προστατευμένοι, μονωμένοι ή –τουλάχιστον– έτσι νομίζουν.
Χέρμαν Μέλβιλ
«Ο μεγάλος απατεώνας»
Μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 504
Μια πρωταπριλιά, το ατμόπλοιο «Φιντέλ» ταξιδεύει στον Μισισιπή γεμάτο απατεώνες. Ή μήπως πρόκειται απλώς για έναν μεγάλο απατεώνα, που διαρκώς μεταμορφώνεται, έναν άντρα που, αλλάζοντας ταυτότητα, προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνεπιβατών του για να τους εξαπατήσει; Εμφανίζεται άλλοτε σαν ζητιάνος, άλλοτε σαν επιτυχημένος επιχειρηματίας, άλλοτε σαν φιλάνθρωπος και άλλοτε σαν κοσμοπολίτης τζέντλεμαν. Κανείς δεν ξέρει ποιος στ’ αλήθεια είναι, ούτε γιατί ακριβώς το κάνει αυτό. Η παραπλάνηση των άλλων εκ µέρους του φαντάζει αυτοσκοπός. Ένα μυθιστόρημα για τις περσόνες που υιοθετούν οι άνθρωποι, κατασκευάζοντας την ταυτότητα που επιλέγουν κατά περίσταση. Μια πολυεπίπεδη κατεδαφιστική κοινωνική σάτιρα από την αριστοτεχνική πένα του συγγραφέα του «Μόµπυ Ντικ», γραμμένη τη δεκαετία πριν από το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Tina Turner
«Η ευτυχία είσαι εσύ – Ένας οδηγός για να αλλάξεις τη ζωή σου»
Μετάφραση: Σοφία Ανδρεοπούλου
Εκδόσεις: Πεδίο
Σελίδες: 280
Η Τίνα Τέρνερ, μία από τις πιο αγαπημένες καλλιτέχνιδες σε ολόκληρο τον κόσμο, μας δείχνει πώς μπορούμε όλοι μας να ξεπεράσουμε τα εμπόδια –ακόμα και να κάνουμε το αδύνατον δυνατόν– και να μεταμορφώσουμε τη ζωή μας. Επί δεκαετίες, η Τίνα Τέρνερ αποτελεί φωτεινό παράδειγμα μιας γυναίκας που μπορεί να γεννήσει ελπίδα από το τίποτα, να ξεπεράσει όλους τους περιορισμούς και να φτάσει σε μια επιτυχία που διαρκεί. Αντλώντας διδάγματα από τα βιώματά της –καθώς κατάφερε ξεκινώντας από πολύ χαμηλά να κατακτήσει την κορυφή– η Τίνα αναλύει τις πρακτικές αρχές του βουδισμού και μας δείχνει πώς, από το 1973, οι αρχές αυτές την έχουν βοηθήσει να ξεπεράσει την απόγνωση, τη δυστυχία και τη φτώχεια και να κατακτήσει τη χαρά, τη σταθερότητα και την ευημερία.
Νίκος Κοκκομέλης
«Ιστορίες της αυλής – Ιστοριογραφία, θεσμοί και κοινωνία στη Γαλλία του 17ου αιώνα»
Σελίδες: 200
Εκδόσεις: Εστία
Τα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου μπορούν να διαβαστούν είτε ως σύνολο είτε αποσπασματικά. Ο αναγνώστης που θα θελήσει να περιπλανηθεί στην ξένη χώρα την οποία αποτελεί για εμάς ο 17ος αιώνας μπορεί να επιλέξει ελεύθερα τη διαδρομή που θα ακολουθήσει. Εάν αρχίσει από το πρώτο κεφάλαιο, θα συναντήσει ανθρώπους που πάσχισαν να αποδείξουν κάτι που σήμερα μοιάζει αυτονόητο: ότι το μυθιστόρημα αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος λόγου. Εάν πάλι η επιλογή του είναι να διατρέξει το δεύτερο κεφάλαιο, θα έρθει αντιμέτωπος με το δίλημμα στο οποίο προσέκρουσαν όσοι κλήθηκαν να γράψουν την ιστορία του Λουδοβίκου ΙΔ’: πώς δηλαδή να συγγράψουν έναν πανηγυρικό χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι κολακεύουν τον υψηλό προστάτη τους. Εφόσον, τέλος, κάποιος προτιμά να ξεκινήσει από το τέλος, θα χρειαστεί να αναλογιστεί μια παράδοξη υπόθεση: ότι η ιστορία μπορεί, τελικά, να είναι ένα καλλιτεχνικό είδος, κάπου ανάμεσα στο θέατρο, το έπος και τη ρητορική.