Όταν ανακοινώθηκε ότι η εμβληματική ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, «Σπιρτόκουτο» θα γίνει μιούζικαλ, μια ερώτηση ακουγόταν διαρκώς στα διάφορα πηγαδάκια: «Μα γιατί μιούζικαλ το Σπιρτόκουτο»; Σε αυτή την ερώτηση όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια παράσταση λεπτοδουλεμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Μια καυτή αυγουστιάτικη Κυριακή, μέσα σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα με ένα χαλασμένο air condition, μια στερεοτυπική ελληνική πατριαρχική οικογένεια επικοινωνεί με ουρλιαχτά, βρισιές και απεγνωσμένες κραυγές. Ξεσπά ένας ιδρωμένος ενδοοικογενειακός πόλεμος που καταλήγει σε βίαιο μακελειό. Στο φόντο η τηλεόραση που παίζει αδιάκοπα, ένας ανεμιστήρας, ατελείωτα τσιγάρα και φραπές και η Βικτώρια Χαλκίτη να τραγουδά «Είσαι κρυφή αμαρτία».
Όλα μοιάζουν με σουρεάλ σκηνικό, μόνο που δεν είναι. Είναι μια συνηθισμένη μέρα μέσα στο πυρωμένο μικρό κουτί μιας πολυκατοικίας όπου ζει η «αγία ελληνική οικογένεια». Με τον πάτερ φαμίλια Δημήτρη να προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι είναι ο άντρας του σπιτιού επαναλαμβάνοντας σιχτιρίκια σε ατελείωτο κρεσέντο, τη σύζυγό του Μαρία να πετσοκόβει χωρίς έλεος, τον κουνιάδο του Γιώργο να προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά ενώ στην πραγματικότητα την αναζωπυρώνει, τον σεξιστή γιό του Λουκά σε ντελιριακή χυδαιότητα, την κόρη του Κική να παθαίνει αμόκ οργής, τον συνεργάτη Βαγγέλη που πρέπει επιτέλους να απαντήσει τι θα κάνει με τη Λίντα και τους λοιπούς παρατρεχάμενους που μπαινοβγαίνουν.
Μοιάζει παράξενο στο μυαλό όσων έχουν δει την ταινία που βγήκε πριν από 20 χρόνια ή ακόμα και την παράσταση που ανέβηκε το 2007 στο θέατρο Βικτώρια, πώς αυτή η οργισμένη έκρηξη των πρωταγωνιστών μπορεί να ντυθεί μουσικά, να γίνει μελωδία και τραγούδι και μάλιστα χωρίς να χάσει ούτε ίχνος από τη βαρύτητα των έντονων συναισθημάτων, των ακραίων συμπεριφορών και της ωμής σάτιρας.
Την ίδια ακριβώς σκέψη είχα κι εγώ μέχρι να βρεθώ στην κεντρική σκηνή της Στέγης το περασμένο Σάββατο, σκέψη που ευτυχώς διαλύθηκε πολύ γρήγορα. Αν κάτι ξέρει να κάνει ο Οικονομίδης καλά είναι να ψυχαναλύει την ελληνική κοινωνία και να την αποτυπώνει χωρίς αποστειρωμένα περιβάλλοντα και γυαλιστερά περιτυλίγματα. Αυτό το γνωρίζουμε όμως, δεν αποτελεί έκπληξη.
Έκπληξη και μάλιστα πολύ ευχάριστη, αποτελεί ολόκληρη η συμβολή του Γιάννη Νιάρρου, από τη σκηνοθεσία και τη μουσική, μέχρι τους στίχους. Αν κάποιος λοιπόν κερδίζει το μεγάλο στοίχημα, τότε αναμφίβολα είναι ο Νιάρρος. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένη, η έκπληξη έγκειται στο πόσο ταλαντούχος είναι με οτιδήποτε καταπιαστεί. Είτε ως ηθοποιός, είτε ως μουσικός, είτε ως στιχουργός ή πλέον και ως σκηνοθέτης. Κάθε πινελιά του στην παράσταση είναι εφευρετική και όλα μα όλα: το γέλιο, το δάκρυ, η οργή, η παράνοια, η τοξικότητα, οι εκπλήξεις, περιπλέκονται με σωστές δόσεις, τις σωστές στιγμές.
Οι επαναλαμβανόμενες βρισιές και τα μανιασμένα μπινελίκια μπορεί να μοιάζουν υπερβολικά αλλά δεν απέχουν πολύ από όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού. Και ναι, μπορούν να γίνουν και τραγούδι. Και μάλιστα να μην ξεκολλάνε από το μυαλό βγαίνοντας από την αίθουσα. Γιατί ναι μεν η ταινία/παράσταση είναι γεμάτη με ατάκες που έχουν γίνει σλόγκαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως η περίφημη «Φτιάξτο το μπουρδέλο», αλλά το να μπορέσει μια ατάκα να δέσει τόσο πολύ με τη μουσική, χωρίς να μοιάζει ότι απλά προσγειώθηκε εκεί μόνο και μόνο για να γίνει ένα τραγούδι για μιούζικαλ, είναι μαεστρία.
Και αυτή τη μαεστρία διαθέτουν όχι μόνο ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος που επιμελήθηκαν τη μουσική ή ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Δώρη Αυγερινόπουλο που επιμελήθηκαν το λιμπρέτο, αλλά και όλο το καστ που κλήθηκε να αποδώσει ακραία συναισθήματα και λυρισμό σε ένα πραγματικά δύσκολο εγχείρημα.
Πραγματικά στο «Σπιρτόκουτο» η μουσική είναι ένα κομψοτέχνημα. Τζαζ, trap, καμπαρέ, ένα σωρό μουσικά είδη δεμένα και ενορχηστρωμένα αριστοτεχνικά, δουλεμένα ακόμα και στο κλάσμα δευτερολέπτου επάνω σε κάθε ατάκα. Υπήρξαν μάλιστα και στιγμές που μου θύμισαν Τζίμη Πανούση και χαμογέλασα. Οι χορωδίες από τους πρωταγωνιστές και τους «γείτονες» (Βασίλη Δημακόπουλο, Δανάη Μουτσοπούλου, Ελένη Μπούκλη και Θεοδοσία Σαββάκη) που τους πλαισιώνουν, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από μεγάλα μιούζικαλ του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης (το αντίθετο θα έλεγα για κάποιες περιπτώσεις). Ούτε οι μουσικοί που βρίσκονται επάνω στη σκηνή και λειτουργούν σαν μέρος της παράστασης και όχι απλά σαν υπόκρουση. Και βέβαια όλη η κινησιολογία και οι χορογραφίες της Γιώτας Καλλιμάνη δένουν αρμονικά με τη μουσική σύνθεση, ακριβώς όπως πρέπει.
Το καστ δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο και πιο σωστά ψαγμένο. Όλοι οι ηθοποιοί, από τον Γιάννη Αναστασάκη στον ρόλο του Δημήτρη μέχρι την Αγορίτσα Οικονόμου (Μαρία), τον μπασοβαρύτονο μονωδό της όπερας Μάριο Σαραντίδη (Γιώργος), τον Αποστόλη Ψυχράμη (Βαγγέλης), τον Γιώργο Κατσή (Λουκάς), τη Νάνσυ Σιδέρη (Κική), τη Δάφνη Δαυίδ (Μαργαρίτα) και την Ελένη Μπούκλη (Άντζελα), είναι διαλεγμένοι ταμάμ. Ειδικά για τον Γιώργο Κατσή, δεν έχω λόγια. Νομίζω πως ούτε εσείς θα έχετε όταν δείτε την παράσταση.
Βγαίνοντας άκουσα κάποιους να λένε: «Αν το είχε ανεβάσει ο Σεφερλής το Σπιρτόκουτο όλοι θα τον έκραζαν. Εδώ όμως θεωρείται τέχνη». Πιστεύω ότι οι συγκεκριμένοι σχολιαστές δεν κατάλαβαν καθόλου τον σαρκασμό, την ειρωνεία, την αποδόμηση της ελληνικής πατριαρχικής κοινωνίας που ζει μέσα στη δυστυχία, μπροστά από μία οθόνη. Προφανώς δεν είχαν δει καν την ταινία. Δεν κατάλαβαν ότι όσο παρακολουθείς, τόσο όλα αυτά που στην αρχή σε κάνουν να γελάς υστερικά, στην πορεία προκαλούν θλίψη. Μεγάλη θλίψη. Όχι επειδή κάποτε, προ σόσιαλ μίντια, προ κινητών, ήταν έτσι τα πράγματα, αλλά επειδή 20 χρόνια μετά, στην πραγματικότητα παραμένουν ίδια, ίσως και χειρότερα. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η τεχνολογία. Και τέλος πάντων και τα air condition.