Ποιος είναι ο ορισμός του επικού; Σίγουρα έχει να κάνει με την φύση, ως τοπίο με τη δική του αισθητική αλλά και ως κατάσταση, ως κάτι αρχέγονο αλλά και παρόν, με τη δική του εσωτερική νομοτέλεια και ρυθμό. Έχει να κάνει με τη σωματική εργασία, τον φυσικό κόπο και την εξάντληση. Εμπεριέχει τον όγκο, τα μεγάλα μεγέθη που αποτυπώνονται σε υλικά που έχουν σμιλευτεί από τον άνθρωπο, όπως η πέτρα, το μέταλλο, το μάρμαρο. Και τέλος διαπνέεται από την ανιδιοτέλεια, την στάση του «χωρίς αντάλλαγμα», την χωρίς όρους συμμετοχή, που ξεκινά από την παθιασμένη προσήλωση σε μια προσωπική ευγενή φιλοδοξία για την υλοποίηση ενός καλλιτεχνικού οράματος.
Όταν όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με την επιστροφή ενός αναγνωρισμένου καλλιτέχνη στην άσημη γενέτειρά του, ξεκινά μια επική αφήγηση. Ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης, μετά από ένα πολυσύνθετο έργο πολλών δεκαετιών σε Ελλάδα και εξωτερικό, τόσο καλλιτεχνικό όσο και διδακτικό, δημιουργεί ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης μέσα στο πετρόκτιστο δημοτικό σχολείο που πήγε ως παιδί και αυτός μαθητής, στο χωριό που γεννήθηκε, το Ελληνικό Ιωαννίνων. Παράλληλα, από τη δημιουργία του μουσείου το 2009, καλεί κάθε χρόνο φίλους και συνεργάτες με τους οποίους επιδίδεται σε ένα «συμπόσιο γλυπτικής»: Μέσα σε ένα 20ήμερο, τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο, δουλεύουν ασταμάτητα πάνω σε μια θεματική, παράγοντας ατομικά και ομαδικά έργα, γλυπτικά installation και έργα land art, με ελάχιστα χρήματα, χρησιμοποιώντας πέτρες που βρίσκουν στο χωριό, παλιοσίδερα από μάντρες ανακυκλώσιμων υλικών των Ιωαννίνων, χρησιμοποιημένα μέταλλα και μάρμαρα που τα περισσότερα είναι χορηγία των επιχειρηματιών Νίκου, τα οποία τοποθετούν σε σημεία του χωριού κάνοντάς τα εν τέλει δωρεά στην κοινότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα τελευταία 4 χρόνια, το χωριό να έχει γίνει ένα τεράστιο πάρκο γλυπτών, κάτι που είναι «σουρεαλιστικά υπέροχο, για τον κόσμο και την κοινωνία του χωριού», όπως λέει ο συνεργάτης του Θεόδωρου Παπαγιάννη Λεωνίδας Χαλεπάς. Η κοινωνία αυτή παρακολουθεί με ενθουσιασμό και αμηχανία το χωριό της να μετατρέπεται σε ένα υπαίθριο μουσείο μεγάλης κλίμακας, κάτι που δεν συμβαίνει σε κανένα άλλο σημείο στην Ελλάδα, και ίσως σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με αυτά τα συναισθήματα ακολούθησα και εγώ τον Θεόδωρο Παπαγιάννη τον περασμένο Αύγουστο, όταν με κάλεσε να καταγράψω το 4ο κατά σειρά συμπόσιο στο χωριό του. Γρήγορα κατάλαβα ότι οι 7 γλύπτες που συμμετέχουν, ζουν ασκητικά δουλεύοντας ασταμάτητα από το χάραμα ως το σούρουπο, φιλοξενώντας ο ένας τον άλλο σε σπίτια στα Ιωάννινα, και δίνοντας μια μάχη καθημερινά με τη φύση, τις καιρικές συνθήκες, τα υλικά, τις φυσικές τους αντοχές αλλά και τη δημιουργικότητά τους, μέσα σε έναν γλυκό αυτοσχεδιασμό. «Το συμπόσιο είναι ένα ζωντανό δρώμενο», λέει ένας από τους γλύπτες, ο Κώστας Δικέφαλος. «Είναι ένα δρώμενο το οποίο μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα πρέπει να αποτυπώσει κανείς με δύναμη, με φορτίο, με ένταση και με πάθος, όλα του τα βιώματα. Παρ’ όλο που κρατάει 20 μέρες, σχεδόν είναι σαν να είναι μια στιγμή. Και επειδή δεν έχουμε άλλα προβλήματα εκτός από το να εκτελέσουμε αυτό το έργο και τίποτε άλλο, ζούμε μέσα στο έργο, δηλαδή το έργο είμαστε εμείς και μεις είμαστε το έργο».
Έπρεπε λοιπόν να είμαι μαζί τους συνεχώς σε καθημερινή βάση, για να μπορέσω να κάνω μια ουσιαστική καταγραφή της διαδικασίας, αυτής που ο γλύπτης Χρήστος Σκαλκώτος επισημαίνει ότι αποτελεί άλλη μια λειτουργία του συμποσίου, να φέρει δηλαδή το μη μυημένο κοινό σε επαφή με τους γλύπτες και τη δουλειά τους, αφού ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να επισκεφτεί τον χώρο δουλειάς και να μπει σε έναν διάλογο με τον γλύπτη, είτε αυτός ήταν στον περίβολο του παλιού σχολείου, είτε έξω στη φύση, είτε στο μαρμαράδικο, ή στην «Συνμετάλ» στα Ιωάννινα δουλεύοντας μέταλλα.
Αυτή τη χρονιά ο Θεόδωρος Παπαγιάννης αποφάσισε να τοποθετήσει έργα κατά μήκος του ανηφορικού δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό μοναστήρι της Τσούκας, ένα βυζαντινό μοναστήρι χτισμένο τον 12ο αιώνα στο χείλος μιας χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Άραχθο. Έτσι προσδιορίστηκε και η θεματική: Μια πορεία αρχέγονου θρησκευτικού προσκυνήματος με φόντο το αυστηρό δωρικό τοπίο των ηπειρωτικών βουνών. Ο Κώστας Δικέφαλος δημιουργεί ένα ζεύγος τεράστιων μαρμάρινων όγκων που αναπαριστούν τις βουνοκορφές σαν ένα αέτωμα. Ο Σπύρος Λισγάρας κάνει το «Μάτι του Θεού», ένα μεταλλικό μάτι που στηρίζεται από υλικά από κεραίες, σαν να δέχεται σήματα μέσα σε ένα σεληνιακό τοπίο, ένα κοσμικό ραντάρ, όπως το αποκάλεσε ο Παπαγιάννης. Ο Θανάσης Μπερούτσος μεταμορφώνει μια πέτρα του τοπίου σε ένα προσκυνητάρι, αφού ο φυσικός σταυρός που σχηματίζει μια τρύπα στο κέντρο της φωτίζεται από ένα λαμπάκι που παίρνει ενέργεια από την ίδια τη γη.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα έργα που είδα να γίνονται μπροστά στα μάτια μου, αλλά όλο το εγχείρημα έχει την αύρα των παιδικών μνημών και βιωμάτων του Θ. Παπαγιάννη. Όταν ο βοσκός Παύλος Μπλέτσος, συμμαθητής του Θεόδωρου Παπαγιάννη συναντιέται με τους γλύπτες καθώς βόσκει τα κοπάδι με τα γίδια του, αισθάνεται κανείς τη ζεστασιά της παιδικής φιλίας, αλλά και μια μελαγχολία από μνήμες φτώχιας, κακουχιών, παιδικών φόβων και επιθυμιών, και της ζωής με τους βοσκούς και τη φύση. «Το χωριό είναι κι ένα πείραμα, γιατί όχι», λέει ο Παπαγιάννης. «Είναι ωραίο το ότι ξεκινούν αυτά από βιώματα τοπικά, αλλά παίρνουν μια διεθνή υπόσταση. Γιατί έτσι ξεκινούν τα πράγματα πολλές φορές. Ξεκινούν από πράγματα που σ’ έχουν συγκινήσει βαθύτατα στον ψυχισμό σου και από κει και πέρα αυτά κουβαλάν την αλήθεια και τις μνήμες αυτές που τα κάνουν τελικά πειστικά».
Όταν γύρισα με το υλικό στην Αθήνα, συνειδητοποιήσαμε με τον συνεργάτη μου και μοντέρ Νίκο Γαβαλά, ότι αυτό είναι το επόμενό μας project, καθώς παρακολουθούσαμε ένα κοντινό πλάνο του Θεόδωρου Παπαγιάννη που παρατηρεί την χαράδρα του Αράχθου από το μοναστήρι της Τσούκας: «Με αφήνει άναυδο αυτό το τοπίο. Ψάχνοντας να δω γιατί βγήκαν αυτές οι αιχμές μέσα στην γλυπτική μου, δεν μπορώ να το ερμηνεύσω αλλιώς παρά, το ότι βγήκε αυτό το τοπίο, μες τη δουλειά, όλες αυτές οι κορυφές, όλα αυτά τα βαθουλώματα που έχει το τοπίο, αυτή η περιπέτεια που έχει το τοπίο, πέρασε και μέσα στη δουλειά μου υποσυνείδητα».
*O Παναγιώτης Κράββαρης είναι σκηνοθέτης.