Τα λεφτά είναι το μεγαλύτερο φετίχ στις Επικίνδυνες Κυρίες, αλλά δεν είναι το μοναδικό: η ταινία της σκηνοθέτη και σεναριογράφου Λορίν Σκαφάρια, που βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας παρέας στριπτιζέζ που εξαπάτησαν πελάτες με λεφτά, στριφογυρίζει (pun intended) γύρω από τη λαμπερή (και, για κάποιους υπερενθουσιώδεις, κι οσκαρική) παρουσία της Τζένιφερ Λόπεζ: η εντυπωσιακή πρώτη εμφάνισή της, στην οποία κάνει pole dancing υπό τους ήχους της 90s επιτυχίας της Fiona Apple, “Criminal”, πέρα από το ότι αποτελεί την πιο αξιομνημόνευτη κινηματογραφική σκηνή της χρονιάς, λειτουργεί σαν κορύφωση μιας θεαματικής καριέρας και υπενθυμίζει πόσο σπάνιο είναι πλέον, αλλά κι ασύγκριτα δυνατό, το αληθινό stardom. Σε όλες τις ταινίες της Λόπεζ, ειδικά σε εκείνες που παίζει την υπηρέτρια ή την πωλήτρια (…), είναι δύσκολο να ξεχάσεις ότι παρακολουθείς την «Τζένιφερ Λόπεζ» και όχι τον χαρακτήρα που υποδύεται (ίσως γι’αυτό οι υποκριτικές της ικανότητες συνήθως υποτιμούνται). Όμως εδώ, ρόλος και περσόνα αλληλοτροφοδοτούνται, αντλούν βαρύτητα το ένα από το άλλο και συνθέτουν ένα πορτρέτο μιας γυναίκας που επιβίωσε και πέτυχε μέσα στο σύστημα.
Η Λόπεζ, πιο glamorous από ποτέ σε ένα από τα πιο unglamorous επαγγέλματα που υπάρχουν, είναι μητρική φιγούρα, επιχειρηματικός εγκέφαλος και BFF των Επικίνδυνων Κυριών (και των επικίνδυνων κυριών), από την οποία μαγεύεται πολύ νωρίς η άπειρη, απογοητευμένη Ντέστινι (Κόνστανς Γου, της ακυκλοφόρητης στην Ελλάδα αλλά τεράστιας περσινής επιτυχίας Crazy Rich Asians), που κάνει στριπτίζ σε ένα κλαμπ κοντά στη Γουόλ Στριτ. Παρακολουθώντας το προαναφερθέν χορευτικό της Ραμόνα (Λόπεζ), στο οποίο κανένας άνθρωπος με μάτια δεν μπορεί να μην πάθει εγκεφαλικό, την αναζητά και την βρίσκει να καπνίζει στην ταράτσα, φορώντας μόνο με τη γούνα της. Την στιγμή που τυλίγει και την Ντέστινι στο παλτό της, ξεκινάει μια beautiful friendship, με την Ραμόνα να την «υιοθετεί» και να της μαθαίνει το πώς να κινείται πάνω και κάτω από την σκηνή – και πώς να βγάζει λεφτά.
Καθώς το 2007 γίνεται 2008, όμως, η οικονομική κρίση χτυπάει άγρια την Αμερική και οι συνέπειες της κατάρρευσης του γειτονικού χρηματιστηρίου αγγίζουν και το κλαμπ που δουλεύουν τα κορίτσια. Απολυμένες, επιστρέφουν για λίγο στις καθημερινές δυσκολίες, μέχρι που η Ραμόνα επιστρατεύει την Ντέστινι και φτιάχνει και την υπόλοιπη «συμμορία» της (αποτελούμενη από την Κίκι Πάλμερ του Star και την Λίλι Ράινχαρτ του Ρίβερντεϊλ, πολύ αστεία με τον νευρικό εμετό της) έχοντας σχέδιο: θα πλησιάσουν πελάτες του κλαμπ και θα τους πείσουν με τη βοήθεια λίγου MDMA και λίγης κεταμίνης να ξοδέψουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε ένα βράδυ, τα οποία στη συνέχεια θα μοιραστούν με τον ιδιοκτήτη και μεταξύ τους. Είναι ένα εξαιρετικό, διασκεδαστικότατο (για εκείνες και για εμάς) κόλπο – μέχρι να σταματήσει να είναι.
Η φιλοσοφία των Επικίνδυνων Κυριών (και των επικίνδυνων κυριών) είναι πως ακόμα και οι χαμηλότεροι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης δικαιούνται να διεκδικήσουν ένα κομμάτι από τη «χρυσή» πίτα και να παίξουν με τους κανόνες του καπιταλισμού, τιμωρώντας τους υπεύθυνους για τη διάλυση της χώρας (και των ευκαιριών της) στην πορεία. Όμως, το ζήτημα των ηθικών συνεπειών αργεί πολύ να τεθεί στην ιστορία, κι όταν συμβαίνει δεν καταφέρνει να ισορροπήσει την laissez faire ανεμελιά της – η ταινία ευχαριστιέται κάπως υπερβολικά τις εγκληματικές περιπέτειες των ηρωίδων της, αγνοώντας και την άσχημη πραγματικότητα της φύσης της δουλειάς τους.
Σαν wish fulfillment, παρόλα αυτά, είναι απολαυστική και κλείνει με μια πανέξυπνη ατάκα, που με τη σειρά της σε αφήνει να αναρωτιέσαι πώς θα ήταν η ταινία αν τολμούσε λίγο περισσότερο να την εξερευνήσει.