Παρασκευή βράδυ στο Γκάζι. Παρέες νέων ανθρώπων, πολλών νέων ανθρώπων, περιμένουν να μπουν στο χώρο. Εξω από το θέατρο «Κιβωτός» βρίσκονται, που φέτος φιλοξενεί τον «Ρινόκερο» του Ευγένιου Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και με τον Αρη Σερβετάλη στο ρόλο του μοναχικού, πεισματικού, απελπισμένου, ευαίσθητου και μόνου Μπερανζέ. Η χημεία του Γιάννη Κακλέα με τον Αρη Σερβετάλη κρατάει χρόνια. Από εκείνη την αξέχαστη 24ωρη θεατρική εμπειρία με την παράσταση «Μερσιέ και Καμιέ» του Σάμιουελ Μπέκετ, στο Φεστιβάλ Αθηνών τον Ιούνιο του 2013.
Εξι χρόνια μετά, ο Γιάννης Κακλέας, μαζί με τον Σάκη Μπιρμπίλη, έστησαν ένα αναγνωρίσιμο σκηνικό που καταλάμβανε όχι μόνο τη σκηνή του θεάτρου «Κιβωτός», αλλά και σημεία των πλαϊνών τοίχων. Μια γιγαντιαία οθόνη στη σκηνή, δύο μικρότερες στα πλαϊνά του θεάτρου, στις οποίες προβάλλονταν απολύτως οικείες και αναγνωρίσιμες εικονες στους πολλούς νέους θεατές που βρίσκονταν στην αίθουσα: βιντεάκια που βλέπουμε στο youtube ή στα gifs, βιντεάκια που όλοι ανεβάζουμε ή όλοι βλέπουμε στα προφίλ φίλων, βιντεάκια που τονώνουν την αυτοπεποίθηση των μελών της διαδικτυακής κοινότητας, κάνοντάς τους να αιστανθούν ότι είναι μέσα στα πράγματα, είναι ενήμεροι, είναι in. Οι ηθοποιοί που εμφανίζονται επί σκηνής είναι μερικοί από τους καταναλωτές αυτών των εικόνων και κάθε είδους τεχνολογίας. Κινούνται γρήγορα, κρατούν όλοι κινητά στα χέρια, έχουν γλυκερές ομοιόμορφες φωνές, βγάζουν selfies, είναι ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας. «Ευδαιμονία ομοιόμορφη, σχεδόν εφιαλτική». Κάπου αλλού, μόνος, κοιμάται ένας άνθρωπος. Ο Μπερανζέ. Μέλος αυτής της κοινότητας, αλλά διαφορετικός. Με άλλους ρυθμούς, με μελαγχολία για «τα απλά, λεπτεπίλεπτα πράγματα» που έχουν χαθεί και μια κίνηση θλιμμένα αέρινη, που θυμίζει τον Μπάστερ Κήτον. Εχει στενό του φίλο τον Ζαν και είναι ερωτευμένος με τη συνάδελφό του Ντέζι, που τον προστατεύει και τον καλύπτει στο γραφείο. Γιατί ο Μπερανζέ κινείται με τους δικούς τους ρυθμούς
Και ξαφνικά τη ρουτίνα τους, που «δεν είναι ησυχία ειρηνική», διαταράσσει ένας ρινόκερος που φτάνει στην πόλη. Και μετά άλλος, κι άλλος. Στην αρχή αντιδρούν με το τέρας. Μετά, σιγά σιγά, κάποιοι αντιδρούν λιγότερο. Κι έπειτα κάποιοι δηλώνουν ότι οικεία τους πρόσωπα έχουν μεταμορφωθεί σε ρινόκερους και γίνονται κι εκείνοι. Ο μεταδοτικός ιός της μετάλλαξης σε κάτι άλλο ομοιόμορφο και τρομακτικό έχει αρχίσει να δρα. Ολοι ενδύονται αυτό το «νέο», όλοι γοητεύονται από αυτό το «νέο». Αλλοι γιατί δεν έχουν γνώμη, άλλοι γιατί πάνε πάντα με τους πολλούς και το ρεύμα, γιατί «πρέπει κανείς ν’ ακολουθεί τα ρεύματα της εποχής», γιατί πρέπει «να ανήκεις, να εντάσσεσαι, να μοιάζεις». Αλλοι, εγγράμματοι και σκεπτόμενοι, γιατί βρήκαν τρόπους να υπερασπιστούν και να εναρμονιστούν με αυτό που αντιμάχονταν μέχρι πριν λίγο. Οι πολλές έγχρωμες και ανάλαφρες εικόνες στη μεγάλη οθόνη της σκηνής αντικαθίστανται από μία, ασπρόμαυρη. Μια πόλη κατεστραμμένη, που ακόμα καπνίζουν τα χαλάσματά της. Ο Μπερανζέ μένει μόνος του, «μάρτυρας μιας αποκτήνωσης» σ’ ένα σκηνικό που καταρρέει. Οι κυρτωμένοι ώμοι του αποτυπώνουν την απογοήτευση του από τους ανθρώπους. «Ο κόσμος τελείωσε. Η ανθρωπότητα τελείωσε», μονολογεί λίγο πριν τον σπαρακτικό μονόλογο του τέλους, όταν συνειδητοποιεί τη «συμπαγή μοναξιά» του.
Ο «Ρινόκερος», αντιπροσωπευτικό δείγμα του θεάτρου του παραλόγου, γράφτηκε το 1959, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου της προπαγάνδας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Είναι «ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία που καλύπτεται κάτω από τον μανδύα της λογικής και των ιδεών. Είναι ένα έργο που αποκαλύπτει τις κοινωνικές αρρώστιες, που με άλλοθι τις ιδεολογίες, μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε επιθετικό ζώο». (…) «Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, μα όταν οι άνθρωποι δεν συμφωνούν με τη γνώμη σας, όταν δεν μπορείτε πια να γίνετε κατανοητός στους άλλους, έχετε την εντύπωση πως αντιμετωπίζετε τέρατα-ρινόκερους για παράδειγμα. Διαθέτουν ένα μείγμα ειλικρίνειας και θηριωδίας που τους επιτρέπει να σας σκοτώσουν με ήσυχη τη συνείδηση. Κι η ιστορία μας έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι οι άνθρωποι που μεταμορφώνονται έτσι, όχι μόνο μοιάζουν με ρινόκερους, αλλά πραγματικά γίνονται ρινόκεροι», έλεγε ο Ευγένιος Ιονέσκο για το έργο του.
Επιδημία στην παράσταση του Γιάννη Κακλέα, είναι η κοινωνία της τεχνολογίας, η εξάρτησή από αυτήν, η ρηχότητα των σχέσεων και των κριτηρίων, η ομοιομορφία της αισθητικής, όπως αναδείχθηκαν και στη διασκευή του «Ρινόκερου» που υπογράφει. Σύμπαν που αποτυπώθηκε αδρά στα σκηνικά, στα κοστούμια και στα βίντεο. Οι φωτισμοί, η μουσική και η κίνηση συνέτειναν αποτελεσματικά στην ανάδειξη αυτού του περιβάλλοντος. Ο Γιάννης Κακλέας παρουσιάζει εξ αρχής όλους όσους περιβάλλουν τον Μπερανζέ ίδιους, χωρίς κάποιον να ξεχωρίζει. Γι’ αυτό και μοιάζει να παίζουν όλοι στην ίδια νότα, με πολύ μικρά σόλα παρουσίας ο καθένας τους, με εξαίρεση τον Ζαν και τη Ντέζι που έτσι κι αλλιώς έχουν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του Μπερανζέ. Τους θέλησε όλους, πλην της Ντέζι, γραφικούς, σαν κόμικ, -άλλον υστερικό, άλλον οξύθυμο και ρηχό, άλλον επιδειξιομανή και επηρμένο, άλλον εξυπνάκια. Και αυτό το ενσάρκωσαν επαρκώς οι περισσότεροι ηθοποιοί, με καλύτερο τον Στέλιο Ιακωβίδη στο ρόλο του Ζαν. Ο διαφορετικός ήταν εξαρχής ο Μπερανζέ, που βρήκε ιδανική ενσάρκωση στο πρόσωπο του Αρη Σερβετάλη, που αρνείται ν’ ακολουθήσει αυτό που κάνουν όλοι. Που ανατριχιάζει από την απελπιστική μοναξιά του και λέει: «Στήνω καρτέρι στο κτήνος που κυοφορώ. Αμετακίνητος. Στέκομαι-αντιστέκομαι».
Δεν βαριέμαι ποτέ να βλέπω τον «Ρινόκερο» του Ευγένιου Ιονέσκο. Δεν βαριέμαι ποτέ να βλέπω τον Αρη Σερβετάλη να παίζει. Με ενδιαφέρει να βλέπω παραστάσεις του Γιάννη Κακλέα, γιατί συνήθως έχουν στοχευμένη υπερβολή, ευστροφία και φρεσκάδα. Ο «Ρινόκερός» του τα είχε όλα αυτά, και πλαισιώθηκαν με συνέπεια απ’ όλα τα στοιχεία της παράστασης. Ασφαλώς δεν ήταν ένας συνηθισμένος «Ρινόκερος», και μέσα στη φασαρία και τον ρυθμό αυτού του τοπίου που έστησε χάθηκαν και κάποιοι διάλογοι. Ηταν όμως ένας «Ρινόκερος» που 60 χρόνια μετά τη συγγραφή του, πέρασε οπωσδήποτε στους πολλούς νέους θεατές, και όχι μέσα από τα κινητά τους.