jarrettkeith

Γνωστή παγκοσμίως η φήμη που ακολουθεί τον διάσημο αυτοσχεδιαστή: στριφνός άνθρωπος, ενοχλείται από το βήχα και τους θορύβους των θεατών, δεν θέλει να τον φωτογραφίζουν όταν παίζει ή όταν υποκλίνεται, αποχωρεί από τη σκηνή  όταν διακόψουν τη συγκέντρωσή του. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσω να εξηγήσω για ποιο λόγο έχει απόλυτο δίκιο.

«Αυτή είναι η φήμη μου, και θα την επιβεβαιώσω», μας είπε από τη σκηνή – και το έκανε. Η βραδιά σημαδεύτηκε από δύο διακοπές κομματιών λόγω θορύβων, και μια τρίτη που συνοδεύτηκε από την οργισμένη, πρόωρη  – και δυστυχώς οριστική – αποχώρησή του, όταν ο θεατής που τον είχε ενοχλήσει θεώρησε καλό να του αντιμιλήσει, αφού ο Jarrett εξέφρασε την αγανάκτησή του.  Μετά την πρώτη διακοπή, είχε πάρει το μικρόφωνο για να εξηγηθεί: «Όταν παίζω δυνατά κομμάτια, δεν σας ακούω που βήχετε. Όταν όμως παίζω σιγανά, όπως τώρα, χάνω τον ειρμό μου. Ήρθα από μακριά απόψε, και δεν σκόπευα να παίξω μόνο δυνατά κομμάτια για το κοινό μου. Έχω βέβαια αρκετή μουσική μέσα μου ώστε να μπορέσω να σας παρακάμψω, αλλά νομίζω πως αυτό δεν θα ήταν δίκαιο ούτε για σας, ούτε για μένα».

Φλερτάρει λοιπόν επικινδύνως με το απόλυτο, κι άρα με το ακατόρθωτο, αυτό που επιχειρεί στις σόλο εμφανίσεις του αυτός ο ασυνήθιστος άνθρωπος που τολμά να εκθέσει την τέχνη του μπροστά μας ξεκινώντας κάθε φορά από το μηδέν.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα βρεθεί, μάλλον τυχαία, σε συναυλία του Keith Jarrett: ήταν στο λόφο του Λυκαβηττού, το 1981 – ή το ’83; αδύνατον να θυμηθώ – κι εγώ ήμουν ακόμα παιδί. Προφανώς δεν μπορούσα να κατανοήσω τη μουσική του, συγκρατώ όμως αναλλοίωτη ως τώρα την εντύπωση που μου έκανε η παρουσία του – φαίνεται πως σε τόσο τρυφερή ηλικία, δεν έχουμε προλάβει ακόμα να πωρωθούμε από την υπερπληθώρα των εικόνων και των πληροφοριών:  η αγωνία και η μοναξιά του πάνω στη σκηνή, μού έδινε την αίσθηση μιας άνισης μάχης με το  – αναπόφευκτα – θορυβώδες πλήθος που είχε κατακλύσει το θέατρο, αλλά και το χώρο πίσω από τη σκηνή, όπως και τους γύρω βράχους. Το αντιμετώπισε με παλληκαριά και χιούμορ – όσο σπάνια κι αν αναφέρεται, διαθέτει πολύ από αυτό – και καθήλωσε μυημένους και μη. Ως εκπρόσωπος – τότε – των δεύτερων, δηλώνω ευθαρσώς πως ίσως να μην είχα αγαπήσει ποτέ τη τζαζ αν δεν είχε περάσει από τη ζωή μου ο Jarrett εκείνη τη μακρινή φθινοπωρινή βραδιά…

Έκτοτε τον ξαναείδα αρκετές φορές να παίζει.  Και σήμερα πια μπορώ να το πω: αν η τέχνη είναι μια απόπειρα να εκφραστεί (αλλά και να εξορκιστεί) η αγωνία της ύπαρξης, τότε ίσως να μην υπάρχει κανείς καλλιτέχνης στις μέρες μας που να πλησιάζει περισσότερο στις εμφανίσεις του αυτό τον άπιαστο στόχο από τον Keith Jarrett. Βλέπω τον τρόμο του μπροστά στην πλήρη απουσία παρτιτούρας από το μαύρο αναλόγιο του πιάνου του. Διακρίνω στις κραυγές του τις ωδίνες ενός τοκετού που είναι κάθε φορά εξίσου δύσκολος. Διαβάζω στα ρυθμικά βήματά του μπροστά στα πλήκτρα την μνήμη της προσμονής του Ινδιάνου που με το χορό της βροχής έλπιζε να ανοίξουν οι ουρανοί πάνω από τις καλλιέργειες που θα έτρεφαν τα παιδιά του. Και διαισθάνομαι στην εγκατάλειψή του στους ήχους τη γοητεία που ασκεί το κενό στον επίδοξο αυτόχειρα που ταυτόχρονα θέλει και δεν θέλει να αφεθεί στο χαμό του.

jarrettkeith004

Είναι σαν να ακούω ήδη τους κακόπιστους να αντιτείνουν: μα ο αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της τζαζ από τη γένεσή της, σε τι ακριβώς διαφέρει ο εν λόγω πιανίστας; Σε κάτι βασικό: οι μουσικοί συνήθως ξεκινούν από ένα δεδομένο κομμάτι κι αυτοσχεδιάζουν πάνω σ’ αυτό, κι επίσης σε όλα τα σχήματα (τρίο, κουαρτέτο ή οτιδήποτε άλλο) έχουν ο ένας τον άλλο για να πιαστούν. Αυτή η μοναχική βουτιά στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο ή δίχτυ ασφαλείας απαιτεί απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, και προϋποθέτει το σεβασμό – ει μη τη συνενοχή – ολόκληρου του κοινού. Επίσης: ο ακουστικός ήχος από το σόλο πιάνο είναι, στα ήσυχα κομμάτια, εξαιρετικά εύθραυστος: όταν οι Rolling Stones (που είδα και απήλαυσα προ μηνός – αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο) στις ζωντανές εμφανίσεις τους βγάζουν τα Ya-Ya τους έξω και καλούν το κοινό τους να κάνει το ίδιο, γνωρίζουν πως η ένταση από τους ενισχυτές τους επιτρέπει στο θεατή να φωνάζει, να βήχει, να φταρνίζεται ή και να πέρδεται χωρίς ποτέ κανείς να ενοχληθεί! Και θα προσθέσω κι άλλη μια σκέψη: ο αυτοσχεδιασμός, αλλά και οι συνεργασίες του με άλλους μουσικούς της τζαζ, είναι που μας ωθούν να τον κατατάσσουμε στο ιδίωμα. Όμως οι σόλο αυτοσχεδιασμοί του Keith Jarrett δεν οφείλουν περισσότερα στον Monk από ότι στον Bach: νομίζω πως σε αυτό το σημείο αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του…

Φλερτάρει λοιπόν επικινδύνως με το απόλυτο, κι άρα με το ακατόρθωτο, αυτό που επιχειρεί στις σόλο εμφανίσεις του αυτός ο ασυνήθιστος άνθρωπος που τολμά να εκθέσει την τέχνη του μπροστά μας ξεκινώντας κάθε φορά από το μηδέν. Γι’ αυτό κι οι στιγμές που επιτυγχάνεται η μέθεξη είναι τόσο ανεπανάληπτες – και τόσο εύθραυστες. Αρκεί ένας και μόνο ανόητος για να τις κάνει θρύψαλα (και βρέθηκε ένας τέτοιος, σε μια από τις πλέον γνωστές αίθουσες «σοβαρής» μουσικής στην Ευρώπη). Δύσκολο να πειθαρχηθεί η χυδαιότητα του θαμώνα που «πλερώνει», κι άρα αισθάνεται πως του επιτρέπονται όλα – ναι, συμβαίνουν και εις Παρισίους αυτά. «Έχω όλους σου τους δίσκους, δικέ μου, αυτό δεν σημαίνει πως μου ανήκεις;» είχε γράψει ένας άλλος καλλιτέχνης σπάνιας ευαισθησίας,  ο Peter Hammill,  πριν από πολλά χρόνια…

Κατόπιν όλων αυτών, τι ακριβώς περιμένετε από μένα; Κριτική για την εμφάνιση του Jarrett στη Salle Pleyel, την 4η Ιουλίου του 2014; Θα πω μόνο ένα: κάθε φορά που τον ακούω να παίζει, για όσο επιλέγει να παίξει, βλέπω το πρόσωπο του Θεού – και δεν είμαι καν θρήσκος. Με τα δικά του λόγια και πάλι: «Ας το θέσουμε απλά: σε δέκα χρόνια από τώρα, δεν θα είμαι πια εδώ για να το κάνω αυτό. Και τότε μπορείτε να βήχετε όσο θέλετε!». Νιώθω για άλλη μια φορά το χρόνο να κυλάει. Και με κατέχει τρόμος.

Υ.Γ, Για την ιστορία, έναν μόνο έλληνα συνθέτη θυμάμαι να αντιδρά έτσι σε συναυλίες του. Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις…