Έναν αιώνα ελληνικού κινηματογράφου ετοιμάζεται να γιορτάσει φέτος η Θεσσαλονίκη, που σήκωσε αυλαία την Παρασκευή, με πρόγραμμα φορτωμένο όχι μονάχα με ελληνικές ταινίες, αλλά και με σύσσωμα τα παρασκηνιακά τους συμπαρομαρτούντα κατά πώς φαίνεται: Απ’ την ολική επαναφορά του Χάρη Παπαδόπουλου, τον άνθρωπο που η ντόπια κινηματογραφική κοινότητα αντικρίζει ως τοτέμ όλων των δεινών της, μέχρι την επί σκηνής επιστροφή της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, που βρέθηκε εξόριστη από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λόγω της δυσφορίας που προκαλούσαν οι παρεμβάσεις της στον καλλιτεχνικό διευθυντή της διοργάνωσης Δημήτρη Εϊπίδη, η 55η έκδοση του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας, προβλέπεται στο προσεχές δεκαήμερο να μετατραπεί σε πεδίο δοκιμών της σταθερότητας των νέων ισορροπιών, που προέκυψαν απ’ τις διαδοχικές και σε πολλά επίπεδα συγκρούσεις μιας όχι ιδιαίτερα εύκολης χρονιάς για την ντόπια κινηματογραφική κοινότητα.
Συγκρούσεις που ξεκινάνε απ’ το ίδιο το Φεστιβάλ, που έχει τα δικά του παιχνίδια εξουσίας να ισορροπήσει, με τον Δημήτρη Εϊπίδη να επιδεικνύει ασυνήθιστα διαλλακτική συμπεριφορά, πραγματοποιώντας την μια υποχώρηση μετά την άλλη, προκειμένου να προλάβει τα πολλαπλά μέτωπα που έχει ανοικτά. Απ’ την μία, προσπαθώντας άτακτα να αμβλύνει την κατά τα φαινόμενα τεταμένη σχέση του με τον Γιάννη Σμαραγδή (που με απόφαση Πάνου Παναγιωτόπουλου διαδέχθηκε τον απερχόμενο λόγω εκλογών δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη στην προεδρεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), το Φεστιβάλ ανακοίνωσε τιμητικό αφιέρωμα σε τέσσερις προσωπικότητες του ελληνικού σινεμά, μήνες μετά τη σχετική αναγγελία από τον ίδιο τον Σμαραγδή ως προσωπική του επιθυμία, την οποία ο Εϊπίδης είχε προσπαθήσει να ακυρώσει, προτού την μετατρέψει σε εκφυλιστικό σήριαλ φαιδρών κυβισθήσεων.
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως τη μεγαλύτερη ήττα του κου Εϊπίδη στις πολεμικές των τελευταίων ετών του, δεν είναι παρά η επιστροφή των βραβείων της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ύστερα, υποκύπτοντας σε φημολογούμενες πιέσεις απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού, που παρεμπιπτόντως διαχειρίζεται και τα ΕΣΠΑ απ’ τα οποία εξαρτάται η οικονομική επιβίωση του Φεστιβάλ για την επόμενη πενταετία, ο Εϊπίδης για πρώτη φορά στα χρονικά του βρίσκεται υμνητής μιας κινηματογραφίας την οποία έχει επί σειρά ετών αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα: μετά από πολλά χρόνια πεισματικής άρνησης, ανεβάζει φέτος στη Θεσσαλονίκη το σύνολο σχεδόν της ντόπιας παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων και ταινιών που έκαναν την πρεμιέρα τους στο φεστιβάλ της Αθήνας, διοργανώνοντας ένα άτυπο Πανόραμα Ελληνικού Κινηματογράφου πολύ κοντά στα πλαίσια του προσωπικού (αλλά όχι αποκλειστικού) οράματος πάλι του προέδρου του, Γιάννη Σμαραγδή. Κι επιπλέον, το παρουσιάζει υπό την ομπρέλα ενός ιδιαίτερα πρόχειρου, προσχηματικού, και ιδιαίτερα ελαστικών και βολικών κριτηρίων αφιερώματος στα 100 χρόνια που συμπληρώνει φέτος από τη γένεσή του ο ελληνικός κινηματογράφος.
Ένα αφιέρωμα που αποτελεί ανέκδοτο από μόνο του, η ρετροσπεκτίβα στα 100 χρόνια του ελληνικού σινεμά ξεκίνησε από μια λίστα 200 ταινιών που επελέγησαν από αδιευκρίνιστη ομάδα (ή μπορεί και μονάδα) προγραμματιστών, με αδιευκρίνιστα κριτήρια ως προς το πώς «σηματοδότησαν την εποχή τους, αλλά και την εξέλιξη του ελληνικού σινεμά», όπως έγραφε το δελτίο Τύπου, οι οποίες δεν αποτελούν «σε καμία περίπτωση το αλφαβητάρι του ελληνικού σινεμά», αλλά είναι «μια υποκειμενική καταγραφή με ταινίες που άφησαν το στίγμα τους είτε στην εποχή που προβλήθηκαν, είτε στα μετέπειτα χρόνια». Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ξέραμε ποιου το υποκειμενικό κριτήριο βρίσκει στο ελληνικό σινεμά στίγμα μιας ταινίας σαν το Οξυγόνο (2003) των Ρέππα-Παπαθανασίου λόγου χάρη, ή το πώς σε μια λίστα απ’ την οποία εσκεμμένα και συνειδητά «απουσιάζουν αγαπημένες ταινίες του κοινού που πραγματοποίησαν μεγάλη εμπορική επιτυχία», χώρεσε ο ορισμός του ελληνικού μπλοκμπάστερ που ήταν η Πολίτικη Κουζίνα (2003) του Τάσου Μπουλμέτη.
Επίσης ενδιαφέρον θα ήταν να αποκάλυπτε το φεστιβάλ πόσοι θεατές συμμετείχαν στην online ψηφοφορία του και με πόση ζέση ψήφισαν τις 20 ταινίες που προέκυψαν απ’ τη διαδικασία, μήπως και μπορέσει να ερμηνευθεί στατιστικά το στη-ζώνη-του-ανεξήγητου φαινόμενο να προκριθεί στην τελική επιλογή το ολοκληρωτικά αποτυχημένο εισπρακτικά και πολύ περιορισμένης απήχησης καλλιτεχνικά Πες στη Μορφίνη Ακόμη την Ψάχνω (2001) -η πρώτη ταινία του Γιάννη Φάγκρα, ο οποίος, εντελώς συμπτωματικά, είχε επιλεγεί από νωρίς να συμμετάσχει ως ελληνική συμμετοχή στο Διεθνές Διαγωνιστικό, με την νέα, πολύπαθη ταινία του, Forget me Not. Εκτός κι αν προέκυψαν εντελώς συμπτωματικές καραμπόλες στην εφαρμογή εκείνης της τόσο βολικής ασφαλιστικής δικλείδας στην ανακοίνωση της διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία «θα προβληθούν οι ταινίες που θα επιλέξει το κοινό, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει διαθέσιμη κόπια καλής ποιότητας και φυσικά θα εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη των ανθρώπων στους οποίους ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα». Δηλαδή, ψηφίστε εσείς ποιες θέλετε, κι αν τις βρούμε και μας είναι εύκολο, μπορεί να σας τις δείξουμε, θα δούμε.
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως τη μεγαλύτερη ήττα του κου Εϊπίδη πάντως, στις πολεμικές των τελευταίων ετών του, δεν είναι παρά η επιστροφή των βραβείων της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο κος Εϊπίδης που είχε από το 2011 αποκλείσει όχι μονάχα το βραβείο της ΠΕΚΚ απ’ την τελετή λήξης του Φεστιβάλ (για λόγους που είχαμε αναφέρει πέρσι), αλλά εν συνεχεία άρχισε να κόβει και τους ίδιους τους κριτικούς που τολμούσαν να θίξουν θορυβωδώς το θέμα, αναγκάστηκε φέτος να αλλάξει πορεία πλεύσης, για να μην χάσει εντελώς από το φεστιβάλ την επιτροπή της FIPRESCI, το βραβείο της, και το γόητρο που φέρνει μαζί. Με τη διεθνή ένωση κριτικών κινηματογράφου να εφαρμόζει μετά από δυο χρόνια δυσπραγίας τους κανονισμούς της και να υπενθυμίζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την υποχρέωσή του να δεχτεί στην επιτροπή FIPRESCI μέλος της εθνικής ένωσης κριτικών ορισμένο απ’ την ίδια την ΠΕΚΚ, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου κατάφερε να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη, ενδυναμωμένη και θωρακισμένη με επίσημες δεσμεύσεις. Το φεστιβάλ δεσμεύτηκε να επιτρέψει σε διαπιστευμένο μέλος της ΠΕΚΚ να ανακοινώσει το βραβείο της Ένωσης, παραμένει όμως το ερώτημα του ποιο θα είναι αυτό το μέλος, αφού το Φεστιβάλ συνεχίζει να αρνείται διαπιστεύσεις κατά το δοκούν. Ο πρόεδρος της ΠΕΚΚ, Ανδρέας Τύρος, κι ο γενικός γραμματέας της, Νέστορας Πουλάκος, για τρίτη χρονιά παραμένουν απρόσκλητοι από το Φεστιβάλ, ενώ το μέλος της ΠΕΚΚ Νίκος Αλέτρας, συνάντησε για άλλη μια φορά άρνηση διαπίστευσης από τη διοργάνωση.
Η 55η έκδοση του φεστιβάλ προβλέπεται να μετατραπεί σε πεδίο δοκιμών της σταθερότητας των νέων ισορροπιών, που προέκυψαν απ’ τις διαδοχικές και σε πολλά επίπεδα συγκρούσεις μιας όχι ιδιαίτερα εύκολης χρονιάς για την ντόπια κινηματογραφική κοινότητα.
Σε άλλα θεσμικά, ο επικείμενος διορισμός του Χάρη Παπαδόπουλου στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου θα είναι το δίχως άλλο στην καρδιά των παρακινηματογραφικών συζητήσεων της Θεσσαλονίκης, κι όχι άδικα. Ο επί 14ετίας ακλόνητος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, που είδε δεκάδες μέλη του να αποχωρούν επιδεικτικά κι ιδιαιτέρως επιθετικά από το σωματείο του το Σεπτέμβρη του 2009, στην πιο εκρηκτική απ’ τις αντιπαραθέσεις του εμφυλίου του ελληνικού σινεμά, κατάφερε την πενταετία που ακολούθησε όχι μονάχα να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία του στην συνδικαλιστική πλευρά του καλλιτεχνικού κυκλώματος, αλλά και να παρακολουθήσει την επιπέδου συμπαντικής συνωμοσίας διαμόρφωση των ιδανικών συνθηκών, που θα τον επανέφεραν στο προσκήνιο ισχυρότερο από ποτέ.
Το συναρπαστικότερο των αφηγημάτων του φετινού παρασκηνίου ξεκινά απ’ το Σεπτέμβρη του 2013, με την αιφνιδιαστική παραίτηση του από το 2006 προέδρου του ΔΣ του ΕΚΚ Γιώργου Παπαλιού, στον οποίο πολλοί αποδίδουν συθέμελη την διεθνή ανάταση του ελληνικού σινεμά απ’ το 2009 και μετά. Την αποχώρησή του συνοδεύουν αποκαλύψεις για ευθύβολες πιέσεις από τους κύκλους του τότε Υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου για αναδρομική οικονομική ενίσχυση της ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή, Ο Θεός Αγαπά το Χαβιάρι (2012). Και μπορεί ο Παπαλιός με τις αποκαλύψεις του να έκαψε τον Σμαραγδή από μνηστήρα της πολυθρόνας του ΕΚΚ, όμως ο τότε Υπουργός, ισοπεδώνοντας τις όποιες ελπίδες της πλειοψηφίας της κινηματογραφικής κοινότητας, όχι απλώς δεν αρνήθηκε την παραίτηση του Παπαλιού, αλλά άρχισε να αλληθωρίζει προς την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, διορίζοντας στη θέση του προέδρου ένα από τα πιο ενεργά μέλη της: τον Τώνη Λυκουρέση.
Με μετριοπαθή στάση στη σύντομη θητεία του, ο Λυκουρέσης παρέδωσε σκυτάλη στο νέο ΔΣ που διόρισε ο κος Παναγιωτόπουλος λίγο πριν αποχωρήσει για νέες κοινοβουλευτικές περιπέτειες, και με το οποίο ενίσxυσε την παρουσία της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών στο Κέντρο, τοποθετώντας τον σκηνοθέτη και παραγωγό Άγγελο Σέκερη και τον πρόεδρο της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Ελλάδος Γιάννη Γλέζο. Οι δυο στενότεροι και ηχηρότεροι εκ των συνεργατών του προέδρου της Εταιρείας, Χάρη Παπαδόπουλου, εκκινώντας από νωρίς επιθετικές συμπεριφορές στον έλεγχο του μόνου εναπομείναντα της εποχής Παπαλιού, γενικό διευθυντή του ΕΚΚ, Γρηγόρη Καραντινάκη, δεν δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να καλλιεργήσουν το κλίμα όχι μόνο της αποδυνάμωσης του επαναδιορισμού Καραντινάκη, αλλά και της ανάδειξης του Χάρη Παπαδόπουλου ως ισχυρότερου διεκδικητή της θέσης.
Με τέσσερις από τις επτά ψήφους του ΔΣ υπέρ του, ο Χάρης Παπαδόπουλος δεν χρειάστηκε καν τη στήριξη του Γιάννη Γλέζου στη διαδικασία ανάδειξης του εκλεκτού του ΔΣ, οι δε ερμηνείες για την (μοναχική) στήριξη του κου Γλέζου προς άλλο υποψήφιο, καλύπτουν όλο το φάσμα από το απλό ξεκάρφωμα της διαδικασίας, ως την προσπάθεια του επερχόμενου διευθυντή να αποστασιοποιηθεί απ’ την άκομψη στάση του μέλους του ΔΣ στο φεστιβάλ Δράμας. Όπως κι αν το ερμηνεύσει κανείς όμως, το αποτέλεσμα είναι ίδιο: ο Χάρης Παπαδόπουλος είναι ο ισχυρότερος άνδρας του ελληνικού σινεμά. Μένει απλώς να πάρει και τη βούλα, την οποία δεν αποκλείεται να του δώσει ο νυν Υπουργός Πολιτισμού κος Τασούλας, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ.
Κάπως έτσι, πέντε χρόνια μετά την κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας, ο Δημήτρης Εϊπίδης θα δει να επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη εκείνο που είχε πασχίσει τόσο να αποκλείσει: Εκείνο το «μπάχαλο», όπως το είχε θέσει, που «επικρατούσε την εποχή των κρατικών Βραβείων, όπου καταλήγαμε να δείχνουμε τα πάντα (σσ: από ελληνικές ταινίες) -ακόμα και γάμους και βαφτίσια. Και το πληρώναμε ως φεστιβάλ, εισπράττοντας κακά δημοσιεύματα από τον ξένο Τύπο. Κι όλ’ αυτά με τεράστιο κόστος. Ώστε να έρχονται όλοι αυτοί με τα κοτσιδάκια και τα κομπολόγια να τσακώνονται, να παίζουν ξύλο και να κάνουν διακοπές. Δεν υπάρχουν πια λεφτά για όλ’ αυτά». Καλή διάθεση να υπάρχει όμως, κι όλα τ’ άλλα βρίσκονται.