«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά είναι ενδιαφέρουσα αυτή η ανάγνωση» μου λέει ο Ηλίας Μαγκλίνης αφού του έχω σχολιάσει μια συγκεκριμένη φράση του τρίτου μυθιστορήματός του που – χωρίς να έχει χρειαστεί να την απομονώσω ιδιαίτερα από το πλαίσιό της, τουλάχιστον πέραν των προφανών χωροχρονικών διαστάσεων – τουλάχιστον στα δικά μου μάτια φαντάζει ως ιδιότυπη αλληγορία προς ολόκληρες γενιές ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα σήμερα, κάποιων που η έλευση των κρίσιμων τελευταίων ετών τους βρήκε με τη νιότη λίγο ή πολύ πίσω τους και άλλων που τώρα «ενηλικιώνονται» και όλοι ξαφνικά βρέθηκαν να προσπαθούν να πορευτούν σε μια χώρα που πριν από μερικά χρόνια κανείς τους δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να υπάρξει σε κανένα χάρτη: «Και τώρα, στα είκοσι, είκοσι δυο τους, ερχόμενοι από μια χώρα διάτρητη, γονατισμένη, να βρίσκονται στην άλλη άκρη της γης για να υπερασπιστούν μια χώρα διάτρητη και γονατισμένη, μια χώρα άγνωστη, ξένη και αδιάφορη, η οποία έως πριν από λίγους μήνες δεν ήξεραν ότι υπήρχε καν πάνω στον πλανήτη».
Στη συνέχεια της συζήτησής μας ο Μαγκλίνης θα μου πει ότι «το βιβλίο μιλάει για την ιστορία του τότε, αλλά κατά κάποιο τρόπο μιλάει πολύ για την προϊστορία του σήμερα», οπότε προφανώς ο αναγνώστης δεν διαβάζει μόνο αυτό που θέλει να διαβάσει, όπως θα έλεγε και ο Paul Weller, αλλά και αυτό που ο συγγραφέας θέλει να (του) πει.
Εν προκειμένω, ο Μαγκλίνης το καταφέρνει με όχημά του τα σπασμένα όνειρα ενός, καθηλωμένου στο ματωμένο μετεμφυλιακό χώμα, νέου που προσπάθησε μάταια να πετάξει, αλλά το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να πάρει το όπλο του και να συρθεί σε ματωμένα χώματα, μέχρι τελικά να ηττηθεί σε ένα πόλεμο που -μην ακούτε τι λένε- δεν κέρδισε κανείς.
Από τη σύλληψη της αρχικής ιδέας της Πρωινής Γαλήνης πέρασαν πολλά χρόνια. Νομίζω ότι βασικότερος λόγος ήταν η «εμπλοκή» με τον πατέρα μου, που είχε πάει στην Κορέα. Δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για εκείνον. Ή ακόμη κι αν τελικά έγραφα ένα βιβλίο για τον πατέρα μου, ήθελα πρώτα να απεμπλακώ όσο το δυνατόν περισσότερο συναισθηματικά, να πάρω μια απαραίτητη απόσταση.
Η αρχική ιδέα για ένα βιβλίο που θα αφορούσε και την Κορέα γεννήθηκε όταν ήμουν 28 ετών. Τότε ο πατέρας μου ήταν ήδη άρρωστος. Το 2004 πέθανε, οπότε είχαμε και αυτά… Έκλεισε βέβαια ένας κύκλος και κάποια ζητήματα άρχισαν να παίρνουν μια οριστική θέση μέσα μου.
Πέρα από βιβλία, αρχεία και λοιπές δευτερεύουσες πηγές, έκανα μια εκτεταμένη έρευνα δημοσιογραφικού τύπου κατά την οποία έψαχνα ανθρώπους που είτε ως κληρωτοί είτε ως αξιωματικοί είχαν βρεθεί εκεί. Όσο το έψαχνα διαπίστωνα ότι το ασαφές πράγμα που αποκαλούμε «εκστρατευτικό σώμα Κορέας» συνδεόταν άμεσα με το μετεμφυλιακό κλίμα της Ελλάδας. Όλοι αυτοί οι τύποι είχαν ζήσει τη δεκαετία του 40 και τον εμφύλιο είτε ως μάχιμοι είτε ως άμαχοι, δηλαδή τα πιο νέα παιδιά σαν τον πατέρα μου, που γεννήθηκε το 29 και το 1944 ήταν 15 ετών. Κάποιοι δεν χρειάστηκε να πάνε στην Κορέα για να δουν πτώματα, για να ανταλλάξουν πυροβολισμούς. Πολύ ιδιαίτερη ήταν και η επαφή μου με τον Σύνδεσμο Παλαιμάχων Πολεμιστών. Ήταν σαν να μπαίνω σε ένα άλλο σύμπαν, άκουγα πράγματα πολύ περίεργα σε πολιτικό επίπεδο. Ειδικά οι του στρατού είχαν πολλές αγκυλώσεις. Της αεροπορίας ήταν σε διαφορετική κατάσταση. Στην Κορέα είχε σταλεί ένα Τάγμα Πεζικού και ένα Σμήνος Αεροπορίας. Ο Σύνδεσμος, όμως, ήταν ουσιαστικά του στρατού, αυτοί ήταν οι πιο οργανωμένοι.
Ομολογώ ότι κάποιες από τις μαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεων τις έκανα κρυφά, αλλιώς δεν θα μου ανοιγόντουσαν. Δηλαδή το περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο όπου σκοτώνουν έναν αιχμάλωτο, έχει όντως συμβεί. Αλλά μου το είχε πει off the record κάποιος που ήταν ανθυπολοχαγός διμοιρίτης και άφησε τον αιχμάλωτο να φύγει αλλά κάποιος άλλος του την άναψε από πίσω. Όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και στην Κορέα συνέβησαν φριχτά, μοιραία λάθη και παλιανθρωπιές. Αλλά ακουσα και πράγματα πολύ συγκινητικά και ανθρώπινα.
Ως συγγενής βετεράνου εκμεταλλεύτηκα τη δυνατότητα που προσφέρει η Δημοκρατία της Κορέας στους βετεράνους και τους συγγενείς τους να επισκεφτούν τη χώρα. Πήγα τρεις φορές. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω και με ξένους. Στην αρχή σκεφτόμουν να κάνω ένα βιβλίο ντοκουμέντων και τεκμηρίων, κάπως σαν αυτά του Θανάση Βαλτινού. Τελικά κάποια άλλα βιβλία βγήκαν πρώτα από μέσα μου, το «Σώμα με σώμα» και η «Ανάκριση», ώσπου να έρθει τελικά η ώρα της «Πρωινής Γαλήνης».
Ο πατέρας μου δε μίλαγε πολύ, ήταν αρκετά εσωστρεφής, λίγο χαμένος στον κόσμο του, αλλά και άρρωστος για αρκετά χρόνια, είχε καταπέσει ο άνθρωπος. Κι εκείνον τον μαγνητοφώνησα χωρίς να το ξέρει. Δεν πιστεύω ότι θα μου έλεγε όχι, αλλά δεν ήθελα να το ρισκάρω.
Η Κορέα με δελέαζε καλλιτεχνικά γιατί έχει κάτι αμφίσημο. Δεν ήταν σαν τον Β’ Παγκόσμιο, τον λεγόμενο τελευταίο καλό πόλεμο. Είναι ένας ξεχασμένος πόλεμος, έχει κάτι εξωτικό και την ίδια στιγμή κάτι κουλό, σχετικά με το πώς βρέθηκαν Έλληνες εκεί πέρα, στην άλλη άκρη του κόσμου. Επίσης δεν ήταν ένας καθαρός πόλεμος ιδεολογικά, κάτι που μπορείς να το πεις ακόμη και για τη μαύρη σελίδα του εμφυλίου, ότι δηλαδή υπήρχαν οι μεν και οι δε, η κάθε πλευρά με το δικό της ιδεολογικό υπόστρωμα. Κυρίως όμως ήταν ένας πόλεμος που τελείωσε με μία περίεργη ισοπαλία, ένας παγκοσμιοποιημένος πόλεμος χωρίς νικητές, αλλά με πάρα πολλούς νεκρούς. Έχασαν τη ζωή τους περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι νεκροί Κινέζοι ήταν γύρω στο 1 εκατομμύριο, αν και η Κίνα δεν έχει ανακοινώσει επίσημα νούμερα. Οι Αμερικάνοι είχαν 58 χιλιάδες νεκρούς συνολικά και 33 χιλιάδες στο πεδίο της μάχης. Στο Βιετνάμ είχαν 60 χιλιάδες νεκρούς, αλλά εκεί ο πόλεμος κράτησε 10 χρόνια, ενώ στην Κορέα κράτησε 3. Εμείς εδώ μέχρι σήμερα ακούμε το «έγινε της Κορέας» χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς έγινε. Και παλιότερα έβαζαν τους φαντάρους στη βασική εκπαίδευση να φωνάζουν το ελεεινό «πνίξαμε τους κίτρινους στο αίμα», όπως έβαζαν και τη δική μου σειρά να τραγουδάει κάτι μπούρδες του στιλ «έχω μια αδερφή που την αγαπώ πολύ, Βόρεια Ήπειρο τη λένε κι είναι όμορφη πολύ».
Ο κόσμος δεν ξέρει σχεδόν τίποτα για αυτό τον πόλεμο. Για παράδειγμα σε ένα από τα ταξίδια που έκανα εκεί, ήμουν με τη χήρα του Σπύρου Μουστακλή. Ποιος ξέρει ότι ο Μουστακλής ήταν στην Κορέα; Ήταν βετεράνος του εμφυλίου, είχε πολεμήσει τους κομμουνιστές, ήταν το ‘52 στην Κορέα και μετά έγινε ο Μουστακλής που ξέρουμε, εναντιώθηκε όπως και άλλοι αξιωματικοί στη Χούντα, κι έπαθε αυτό που έπαθε στα ΕΑΤ ΕΣΑ. Μετά από τόσο ψάξιμο, πήρα την απόφαση να κάνω ένα βιβλίο πιο γραμμικό, πιο φαινομενικά ρεαλιστικό, σε ένα μοντέλο πιο κλασικότροπου μυθιστορήματος. Μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει μια αφηγηματική στροφή στο τέλος, όπου αλλάζουν τα πρόσωπα και οι χρόνοι και το ύφος.
«Από το 2009 μέχρι τώρα η Ελλάδα είναι μια χώρα που απογυμνώθηκε. Όπως συμβαίνει σε ένα ζευγάρι που κατά βάθος έχει προβληματική σχέση αλλά έχει και λεφτά, οπότε μπαλώνονται πολλά προβλήματα. Μόλις τελειώσουν τα λεφτά βγαίνουν όλα στη φόρα. Στην Ελλάδα αποκαλύφτηκε η ένδεια του πολιτικού συστήματος. Επίσης, αν και δεν πιστεύω στο αυτομαστίγωμα, θεωρώ ότι δεν είναι άμοιρος ευθυνών ο κόσμος. Εμείς τους ψηφίζαμε…»
Νομίζω ότι μετά από ένα σημείο το πιο σημαντικό που πρέπει να κάνεις είναι να «προδώσεις» το υλικό της έρευνας, να μην αγχωθείς για να το χρησιμοποιήσεις όλο, μέχρι και να το ξεχάσεις σε κάποιο βαθμό. Το βιβλίο αυτό είναι σαν την κορυφή ενός παγόβουνου, και το υπόστρωμα του δεν πρέπει να φαίνεται. Είναι ένα καταστάλλαγμα.
Πολλά από αυτά που μου έλεγαν οι παλαίμαχοι, πέρα από προσωπικές τους ιστορίες, δεν θα τα διαβάσεις στα έγγραφα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Όπως ότι στο εκστρατευτικό σώμα είχε γίνει ένας φόνος ενός στρατιώτη από έναν άλλο για τα μάτια μιας γυναίκας στα μετώπισθεν. Ή ότι υπήρξε μια αυτοκτονία, γιατί ένας σμηνίτης που ήταν υπεύθυνος υλικού και διαχειριζόταν λεφτά, τα ‘χασε στο πόκερ από τους Αμερικανούς και από τη ντροπή του αυτοκτόνησε. Κυρίως όμως από τους παλαίμαχους εισέπραξα την αύρα τους, την εκφορά του λόγου τους, γιατί μην ξεχνάς ότι τα ελληνικά εκείνης της εποχής ήταν διαφορετικά από τα σημερινά. Γράφοντας ήθελα να αποτυπώσω σωστά τον τρόπο που μιλούσε ο κόσμος τότε, να μην κάνω το λάθος και να έχω δυο ερωτευμένα παιδιά της δεκαετίας του 50 που να μιλάνε σαν ερωτευμένοι του σήμερα.
Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να εξωραϊσω εκείνη την εποχή. Μου φαίνεται φοβερά μίζερη η Αθήνα της δεκαετίας του 50, όσο κι αν έχει ένα γραφικό «κάτι». Δηλαδή έμεναν στις αυλές με σπίτια ξεκλείδωτα και δεν φοβόντουσαν μην τους κλέψουν αλλά ο καθένας ήξερε πότε ξενύχτησε η κόρη του γείτονα, πότε την έκανε μαύρη στο ξύλο, χώρια τα πολιτικά, τα πιστοποιητικά φρονημάτων, τους περιπτεράδες που αν ήθελαν μπορούσαν να γίνουν οι καλύτεροι ρουφιάνοι. Άθλια περίοδος, τι να λέμε…
Για έναν αξιωματικό το να βρεθεί σε μια εμπόλεμη ζώνη λειτουργεί και σαν πρόκληση. Ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε τότε. Είναι σαν να είσαι δημοσιογράφος και να πρέπει να κυνηγήσεις ένα πολύ καυτό θέμα. Μου πήρε χρόνο να το χωνέψω ότι μπορεί κάποιος να θέλει να πάει σε ένα πόλεμο για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η προώθηση της καριέρας – αρκεί να σωθείς βέβαια.
Όταν τους μαζεύαν πριν τις αποστολές και τους έλεγαν ότι υπολόγιζαν 40% απώλειες, γύριζε ο καθένας και κοίταζε τον διπλανό του και έλεγε «αχ τον κακομοίρη δεν θα γυρίσει». Κανείς δεν σκεφτόταν ότι υπήρχε ίδια πιθανότητα να μη γυρίσει ο ίδιος.
Όσοι τελείωσαν τη Σχολή Ευελπίδων μετά το τέλος του εμφυλίου, εκτός του ότι οι παλιότεροι τους κοιτούσαν περίεργα ως άκαπνους, ήταν αυτονόητο ότι θα δήλωναν συμμετοχή στην Κορέα, γιατί αν δεν το έκαναν θα άρχιζαν τα δύσκολα. Θυμάμαι να μιλάω με έναν παλαίμαχο και να μου λέει πως δήλωσε συμμετοχή, αλλά τελικά τον κάλεσαν μετά από ενάμιση χρόνο, ενώ είχε ήδη αρραβωνιαστεί και φυσικά δεν ήθελε πια να πάει. Αλλά μπορούσε να πει όχι;
Στην αεροπορία και τους φαντάρους του στρατού δεν υπήρξε εθελοντισμός, όποιους καλούσαν έπρεπε να πάνε. Στους κληρωτούς του στρατού υποτίθεται ότι υπήρξε εθελοντισμός, αλλά είναι μια μπερδεμένη ιστορία που προσπάθησα να παρουσιάσω στο βιβλίο, το πώς έγιναν εθελοντές και το πώς αντιμετωπίστηκαν μετά. Δηλαδή με αδιαφορία. Δεν ξέρω βέβαια τι περίμεναν. Όσοι πολέμησαν στο Β’ Παγκόσμιο τους υποδέχτηκαν στην Ελλάδα σαν ήρωες. Ο πόλεμος της Κορέας ήταν κάτι άλλο, όχι απελευθερωτικός. Άσε που οι άνθρωποι της εποχής είχαν βαρεθεί να μιλάνε για πολέμους.
Όταν επικράτησε μια πιο αριστερή αντίληψη πραγμάτων, ειδικά μεταπολιτευτικά, στιγματίστηκαν ως μισθοφόροι ιμπεριαλιστές. Όμως καταλαβαίνεις πως όταν σε ένα παιδί 20 χρονών από την Ιτέα του λες να πάει στην Κορέα -πολύ πριν το φιληρεινικό κίνημα του 60 που στην Ελλάδα άργησε κιόλας να έρθει- η υπακοή είναι ουσιαστικά μονόδρομος. Επίσης για εκείνους τους ανθρώπους δεν ήταν δα και τόσο τρομερό να πάνε σε ένα πόλεμο. Είχαν πάει οι γονείς τους, τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, οι θείοι τους, το 1922 ή το 1940 ή στον εμφύλιο. Ήταν σαν φυσική συνέχεια των πραγμάτων ότι ο άντρας κάποια στιγμή θα πάει στον πόλεμο.
Οι πιο εξομολογητικοί παλαίμαχοι με τους οποίους μίλησα ήταν οι Αμερικανοί, όχι οι Έλληνες. Στην κοινωνία τους ο βαθμός εξατομίκευσης είναι πιο ανεπτυγμένος, οπότε έχουν εσωτερικοποιήσει περισσότερο την εμπειρία τους και δε φοβούνται να σου πουν «φοβήθηκα», «χέστηκα», «έκλαψα» ή «δεν ήθελα να πάω». Εδώ υπάρχει ακόμη ως ψυχική εγγραφή αυτό το άγχος για το τι θα πει ο άλλος. Γι’ αυτό και κατά κανόνα ο Έλληνας θα σου πει τα τετριμμένα, πχ ότι πήγε στο τάδε ύψωμα και ήταν γενναίος.
Η έρευνα για την Πρωινή Γαλήνη επιβεβαίωσε περίτρανα την πεποίθηση μου για την ύπαρξη γκρίζων ζωνών σε τέτοιες καταστάσεις, ότι δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, ότι μερικές φορές είναι πολύ μπερδεμένα τα πράγματα και δεν σου κρύβω ότι κάνω και την αναγωγή στις σημερινές συνθήκες, σε αυτό που εντελώς σχηματικά λέμε «μνημονιακός-αντιμνημονιακός». Υπήρξαν δηλαδή και κομμουνιστές που πήγανε στην Κορέα, για να γλιτώσουν τη Μακρόνησο. Κάτι άλλο που συνειδητοποίησα είναι το πως μπορεί να σε λιανίσει η Ιστορία μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκες μια συγκεκριμένη περίοδο, ας πούμε το 1929-30, οπότε ήσουν σε στρατεύσιμη ηλικία για τον εμφύλιο ή την Κορέα.
Έχει γραφτεί ότι το συγκεκριμένο βιβλίο μιλάει από τη σκοπιά των νικητών του Εμφυλίου, και μάλιστα ότι ο «Δημήτρης» είναι ο πιο χαρακτηριστικός τύπος εθνικόφρονα. Ο οποίος, κατά τη γνώμη μου είναι κάθε άλλο παρά εθνικόφρονας. Ή τουλάχιστον δεν φοράει τη στολή για το εθνόσημο, αλλά για μια δική του ανάγκη υπέρβασης ορίων. Πέραν αυτού, έχουν γραφτεί βιβλία από την πλευρά των serial killers ή των ναζί. Είναι αυτονόητο ότι ο συγγραφέας δεν υιοθετεί σώνει και καλά τις απόψεις των ηρώων του. Ο συγγραφέας θα τσαλαβουτήσει όπου μπορεί και θέλει. Όπως έλεγε ο Τσέχωφ, ο συγγραφέας είναι σαν τον μικροβιολόγο: θα κοιτάξει και μικρόβια, αλλά δεν θα τα κρίνει. Εντάξει, ο «Δημήτρης» και η οικογένειά του είναι ανάμεσα στους νικητές. Όμως τελικά πόσο νικητές είναι; Ο ίδιος σκοτώθηκε, ο πατέρας και η μάνα του πέθαναν σε κατάθλιψη, ο αδερφός ζει βουτηγμένος σε δύσκολες μνήμες. Μια οικογένεια διαλυμένη. Δεν θέλω φυσικά να συγκρίνω τι σήμαινε να είσαι αριστερός εκείνην την περίοδο. Ουτε καν κομμουνιστής, ακόμη και απλά προοδευτικός να ήσουν, πιθανότατα θα σε έτρωγε η μαρμάγκα, δεν μπορούσες να βρεις δουλειά, σε βάζανε να υπογράψεις δήλωση και γινόσουν περίγελως των δικών σου ανθρώπων…
Στον εμφύλιο ο καθένας ήθελε να κερδίσει η δική του πλευρά. Όμως γνώρισα πολλούς «νικητές» που είχαν ακόμη και στα γεράματά τους μεγάλη αμφιθυμία για όσα συνέβησαν. Ειδικά οι αεροπόροι ποτέ δεν ένιωσαν άνετα χτυπώντας άλλους Έλληνες. Θαύμαζαν τους αντιπάλους τους. Ένας βετεράνος μου είπε ότι βλέποντας από ψηλά τις φάλαγγες μέσα στο χιόνι, ένιωθε δέος.
Δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις που λόγω προσωπικών αντιδικιών, προέκυπτε και η πολιτική. Ένας αξιωματικός μου είπε ότι του έφεραν ένα λοχία και όταν τον ρώτησε γιατί είναι «χαρακτηρισμένος» εκείνος του είπε ότι είχε πλακώσει στο ξύλο ένα χωροφύλακα στον Έβρο που παρενοχλούσε την αδερφή του κι εκείνος τον κατέδωσε ως κομμουνιστή. Κάτι παρόμοιο είχε πάθει ο πατέρας μου, που το 1943 σε ηλικία 14 ετών έφυγε από το σπίτι για να πολεμήσει με τον ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του, παλιός Βενιζελικός και σύνδεσμος του ΕΔΕΣ στο Αγρίνιο ζήτησε από τον κουνιάδο του που ήταν βαμμένος κομμουνιστής στο ΕΑΜ να επιστρέψουν τον μικρό για να μην σκοτωθεί. Αργότερα λοιπόν που ο πατέρας μου παράτησε μια κοπέλα, εκείνη τον κατέδωσε ως κομμουνιστή και είχε πρόβλημα να μπει στη σχολή Ικάρων. Στο μεταξύ το 1944 η ΟΠΛΑ σκότωσε τον πατέρα του, και έτσι «αποχαρακτηρίστικε». Θυμάμαι πάντως να μου λέει ο πατέρας μου ότι δεν πήγε στον ΕΛΑΣ γιατί είχε συγκροτημένη αντίληψη δεξιάς-αριστεράς, αλλά γιατί ο ΕΛΑΣ έκανε την πιο οργανωμένη αντίσταση. Τι αντίληψη να έχει εκείνη την εποχή ένα παιδί 14 ετών για τα πολιτικά;
Σχεδόν κάθε οικογένεια στην Ελλάδα έχει να διηγηθεί τέτοιες ιστορίες. Ο πεθερός μου μου είπε ότι ο πατέρας του είχε δίδυμο αδερφό. Ο πατέρας του ήταν στον ΕΔΕΣ και ο θείος του στον ΕΛΑΣ και συναντιόντουσαν κρυφά απ’ όλους, και τους συμπολεμιστές και τους συγγενείς, στο σπίτι της μάνας τους. Είναι πολύ συγκινητικό και συμβολικό ότι η μητρική εστία παρέμεινε ένα ουδέτερο έδαφος όπου τα αδέρφια μπορούσαν να αγκαλιαστούν.
Όταν είσαι σε ένα πόλεμο – και αυτό μου το έχουν πει πολλοί «καπνισμένοι» αξιωματικοί – δεν σκέφτεσαι την πατρίδα και το εθνόσημο, αλλά τον εαυτό σου και τον διπλανό σου. Πατρίδα σου είναι μέχρι εκεί που φτάνουν οι πατούσες σου. Αυτή είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές φράσεις που άκουσα ερευνώντας για την Πρωινή Γαλήνη.
Το βιβλίο μιλάει για την ιστορία του τότε, αλλά κατά κάποιο τρόπο μιλάει πολύ για την προϊστορία του σήμερα. Άλλωστε το τελευταίο κομμάτι – που κάποιοι λανθασμένα το αντιμετωπίζουν ως επίμετρο, ενώ είναι απλώς διαφορετικής φόρμας αλλά εξίσου οργανικό κομμάτι του βιβλίου – έχει να κάνει με το πως τα φαντάσματα του παρελθόντος περνάνε από γενιά σε γενιά. Αλλά και πως περνάει η αγάπη.
Η ορολογία που ξαφνικά άρχισαν να χρησιμοποιούν πολλοί τώρα με την κρίση είναι του 40 για να μην πω του 22. Οι ταχύτητες σήμερα είναι ιλιγγιώδεις και το περσινό μας φαίνεται παλιό, αλλά η Ιστορία υπακούει σε δικούς της κανόνες. Δηλαδή αν σκεφτείς ότι ακόμη ζούμε με το τραύμα του 1453… Η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια να αναστοχαστεί με ηρεμία όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 40. Όλοι ξέρουμε πως ήταν οι δεκαετίες του 50 και του 60 και μετά ήρθε η Χούντα. Με τη Μεταπολίτευση και κυρίως από το 1981 αποκαταστάθηκαν κάποιες αδικίες και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που ήταν στην απ’ έξω μπήκε στα πράγματα, ακόμη και σε καθαρά οικονομικό επίπεδο – άλλο αν μετά κάποιοι τα φάγανε, έπρεπε να γίνει αυτό, να μπει στο προσκήνιο ο λαός. Από τη δεκαετία του 90 νομίζω ότι ξεκίνησε μια προσπάθεια για λίγο πιο αποστασιοποιημένη μελέτη εκείνης της περιόδου. Η οποία αποστασιοποίηση πήγε πίσω λόγω της πόλωσης της κρίσης.
Έχουμε μια ανάγκη στην Ελλάδα να κοιτάμε συνέχεια πίσω, νομίζουμε ότι είναι ασφαλές. Ενώ είναι κινούμενη άμμος γιατί ο καθένας θυμάται το παρελθόν όπως θέλει. Είναι όπως με την εφηβεία. Δεν τη θυμάσαι ακριβώς όπως έγινε. Θυμάσαι αυτό που εσύ έχεις φτιάξει ως αφήγηση.
Ίσως να γενικεύω επικίνδυνα αλλά τείνω να πιστέψω ότι είναι ίδιον του χαρακτήρα μας να προσπαθούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από τη ρήξη και τη σύγκρουση, παρά μέσα από τη σύνθεση και τη συναίνεση. Σαν να μας είναι πιο εύκολο και βολικό. Λειτουργούμε σαν έφηβοι που τα βλέπουν όλα άσπρα ή μαύρα και θεωρούν τον συμβιβασμό μεγάλο ξεπούλημα. Όλο αυτό τα τελευταία χρόνια έγινε ακόμη πιο έντονο και πιο περίεργο, γιατί δεν ορίζεται από το κλασικό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς. Οι λεγομενοι μνημονιακοί δεν είναι σώνει και καλά δεξιοί. Ή οι λεγόμενοι αντιμνημονιακοί δεν είναι μόνο αριστεροί. Είναι πολύ μπερδεμένα τα πράγματα. Στο αντιμνημονιακό μπλοκ θα συναντήσεις από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά και στην άλλη πλευρά ένα συνονθύλευμα είτε απολιτίκ ανθρώπων είτε άλλων που έχουν μια πολύ θολή φιλελεύθερη άποψη – γιατί ο φιλελευθερισμός πάσχει στην Ελλάδα. Το μπέρδεμα ισχύει και στα κόμματα: ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε πλέον μνημονιακός ενώ η ΝΔ που βαυκαλίζεται ότι αποτελεί τη φιλοευρωπαϊκή πρόταση, είναι κάτι παλιακό, με πολύ έντονες δεξιές, κρατικιστικές και θρησκευτικές καταβολές.
Από το 2009 μέχρι τώρα η Ελλάδα είναι μια χώρα που απογυμνώθηκε. Όπως συμβαίνει σε ένα ζευγάρι που κατά βάθος έχει προβληματική σχέση αλλά έχει και λεφτά, οπότε μπαλώνονται πολλά προβλήματα. Μόλις τελειώσουν τα λεφτά βγαίνουν όλα στη φόρα. Στην Ελλάδα αποκαλύφτηκε η ένδεια του πολιτικού συστήματος. Επίσης, αν και δεν πιστεύω στο αυτομαστίγωμα, θεωρώ ότι δεν είναι άμοιρος ευθυνών ο κόσμος. Εμείς τους ψηφίζαμε. Εμείς αντιδράσαμε έτσι όπως αντιδράσαμε, ολίγον τι συνωμοσιολογικά και έξαλλα. Βέβαια πολύς κόσμος που είχε δουλέψει, για παράδειγμα στον ιδιωτικό τομέα, πήγε άκλαφτος.
Μέχρι πέρυσι ίσως και δικαίως πιστεύαμε ότι όλο αυτό που ζούμε είναι απλά ένα ελληνικό μπάχαλο, μέσα σε μια Ευρώπη που θα συνεχίσει την πορεία της, που θα μακροημερεύσει. Πλέον δεν είναι έτσι. Είναι πολύ πιο γενικευμένο το πρόβλημα, γιατί μεταξύ άλλων έχουμε και το προσφυγικό ζήτημα, το Brexit, την άνοδο του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς. Όλα αυτά δεν είναι εύκολο να επιτρέψουν στην Ευρώπη να πάρει ξανά τα πάνω της. Το ζοφερό σενάριο είναι ότι θα οδεύσουμε προς μια ήπειρο πολλαπλών ταχυτήτων, θα υπάρχει δηλαδή η κεντρική Ευρώπη που θα είναι σε καλύτερη κατάσταση, και στην περιφέρεια θα ζούμε όλοι με χαρτζιλίκι.
Μου φαίνεται πολύ δύσκολο το πέρασμα από τον δημοσιογραφικό λόγο στο λογοτεχνικό. Κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο, πρέπει να κάνω πάρα πολύ ξεφλούδισμα των πρώτων προσπαθειών για να απελευθερωθώ. Θεωρώ ότι είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Ακόμη και στο τελευταίο κομμάτι της Πρωινής Γαλήνης που συνειδητά χρησιμοποίησα ένα πιο δημοσιογραφικό λόγο, σαν να είναι μια εκτενής επιφυλλίδα ενός ανθρώπου που μιλάει προσωπικά για ιστορικά ζητήματα. Είναι πολύ δύσκολο και κουραστικό.
Όσο διαφορετικά και αν είναι μεταξύ τους τα βιβλία ενός συγγραφέα, πιστεύω ότι πράγματι ο καθένας διαρκώς γράφει το ίδιο βιβλίο, όπως βλέπει ο καθένας μας το ίδιο όνειρο σε άπειρες παραλλαγές μέχρι να πεθάνει. Γράφεις το ίδιο βιβλίο αλλά προφανώς δεν θες να επαναλαμβάνεσαι ως προς τον τρόπο που το κάνεις. Πρέπει διαρκώς να μετατοπίζεσαι.