Είναι γνωστό πως οι περιπτώσεις που η ζωή ξεπερνά την τέχνη οφείλουν τη συλλεκτικότητα τους όχι μόνο στο σπάνιο της εμφάνισής τους, αλλά κυρίως στον εξωπραγματικό βαθμό στον οποίο αμφισβητούν τον πλούτο ακόμα και της πιο ατίθασης φαντασίας. Η φετινή εκλογική μας περίοδος για παράδειγμα, μόλις τελειώσει, μόνο δύο πιθανά αποτελέσματα μπορεί να έχει: ή το Μεντράνο θα προσλάβει όλους της τους πρωταγωνιστές για να ξεκινήσει την πιο πετυχημένη παγκόσμια τουρνέ στην ιστορία του, ή το διασημότερο τσίρκο του κόσμου θα βάλει λουκέτο δια παντός και θα χαθεί στη ντροπή της ανεπάρκειάς του. Ποια είναι όμως τα στοιχεία που κάνουν την προεκλογική μας υστερία τόσο ανεπανάληπτη; Μάλλον, πάντως, δεν είναι πολιτικά, κι ίσως αυτό που χρειάζεται είναι να τα δει κανείς από μια κάπως ανάποδη σκοπιά.
Βασισμένο στο ομότιτλο (κι αδημοσίευτο τότε) βιβλίο του Tom Perotta (του συγγραφέα που αργότερα θα ενέπνεε και τα σενάρια του Little Children και του τηλεοπτικού The Leftovers, το Election, που βοήθησε να αναγνωριστεί ευρέως το ταλέντο του Alexander Payne να εντοπίζει το υστερικό χιούμορ στην πονεμένη ανθρώπινη καρδιά, ήταν εμπνευσμένο από μια άλλη προεκλογική διαμάχη, λίγο πιο παλιά. Το 1992, έχοντας βρεθεί άνεργος και με άπλετο χρόνο στα χέρια του, ο Perotta πέρναγε τις μέρες του βυθισμένος στις λεπτομέρειες της αμερικανικής προεδρικής κούρσας ανάμεσα στον γέρο George ΗW Bush, τον νεαρό Bill Clinton, και τον ανένταχτο περιφερειακό Ross Perot – τον πάμπλουτο επιχειρηματία με την εμμονική αγάπη για τις θεωρίες συνωμοσίας γύρω απ’ τους αιχμαλώτους πολέμου του Βιετνάμ, ο οποίος θα κατάφερνε να αποσπάσει σχεδόν 20% των ψήφων του αμερικανικού λαού και να γραφτεί στην ιστορία ως ο πιο πετυχημένος ανεξάρτητος ψηφοφόρος απ’ την εποχή του Roosevelt το 1912.
Το βιβλίο που έγραψε ωστόσο ο Perotta, δεν ήταν για τις αμερικανικές εκλογές. Δεν ήταν πολιτικός ρεπόρτερ, ούτε κανένας αναλυτής, ήταν συγγραφέας. Κι η τέχνη, ως γνωστόν, δεν είναι εδώ για να σού απεικονίζει την πραγματικότητα, αλλά για να σου αποκαλύπτει διαφορετικές της οπτικές, μέσα από παραλλαγμένες εκδοχές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Perotta έβαλε την ιστορία του σ’ ένα σχολείο στην Όμαχα, οι διεκδικητές του έγιναν μερικές δεκαετίες νεότεροι ο καθένας, κι η σοβαροφάνεια της πολιτικής βαρύτητας της προεκλογικής κούρσας έκανε στην άκρη, για να γεμίσει τη θέση της η παράνοια του προεκλογικού πυρετού που μπορεί να μεταμορφώσει τους διαδρόμους ενός σχολείου σε χαρακώματα συγκρούσεων εγωισμών, διαγωνισμών δημοφιλίας κι αφέλειας, και εξάρσεων άγουρου μακιαβελισμού. Πολιτικών αναλογιών απουσών, ο Perotta βρήκε χώρο να οξύνει και να φωτίσει τις αιχμές των χαρακτήρων των πολιτικών αντιπάλων της πλοκής του, εμπλουτίζοντας την ιστορία με κάτι που, αν πιστέψεις τις τηλεοράσεις στην περίοδο των πολιτικών διαξιφισμών, μπορεί και να ξεχάσεις εντελώς: η αληθινή ζωή, αυτή που εκτυλίσσεται στις σχέσεις των ανθρώπων, δεν παγώνει για να μετρηθούν οι ψήφοι, κι η τρυφερότητα ή αγριότητά της δεν περιμένει το αποτέλεσμα της κάλπης για να εκδηλωθεί.
Γι’ αυτό και το συναισθηματικό δίπολο της εκλογικής μάχης, συμπληρώνεται απ’ την προσωπική ιστορία του καθηγητή που επιτηρεί ως ανεξάρτητη αρχή την διαδικασία. Σαν μια ενήλικη, αλλά όχι απαραίτητα ενηλικιωμένη εκδοχή του Ferris Bueller, ο Matthew Broderick επέστρεψε στους σχολικούς διαδρόμους στο ρόλο του καθηγητή McAllister για την ταινία του Payne, και προσέφερε το star power που χρειαζόταν μια ταινία με την σε ιλιγγιώδη ανοδική πορεία μεν, αλλά άσημη ακόμη Reese Witherspoon στους πρωταγωνιστές της. Η συγκινητική ανθρωπιά του χαρακτήρα του Broderick, είναι αυτή που απλώνει για βούτυρο ο Alexander Payne στο ψωμί του, παρατηρώντας με περιπαικτική αποστασιοποίηση την κάθοδό του στη συναισθηματική παραφροσύνη, ενώ η Tracy Flick, η πιτσιρίκα με το αποφασισμένο πηγούνι της Reese Witherspoon, ενσαρκώνει το μόνο πράγμα που στ’ αλήθεια οδηγεί έναν πολιτικό διεκδικητή: όχι την αίσθηση δικαίου, ούτε την βεβαιότητα για την ορθότητα της οπτικής του, αλλά απλά και μόνο το βαθύ κι ασταμάτητο πείσμα να κερδίσει. Ούτε να δικαιωθεί, ούτε να θαυμαστεί, ούτε να αγαπηθεί, παρά μονάχα να ηγηθεί.
Η καμπάνια της Tracy Flick, αρχικά μόνης υποψήφιας για τη θέση της προέδρου του σχολείου, αναστατώνεται όταν ο McAllister πείθει έναν αδιάφορο πρώην αστεράκο της σχολικής ομάδας ράγκμπι, να μπει στην εκλογική αρένα. Η εγγενής δημοφιλία του χαρακτήρα που υποδύεται ο Chris Klein στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, τον μετατρέπει σε υπολογίσιμο αντίπαλο, κι οι ισορροπίες ανατρέπονται ακόμη περισσότερο απ’ την κοσμική φάρσα που φέρνει την αδερφή του Tammy (στο ρόλο η επίσης πρωτάρα κι έκτοτε εξαφανισμένη Jessica Campbell), ως τρίτη, εντελώς απορρυθμιστική δύναμη. Η σεισμική δραστηριότητα στη ζωή του McAllister, που βλέπει τη σχέση του με την κολλητή της γυναίκας του να βάζει φιτιλιές στο γάμο του, την συναισθηματική τράπεζα τρόπον τινά, μεταφέρεται στον τρόπο που διαχειρίζεται τη διαδικασία, και τον εξαπολύει σε μια βεντέτα εκδικητικότητας ενάντια στην αποφασιστικότητα της Tracy Flick. Γιατί, ως γνωστών, αν απεχθάνεται κάτι όσο τίποτε η δυστυχία, αυτό είναι του αλλουνού η ευτυχία.
Με πολλούς τρόπους η ταινία λειτουργεί και ως μάχη γενεών, με τη συναισθηματική αποτυχία του καθηγητή, που βλέπει τη ζωή του να γκρεμίζεται όταν ο ίδιος προσπαθεί αποπροσανατολισμένα να τη φτιάξει, να τον μετατρέπει σε κακιασμένο εκδικητή της αποφασιστικότητας της νεαρής του μαθήτριας. Στο βλέμμα της που βγάζει σπίθες, βλέπει όλα όσα έχουν πάει στραβά στη ζωή του, το πάθος και την ορμή που έχασε, την πίστη στον εαυτό του και τους γύρω του που τον έκανε η ζωή να χάσει, και τον μόνο τρόπο να εκδικηθεί μια μοίρα που άλλους ανεβάζει κι αυτόν τον κατεβάζει. Κόβοντας το μέλλον της Tracy Flick, προσπαθεί να πάρει εκδίκηση απ’ τη στραβή πορεία της ζωής του, τα ψέμματα που έλεγε στον εαυτό του, τη συναισθηματική εγγύτητα που τον έπειθε ότι νιώθει, την ψευδή αίσθηση ότι αυτό που έκανε έχει μια κάποια σημασία, κι αυτό που θέλει να επανεπιβεβαιώσει.
Μαζί με τον McAllister, οι δυο προϊστάμενοί του σχηματίζουν ένα είδος τρόικας που προσπαθεί να ποδηγετήσει το σχολικό σκηνικό. Επεμβαίνουν πρώτα ρυθμιστικά, αποκλείοντας τον απορρυθμιστικό παράγοντα της τρίτης δύναμης που είναι η ανένταχτη Tammy, αμφισβητίας του ίδιου του νοήματος της διαδικασίας, κι ύστερα παρεμβαίνουν χειροπιαστά στο αποτέλεσμα της προεφηβικής κάλπης βάζοντας χέρι στα ίδια τα ψηφοδέλτια. Η καρμική εξισορρόπηση όμως έχει άλλα σχέδια και κατευθύνει τις εξελίξεις προς τα εκεί που ήθελε να πάνε εξ αρχής, βέβαια, όμως το αποτέλεσμα είναι ίδιο, κι έτσι κι αλλιώς μικρή σημασία έχει. Η ελπίδα έρχεται με την ίδια ευκολία που φεύγει, αλλά το πεπρωμένο μένει. Γιατί όπως λέει κι η Tracy Flick, «δεν μπορείς να παρέμβεις στο πεπρωμένο – γι’ αυτό το λένε πεπρωμένο. Κι αν προσπαθήσεις να παρέμβεις, το ίδιο πράγμα θα συμβεί έτσι κι αλλιώς, κι εσύ απλώς θα υποφέρεις». Άλλωστε, είτε ψηφίσεις Flick είτε όχι, την άλλη μέρα στο σχολείο σου τα ίδια διαγωνίσματα θα πρέπει να περάσεις και τον ίδιο βαθμό θα σου βάλει η τρόικα. Απλώς αυτός που θα παίξει πιο καλά με τους κανόνες της, θα ‘χει και πιο στρωμένο μέλλον.