Η Φαμίλια (El Clan) ***1/2**

Αργεντινή, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Pablo Trapero

Πρωταγωνιστούν: Guillermo Francella, Peter Lanzani, Stefanía Koessl

Διάρκεια: 110’

Το 1983 η οικογένεια Puccio συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Για ένα διάστημα των αρχών της δεκαετίας του ‘80 ο πάτερ φαμίλια Arquímedes Puccio απήγαγε ανθρώπους και εκβίαζε τις οικογένειές τους για να λάβει υπέρογκα λύτρα, τα οποία θα ανέβαζαν την οικογένειά του μερικά σκαλοπάτια στην ταξική κλίμακα. Από την άλλη, ο γιός του, Alejandro, αν και γνώριζε τις πράξεις του πατέρα του, οι οποίες έμεναν κρυφές από την υπόλοιπη οικογένεια, ποτέ δε ζήτησε τη μοίρα που του επιβλήθηκε. Με υπέροχες ερμηνείες και εξαιρετικής ποιότητας σκηνικά, Η Φαμίλια τιμά την μακρά παράδοση των ταινιών που σχετίζονται με τον υπόκοσμο και κρατά το θεατή με τον σταθερό της ρυθμό και την κλιμακούμενη αγωνία, έστω και αν εξαρχής γνωρίζουμε το τέλος. Ή ένα μέρος αυτού.

Το γκανγκστερικό/μαφιόζικο φιλμ μπορεί να υπάρχει από τις αρχές του κινηματογράφου, να γνώρισε την άνθισή του στα χρόνια του film noir και φυσικά όταν ιερά τέρατα όπως ο Coppola και ο Scorsese μεγαλούργησαν με τις ταινίες που αφορούν στις τακτικές των οικογενειών του υποκόσμου, αλλά σήμερα τι έχει απογίνει; Συνήθως όποτε βλέπουμε μια ταινία που αφορά στη μαφία, αυτή ανήκει στο γενικότερο ιδίωμα της περιπέτειας, ενώ δεν έχει υπάρξει κάποια ταινία που να αφορά στην άνοδο και την πτώση ενός τέτοιου εγκληματία που να συγκλονίσει (το Narcos δε μετρά, καθ’ ότι είναι σειρά). Η Φαμίλια μπορεί να μη φέρνει την αίσθηση του φρέσκου με τη δομή της, αλλά φαίνεται πολύ καλά «διαβασμένη» στην ιστορία του ιδιώματος.

Ακολουθώντας με μια σπάνια στατική και ως επί το πλείστον χειροκίνητη κάμερα τα έργα της φαμίλιας της οποίας ηγείτο ο πατέρας Puccio, ο Pablo Trapero μας μεταφέρει στο πολιτικό παρελθόν της Αργεντινής , κατά τη διάρκεια του Βρώμικου Πολέμου -καθώς επίσης και τη μετάβαση στη δημοκρατία το 1983- όταν το δικτατορικό καθεστώς άφησε περιθώρια για ανθρώπους όπως τον Puccio να πραγματοποιήσουν τα «έργα» τους σχεδόν ανενόχλητοι. Ένας κεντρικός χαρακτήρας που δεν έχει καμία εκτίμηση για τη ζωή του συνανθρώπου του και βλέποντάς τον ως μέσο για απόκτηση χρημάτων είναι ένας χαρακτήρας ιδανικός για μια τέτοια ταινία. Γιατί έχει τα δύο πρόσωπα, του ήσυχου, ιδανικού οικογενειάρχη που εμπνέει αγάπη και σεβασμό και του αιμοδιψή παραβάτη του νόμου από την άλλη, με τις δύο όψεις σπάνια να συναντιούνται. Και αυτός ο χαρακτήρας ερμηνεύεται με μια εξαιρετική απάθεια και ορισμένα κρεσέντο λύσσας από τον Guillermo Francella. Καλυπτόμενος από την κυβέρνηση και με την αστυνομία να εθελοτυφλεί, κατάφερε να χτίσει μια περιουσία απαγάγοντας και σκοτώνοντας ανθρώπους προερχόμενους από αστικές οικογένειες, τις οποίες εκβίαζε τηλεφωνικά.

Αυτό βέβαια σημαίνει πως η εικόνα που είχε στο κεφάλι του για την οικογένεια κάθε άλλο παρά ορθή ήταν καθώς ουδόλως τον ένοιαξε το μέλλον της αν έβγαιναν στη φόρα τα κατορθώματά του και χωρίς να διστάσει να εμπλέξει τους γιούς του στο παιχνίδι που ο ίδιος έστησε. Αλλά η τρεμάμενη κάμερα αποδεικνύει πως ένας από αυτούς, ο Alejandro, ποτέ δεν ήθελε να αποτελεί μέρος αυτών των πλάνων. Προτιμούσε το ράγκμπι, στο οποίο διέπρεπε και ήθελε να ζήσει τα όνειρά του μαζί με την κοπέλα του. Στον ανήθικο χαρακτήρα του πατέρα-αφέντη, ο ουδέτερος αυτός χαρακτήρας αποτελεί το τέλειο αντίβαρο, τόσο σε θέμα χαρακτήρων, όσο και σε θέμα ερμηνείας, με τον Peter Lanzani να διαπρέπει ερμηνευτικά.

Δομικά και σκηνοθετικά μιλώντας, η ταινία ακολουθεί τα γνωστά γκανγκστερικά μονοπάτια με την αναπόφευκτη πτώση των πρωταγωνιστών, αφού πρώτα γνωρίσουν την άνοδο και αισθανθούν αήττητοι. Δεν είναι, όμως, η προβλέψιμη (όχι με την κακή έννοια) πλοκή αυτή που τραβάει τον θεατή, αλλά η πειθώς με την οποία τα σκηνικά και οι καταστάσεις αποδίδονται. Με άρτια σκηνογραφία και ενδυμασία, το παρελθόν της ταινίας δε μοιάζει καθόλου επιτηδευμένο, αλλά απόλυτα αληθινό, ένα παρελθόν που σχεδόν μπορεί κανείς να βιώσει αν αφεθεί στο κλίμα της. Σε αυτό συμβάλλει και η μουσική της ταινίας με τα κομμάτια των Kinks, Ella Fitzgerald, Creedence Clearwater Revival και David Lee Roth να συμβάλλουν είτε ως χαλί, είτε ως ειρωνικό σχόλιο επί των όσων διαδραματίζονται επί της οθόνης.

Αν και δεν είναι άψογη, είναι αρκετά τα προτερήματά της ώστε να αποτελεί μια ασφαλή επιλογή για κινηματογραφική έξοδο. Εκτός και αν έχετε βαρεθεί την επέλαση των ισπανόφωνων ταινιών που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες. Όσοι τιμήσετε, θα αποζημιωθείτε, το μόνο σίγουρο. 


Florence: Φάλτσο Σοπράνο (Florence Foster Jenkins) ***1/2**

Ηνωμένο Βασίλειο, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Stephen Frears

Πρωταγωνιστούν: Meryl Streep, Hugh Grant, Simon Helberg

Διάρκεια: 110’

Ζώντας μέσα σε μια προσωπική πλάνη, η Florence Foster Jenkins θεωρεί τον εαυτό της τη μεγαλύτερη φωνή που έχει γνωρίσει η όπερα στα χρόνια της. Η αλήθεια όμως απέχει κατά πολύ από αυτή την εικόνα καθώς η μόνη λέξη που μπορεί να την χαρακτηρίσει είναι «φάλτσα». Στην καλλιέργεια της συγκεκριμένης αυταπάτης συμβάλλει ο αριστοκράτης σύζυγός και ατζέντης της, ο οποίος δε σταματά να της ενισχύει την ιδέα πως πρόκειται περί εξαιρετικού ταλέντου. Η Florence θα θελήσει, ωστόσο, να πραγματοποιήσει ένα κονσέρτο στο Carnegie Hall, κάτι που θα αποτελέσει πρόκληση τόσο για την ίδια όσο και για το σύζυγό της. Τον Stephen Frears τον αγαπήσαμε προ διετίας για το ανθρώπινο και συγκινητικό πορτραίτο της Philomena, μια ταινία γλυκιά και με χιούμορ με δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές. Εδώ συνεχίζει το έργο του, προσφέροντάς μας μια αστεία (ο Simon Helberg συμβάλλει ιδιαίτερα σε αυτό με την ξεκαρδιστική του ερμηνεία) αλλά και τρυφερή ταινία όπως μόνο αυτός ξέρει, με μια εκπληκτική ερμηνεία από τη Meryl Streep, η οποία δένει απίστευτα με τον Hugh Grant. Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να τη θεωρήσω κατώτερη της Philomena, καθώς το τέλος της αφαιρεί πόντους αν συνυπολογίσουμε το πώς έκλεισε η ιστορία στην προηγούμενή του ταινία. Όχι ότι πρόκειται περί λεπτομέρειας που καταστρέφει το σύνολο, αλλά δεν αφήνει τον ίδιο αντίκτυπο με το προηγούμενο (και ίσως καλύτερο) opus του.


Κέντρο Ευφυΐας (Central Intelligence) *1/2****

ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Rawson Marshall Thurber

Πρωταγωνιστούν: Dwayne Johnson, Aaron Paul, Amy Ryan

Διάρκεια: 114’

Θύμα τραμπουκισμού λόγω των κιλών του κατά τα σχολικά του χρόνια, ο Bob δεν περίμενε ποτέ πως θα μετατρεπόταν σε έναν από τους κορυφαίους μυστικούς πράκτορες της CIA. Καλείται να επιστρέψει πίσω στη γενέτειρά του για το πάρτι επανένωσης της τάξης του που ετοιμάζεται να λάβει χώρα. Ανάμεσα σε διάφορα πρόσωπα του παρελθόντος θα ξανασυναντηθεί με τον Calvin, τον άλλοτε δημοφιλέστερο μαθητή του σχολείου του, ο οποίος έχει επίσης αλλάξει, αλλά προς το χειρότερο. Πλέον είναι ένας δειλός λογιστής που ζει με τις αναμνήσεις των περασμένων χρόνων. Αυτό που δε γνωρίζουν οι δύο τους είναι πως σύντομα θα συνεργαστούν σε μια αποστολή ύψιστης σημασίας και κινδύνου. Προσπαθώντας να παρωδήσει το κατασκοπικό ιδίωμα, το συγκεκριμένο φιλμ δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κάτω του μετρίου αμερικάνικη κωμωδία που ελάχιστα κάνει το θεατή να γελάσει με τον ατυχή συνδυασμό δράσης και «χιούμορ». κάποιοι που έχουν λιγότερες απαιτήσεις στην κωμωδία, ίσως την απολαύσουν, προσωπικά βαρέθηκα και βρήκα φαιδρό το επιμύθιο κατά του τραμπουκισμού που δήθεν προσπαθεί να περάσει. 


Όλα θα Πάνε Στραβά (All Gone South) 1/2*****

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Nicolas Benamou, Philippe Lacheau

Πρωταγωνιστούν: Philippe Lacheau, Alice David, Christian Clavier

Διάρκεια: 93’

Ο Franck και η Sonia μαζί με την παρέα της προηγούμενης ταινίας ταξιδεύουν στη Βραζιλία, προκειμένου να συναντηθούν με τον πατέρα της Sonia, έναν αυστηρό ιδιοκτήτη πολυτελούς ξενοδοχείου. Ο Frank της ετοιμάζει ταυτόχρονα μια μεγάλη έκπληξη: να της κάνει πρόταση γάμου. Τα αγόρια της παρέας θα αποφασίσουν να επισκεφτούν το δάσος του Αμαζονίου μαζί με τη γιαγιά της Sonia, αλλά θα εξαφανιστούν και θα οδηγηθούν σε περιπέτειες τις οποίες θα καταγράψουν με μια μικρή κάμερα. Ανέμπνευστη και χωρίς στάλα χιούμορ, φέρνει τον θεατή στα όρια του να αισθάνεται άβολα με αυτό που παρακολουθεί. Μηδεν ερμηνείες, μηδέν σενάριο, μηδέν εις το πηλίκον. Όχι όμως το μηδέν που είναι τόσο κακό που καταλήγει καλό, το άλλο, που ούτε αυτό δεν μπορεί να γίνει.