Ε Κ Τ Ο Σ Ε Λ Ε Γ Χ Ο Υ
του Παύλου Φύσσα
Εκτός ελέγχου, μοιάζει με επανάσταση που αρχίζει.
Ο σκύλος… λύσσαξε και άρχισε να βρίζει.
Το ποτήρι όντως έχει ήδη ξεχειλίσει,
απ’ την τόση αδιαφορία που μας έχει πλημμυρίσει. Συνεχώς, ο μικρός Αλέξης μου θυμίζει,
Πώς, η ελευθερία του λόγου ακριβά κοστίζει.
Πάνε τα χρόνια που με λέγανε φατσούλα,
τώρα έχω και ταμπέλα: Τρομοκράτης με κουκούλα. Πάλι… το μυαλό μου παρανοεί.
Πως αφήσαμε τη παρακμή τόσο να εξαπλωθεί;
Όλο μας το είναι ένα Πράντα και μια Σέρκοβα.
Γαμώτη μου, γι’ αυτό έφυγ’ ο Juliani ρε στη Γένοβα;
Κάτω απ’ το αγέρωχο βλέμμα του αετού,
με φυλάνε κάθε μέρα απ’ το μάτι του κακού.
Είμαι Ευρωπαίος σύμμαχος με υπερδύναμη.
Να πα να γαμηθείτε ρε.. Είσαστε τύραννοι.
Ζέσταμα οργής από το κοίλο δρόμου ξέβρασμα,
κέρασμα φωτιάς υπευθύνους δίνω το έναυσμα.
Είμ’ η βενζίνη στο μπουκάλι μιας κουκούλας,
και μεμονωμένο περιστατικό μιας χώρας δούλας.
Σάπιες συνειδήσεις με απωθημένα τα βαθιά
εξαπλώθηκαν σε πόστα που γαμάνε όλη τη Γη.
Νιώθεις τυχερός που ζεις στο σύστημα σαν πιόνι,
Πρόσεξε όμως γιατί και το ανήλικο σκοτώνει.
Επαναπαυμένος, κοιμισμένος απ’ την λύπηση,
αφ’ όλα είναι υπό έλεγχο με καθαρή συνείδηση,
ο δρόμος αλοιφές και βρώμισε παντού μπαρούτια,
στο τέλος όλοι θα φορέσουν πράσινα παπούτσια.
Μην προσπαθήσεις να μ’ αλλαξοπιστήσεις
έχω άλλο θεό, εγώ δεν προσκυνάω ειδήσεις.
(πως) τα κόμματα ζητάν να ακολουθήσεις
χαμένες συνειδήσεις σε στημένες συναντήσεις.
(μα απέχω) μαζί με το υπόλοιπο σαράντα οκτώ
τοις εκατό ζητάν σταυρό (μα δεν έχω).
Άσε τι σου λένε και βρες κάτι αληθινό
κάτι που να έχει γίνει εδώ (μα δεν βλέπω).
Πολλοί μιλάν μιλάν, και ψέματα σκορπάν,
κι άμα την ψυλλιαστείς στο εξωτερικό το σκαν,
ο νόμος είναι τυφλός και δεν τους βλέπει καν,
μα ο κόσμος είναι τρελός να γίνει πρέπει μπαμ
ναι… συνέχεια… Μέγας… Λόγος Απειλή… Θανάσιμος.
Βρώμικη εικόνα, Αθηναία Βαβυλώνα,
στον αγκώνα σου κρατάς τον πολιτισμικό χειμώνα.
(αφενός) προφανώς ο καπιταλισμός ακμάζει
εμφανώς ο πλούτος ούτως ή αλλιώς είναι καρπός.
Γι’ αυτό συνάπτει με τη σήψη, στην ύψιστη στάθμη
με την πίστη, την ωμή καταστολή, την ανασφάλιστη εργασία,
την ευθεία πορεία στην ανεργία, την πορνεία, την βία,
την παιδεία εκείνη που δεν μπορεί να αφυπνίσει.
βιασμός πάνω στη φύση, η εξέλιξη που πνίγει οτιδήποτε ανθίζει.
Είναι τα πάντα εκτός ελέγχου στην προβολή των λίγων,
επανάσταση κονσέρβας, διανομή πάντα κατ’ οίκον.
Πέφτουν νιφάδες, έλα στο 2000,
εννιά παντού ματάδες, μονάδες και ομάδες
μα πίσω τους τυπάδες, όπλα τη καρδιά και πέτρες πίσω ούλοι,
μεροδούλι μεροφάι όμως δούλοι κανενός δεν είναι.
Το συναίσθημα με γράμμα πάει,
και αν στην υψικάμινο της Γης μοιάζουν με ψαροκάικα όσο περνάν φουρτούνες,
μη σκοτώνετε τα ζώα που σας ‘μάθαν,
μα τα ζώα της τιβί και κάντε γούνες.
Να σωθούμε ζούμε δρούμε στο πλανήτη σα κομήτης,
πάντα κάπου, κάποιο πάρκο, θα ανασαίνει ένας αλήτης,
με ανάσα που είν’ ασήκωτη σα τη μαγκιά ρε μόρτη,
είχαμε σκλαβιά μονάχα 400 έτη.
Ζητώ οξυγόνο μα δεν φτάνει στο πνευμόνι, παγώνω,
καίνε τα δάση άσκοπα αλλά στα αλήθεια κάνουν φόνο,
και με τον νόμο, ότι κάηκε να γίνει αυθαίρετα.
-Εύχομαι όσα κάηκαν να τα βρείτε σε φέρετρα!
Σημεία και τέρατα που ζούμε πολιτισμένοι,
κυκλοφορούμε τρομοκρατημένοι, εξασθενισμένοι.
Από ώρες εργασίας, μη σε φάει ο Τειρεσίας.
Προσοχή στο σκαλοπάτι της κάθε εκκλησίας.
Προσοχή στα λεφτά, είναι μια άψυχη μάζα,
κι απ’ το θεσμό των Ολυμπιακών, ως τον Καλατράβα.
Άντε τράβα, τα πάντα βγήκανε εκτός ελέγχου,
κι αυτοί που έπρεπε να είναι εκεί, απέχουν.
Μέσα στα χρόνια που μεγάλωσα έχω μάθει μάγκα,
ότι σα τα ποντίκια μάς πηγαίνουνε στη φάκα.
Το κράτος δεν με ξέρει, δεν ξέρει να προσφέρει
κι όταν τα κάνουμε πουτάνα δεν μας υποφέρει.
Τώρα σκοτώνουνε παιδιά μπροστά στα μάτια μας,
κι εμείς μες στην Ελλάδα να ψάχνουμε τα κομμάτια μας.
Σαν ένα όπλο που κολλάει θέλουν το μυαλό σου
γράψε ότι σκέφτεσαι στο θέμα συγκεντρώσου.
είναι να τα σπας καμιά φορά γιατί βιδώνεσαι,
μην είσαι μαλάκας και με τα κόμματα εκδηλώνεσαι.
Κρυφοπουτάνες και ματσοπιτσιρικάδες
έχουν πάρει λάθος δρόμο και θα γίνουνε πουτάνες.
Πιστός στα ιδανικά μου, όπως και στα σκυλιά μου,
γιατί σε όποιο μονοπάτι πάω είναι πάντα κοντά μου,
δεν δίνω σεβασμό, δεν δίνω τα λεφτά μου
σε καριόληδες που θέλουνε να κάψουν τα μυαλά μου.
Σε αυτή τη πόλη μένω μόνος, δεν με φαγε ο χρόνος,
τα λόγια μου είναι περίπου όπως ένας τόνος,
απ ‘ατσάλι για κάποιους μπορεί να’ ναι ένας πόνος
κάθε πούστης αστυνόμος πληρωμένος δολοφόνος.
Δεν είμαι κλώνος, είμαι μπουκάλι και φωτιά συγχρόνως,
στους δρόμους δέκα μπάτσοι κι ένας τροχονόμος
και όλοι σε κοιτάνε λες και είσαι ανθρωποκτόνος.
Έξω γίνεται ένας φόνος και το χρήμα τους ο θρόνος,
υπάρχει φθόνος, μες στα στενά που περπατάμε.
Μας κόψαν τα φτερά και δεν μπορούμε να πετάμε,
όμως ξέρουμε που πάμε και πάντα ποιον πατάμε,
και μη σε νοιάζει πάντα τα χαρτιά μας κουβαλάμε.
Προσφέρουν όντα μη σκεπτόμενα σκυφτούς τυφλούς κι αγνώμονες
γρανάζια σε μια μηχανή με τους δικούς τους γνώμονες,
επάνω στη σκακιέρα δειλά πιόνια υποκινούμενα,
σε μέρη το λογαριασμό να ‘μαστε τα κρατούμενα,
αρνούμαι να ‘με υπόδουλος βγάλτε με απ’ την πρίζα.
Εκτός ελέγχου νιώθω το κακό χτυπάω στη ρίζα,
σε ποια κορνίζα κι ο καμβάς βαμμένος με αίμα από παιδιά,
θέλω να γίνουνε τα δάκρυα μου φωτιά.
Θέλω να γίνουν όλο τους σε χέρι ενός αναρχικού
ή το αίμα που τρέχει, ενός μπάτσου νεκρού.
Μια θηλιά στο λαιμό, κάθε αγράμματου κι αλήτη, ή μια σφαίρα καρφωμένη σε κεφάλι ασφαλίτη.
Εμένα τα αδέλφια μου σίγουρα είναι αλήτες
αυτοί γεννάνε επαναστάσεις ακόμα,
κι είναι από αυτούς που δεν φοβούνται να βρεθούν στο χώμα.
Λίπασμα οι πρώτοι νεκροί γι αυτούς που έρχονται.
Πατρίδα της ελπίδας για όσους δεν ανέχονται
την καθημερινότητα,
να τους βιάζουν, δεν διστάζουν αυτοί μένουνε και φωνάζουν.
Γι αυτούς είμαι επικίνδυνος γιατί παρεκκλίνω απ’ την πορεία.
Ακόμα ονειρεύομαι ελευθερία.
Στη μνήμη σου κρατάω στα χέρια μου φωτιά και σίδερο,
και κει που συναντάω τη βία απαντάω με βία.
Πολιτισμός που θάβεται, βλέπεις πως χάνεται
είν΄η βιτρίνα μιας ζωής που ξεπροβάλλεται
κι όσο δε μάχεσαι κι ίσως να ψάχνεσαι
ίσως να είσαι το σήμερα που αύριο χάνεσαι
Τέλος εποχής εκρήγνυνται μάγκα τα πάντα
στους δρόμους σε αυτό το μίσος που βγαίνει μην κλείνεις τα μάτια.
Τέλος τα χάδια, η ανοχή ξεσπάει
το θήραμα βγαίνει από τη φωλιά του και χτυπάει.
Χρόνια τώρα η χώρα, κατρακυλάει με φόρα.
Χρόνια τώρα η χώρα κατρακυλάει με φόρα
Το καταφέρανε σε κάνανε νεκρό, με νιώθεις;
Κι αφού το βλέπεις δεν τη σβήσανε εντελώς τη φλόγα
ήρθε η στιγμή να τους σκοτώσεις.