Ο Χορός της Πραγματικότητας (La danza de la realidad) ****1/2*
Χιλή, Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alejandro Jodorowsky
Πρωταγωνιστούν: Brontis Jodorowsky, Alejandro Jodorowsky, Pamela Flores
Διάρκεια: 130’
Με ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό τρόπο, μεταφερόμαστε στην Tocapilla της δεκαετίας του ’30. Εκεί ένα αγόρι, ονόματι Alejandro Jodorowsky μεγαλώνει παρέα με σουρεαλιστικές φιγούρες και τη διαρκή μισαλλοδοξία του περίγυρού του –καθότι Εβραίος-, κάτω από τον αυστηρό κλοιό του κομμουνιστή πατέρα του. Η δικτατορία έρχεται και ο Alejandrito προσπαθεί να βρει την εκτίμηση του ψυχρού πάτερ φαμίλια, ο οποίος δε δέχεται την καλπάζουσα φαντασία και την ευαίσθητη παιδική φύση του γιου του. Ένα γνήσιο ταξίδι μαγικών χρωμάτων, αλλόκοτων χαρακτήρων και πολιτικοκοινωνικών θέσεων που μπορεί μεν να κρατάει πάνω από δύο ώρες, μα συνοψίζει άρτια και δεν πλατειάζει πουθενά σε ό,τι έχει να πει. Και όλα αυτά με τις πιο συναισθηματικές αποχρώσεις που έχει χρησιμοποιήσει ποτέ ο μεγάλος αυτός εραστής της αποστασιοποίησης.
Alejandro Jodorowsky, ένα όνομα που απασχολεί τους σινεφίλ κύκλους με διαφορετικούς τρόπους. Θες φαν του σουρεαλισμού; Λάτρεις της αλληγορίας; Καπνιστές κάνναβης που θέλουν να συνοδεύουν τα τριπαρίσματά τους με τις εικόνες και τα χρώματά του; Δήθεν ξερόλες που προσπαθούν να βγάλουν άκρη από τις σκόρπιες εικόνες του και πιέζονται να τους αρέσει αυτός ο παράξενος σκηνοθέτης επειδή «πρέπει»; Πολέμιους που τον θεωρούν ναρκομανή με κάμερα στο χέρι; Νηφάλιους που απλώς τον παίρνουν ως έναν άνθρωπο με μεγάλη φαντασία, οξύ βλέμμα και αφήνονται στα οδοιπορικά του; Όλους τους απασχολεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και όσο «τριπαριστός» και ας φαίνεται σε κάποιον νηφάλιο ο κινηματογράφος του, δεν μπορεί να αρνηθεί πως τα μωσαϊκά του δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον.
Προσωπικά, δε θα ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι, ένα μεσημέρι που ήμουν μόνος στο σπίτι, αποφάσισα μες στη λαύρα να μεθύσω και να βάλω το El Topo. Όλοι έλεγαν πως έτσι βλέπεται καλύτερα και ακολούθησα τη συμβουλή τους. Παρ’ ότι ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, νηφάλιος την εκτίμησα πολύ καλύτερα και άρχισα να αναθεωρώ. Η επαφή μου με το Holy Mountain λίγο καιρό μετά ήταν καθοριστική και το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου αρκετό ώστε να στερεώσω την άποψή μου: μην ψάχνεις για βαθύτερα νοήματα και γίνεις σαν αυτούς τους λάτρεις των Tool που προσπαθούν σώνει και ντε να ανακαλύψουν τους αστικούς μύθους που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια τους χωρίς να ξεχνάνε πως ακούνε μουσική. Έτσι και με τον Jodorowsky δεν υπάρχει νόημα στο να τον ψειρίζεις, αφέσου, ερμήνευσε κάποιες σκόρπιες εικόνες και μετά πες πως είδες κάτι εν μέρει συμβολικό μα που κυρίως είναι αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω. Ειδάλλως καλά να πάθεις όταν θα θιχτείς στα τελευταία λεπτά της ταινίας του, όπου θα σου πει ξεκάθαρα πως ψάρωσες με τα κόλπα του. Άλλωστε το έχει πει, έκαναν ναρκωτικά στα γυρίσματα, ναι, μα δεν ήταν αυτοσκοπός η μαστούρα ή ο φευγάτος συνειρμός.
Και φτάνουμε στο σήμερα, που πλέον τον έχουμε συνηθίσει ως ηγέτη αυτού του φευγάτου. Και αποφασίζει να μας διηγηθεί το πώς μεγάλωσε με τον δικό του κινηματογραφικό τρόπο, να μας μιλήσει για τα πολιτικά και θρησκευτικά του φρονήματα, τη φιλοσοφία της ζωής του. Να γίνει ένας γέρος που αναπολεί με τρυφερότητα. Μια τρυφερότητα που βγαίνει αυτούσια σε κάθε καρέ της ταινίας, χωρίς να της στερεί τίποτα από θέμα σοκ, χιούμορ ή κατά τόπους αλληγορίας. Να γράψει τα δικά του 100 Χρόνια Μοναξιάς και να προτιμήσει το ταξίδι του Μαγικού Ρεαλισμού έναντι του πολιτικοποιημένου και απόλυτα στηριγμένου στην ψυχολογία σουρεαλισμού. Ναι μεν θα αφήσει τα τερτίπια του εγκεφάλου, τα τοτέμ της ψυχολογίας και την ερμηνεία των ονείρων να περάσουν από τις γρίλιες, μα δε θα ανοίξει πλήρως τα παράθυρα σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί φτάνει επιτέλους η σοβαρότητα και η «Τέχνη για την Τέχνη», ώρα να μιλήσουμε με συναίσθημα και αγάπη για τη ζωή.
Αισθητικά μπορεί μεν να έχει κάτι από τον παραλογισμό του παρελθόντος, είτε μερικώς είτε ολικά σε ορισμένες σκηνές, να αφήνει αυτή τη γκροτέσκα αρμονία αλλόκοτων σκηνικών και ανθρώπων να υπάρχει, μα θα τις χρωματίσει με έκδηλη ομορφιά και μελαγχολία. Με την παιδικότητα του πρώιμου Jeunet και την ενήλικη οπτική του Fellini. Θα μετατρέψει μια σκηνή ομαδικού αυνανισμού σε μια πονηρή μεταφορά και θα υψώσει για μια ακόμα φορά το μεσαίο δάχτυλου στους σοβαροφανείς θρήσκους όταν αφήσει τους «θείους καταρράκτες» να ξεχυθούν. Θα γκρεμίσει το άγαλμα του Ιησού και θα κάψει όλο το παρελθόν σε μια προσπάθεια εξαγνισμού. Και θα χαθεί στη θάλασσα συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, την ίδια θάλασσα που έχυσε τις σαρδέλες της στην όχθη προηγουμένως.
Ξέρω πολλούς δογματικούς κομμουνιστές που θα σπεύσουν να μιλήσουν για μια ακόμα φορά περί αντικομμουνισμού και θα προσπαθήσουν να μειώσουν τη συνολική αξία της ταινίας στηριζόμενοι σε μια βιωματική του θεωρία. Καταλαβαίνω γιατί, μα θεωρώ πως το εν λόγω «ψεγάδι» είναι αμελητέο. Όσο τσαντίζομαι με τις de facto θεωρίες περί «κακού κομμουνισμού» από μια ταινία σαν το Child 44, άλλο τόσο ενοχλούμαι και από αυτούς που κατηγορούν κάποιον που έζησε πράγματα και έχει φτάσει σε μια προχωρημένη ηλικία για να αλλαξοπιστήσει (τρόπον τινά αντίστοιχη περίπτωση με αυτή του Eastwood), σέβεται τους πραγματικούς «συντρόφους» και τον αγώνα τους και δε διστάζει να γκρεμίσει τα είδωλά τους αν είναι να μιλήσει για τα ανθρώπινα ιδανικά και την αλληλεγγύη χωρίς όρια και εξαναγκασμούς. Όπως και να ‘χει, αν καταφέρει να ενοχλήσει και πάλι ορισμένους ανθρώπους, είμαι σίγουρος πως δεν έχει χάσει τη σπίθα του, να προβοκάρει με αντίστοιχο τρόπο που προβόκαρε χρόνια πριν, έστω και πιο στοχευμένα και σε ένα κοινό πιο ψυλλιασμένο από αυτό του τότε.
Ασυζητητί σημαντική ταινία και προτεινόμενη. Δεν ξέρω αν θα εντυπωσιαστείτε, αν θα σας κουράσει η διάρκεια, αν θα πείτε πως «χάλασε ο Jodorowsky, δεν είναι το ίδιο ακραίος με τότε». Αυτό που ξέρω είναι ότι, για μια ακόμα φορά κατάφερε να δαμάσει το παράξενο, να το μεταφράσει σε εικόνες, να το γεμίσει με συναίσθημα και να μη χάσει ίχνος από τη μαγεία του. Και όλο αυτό μέσω crowdfunding. Μπράβο του, από καρδιάς.
Αδέσποτα Σκυλιά (Stray Dogs) *****
Γαλλία, Ταϊβάν, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Tsai Ming Yang
Πρωταγωνιστούν: Shiang-chyi Chen, Kang-sheng Lee, Yi Cheng Lee
Διάρκεια: 138’
Μια τριμελής οικογένεια αστέγων (πατέρας, γιος και κόρη) περιφέρονται στους δρόμους της Ταιπέι. Τα πρωινά εκείνος δουλεύει σαν «ζωντανή διαφημιστική πινακίδα» ενώ τα παιδιά του ψάχνουν για τροφή και διασκέδαση. Τα βράδια πλένονται ομαδικώς σε ένα δημόσιο ουρητήριο και κοιμούνται σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο με μια μεγάλη τοιχογραφία. Οι ζωές τους θα αλλάξουν όταν μια άγνωστη μέχρι τότε γυναίκα θα μπει στη ζωή τους. Δυσπρόσιτο, δυσνόητο και σίγουρα δυσβάσταχτο, αυτό το φιλμ εξακολουθεί να υπενθυμίζει το λόγο που ο Tsai Ming-Yang θεωρείται ένας από τους πλέον εξεζητημένους auteurs. Ακόμα και αν το παρατραβάει σε θέμα διάρκειας, καταλήγοντας να εξαντλεί.
Ο Tsai Ming Yang είναι ένας από τους ανθρώπους που κατάφεραν να βάλουν την Ταϊβάν στον κινηματογραφικό χάρτη και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν ένα ολόδικό τους ύφος, το οποίο, κατά μια ελιτίστικη νοοτροπία, δεν απευθύνεται σε μεγάλη μερίδα κόσμου. Σημασία δεν έχει τόσο η ιστορία στις ταινίες του, όσο η αισθητική τόλμη, η προσπάθεια να καινοτομήσει, να μην εκλαϊκεύσει καθόλου αυτό που θέλει να πει. Και να δημιουργήσει σουρεαλιστικές εικόνες που, ναι μεν φέρουν κάποια αλληγορία, μα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη και θέλει χρόνο να αποκωδικοποιηθεί. Με άλλα λόγια, να μείνει στην ιστορία του avant-garde κινηματογράφου.
Τα Αδέσποτα Σκυλιά είναι μια από αυτές τις δημιουργίες που η κεντρική της θεματική είναι ευκόλως αντιληπτή: η παρακμή του σύγχρονου πολιτισμού, τα ερείπια της ανθρώπινης ψυχής και η προσπάθεια για επανάκαμψη, κατά κύριο λόγο ψυχολογική, η αναστήλωση των γκρεμισμένων. Καθόλου τυχαία, οπότε, επιλέγει τους πρωταγωνιστές τους βάσει της δυστυχίας που μπορούν να υπονοήσουν και επιλέγει την ευάλωτη κοινωνική ομάδα των άστεγων για να δηλώσει αυτήν του την πρόθεση. Μα, πιστός στο μεταμοντέρνο πνεύμα, δεν αρκείται στο μήνυμα, θέλει να καταστήσει δυσνόητους τους σκόρπιους συμβολισμούς του, να διαλεχθεί με τους πρωτομάστορες της συγκεκριμένης σχολής, άρα καταλήγει να χρησιμοποιεί όσα ευρήματα μπορεί να εκμεταλλευτεί προκειμένου να δώσει μια αισθητική αποστασιοποιημένη, ρηξικέλευθη, πράγμα απαιτητικό δεδομένου του κυνισμού του σημερινού θεατή.
Οπότε καταλήγει σε σεκάνς που φλερτάρουν εντόνως με το παράλογο, που θέλουν αρκετό «σκάψιμο» προκειμένου να βρεθεί η συγγένειά τους με το κεντρικό θέμα της ταινίας. Ανάμεσα σε άλλα, επιστρατεύει σκοτεινό παραλογισμό, βγαλμένο από τις σκέψεις τροφίμων ψυχιατρείου (χαρακτηριστική η σκηνή με το λάχανο), περνά την πλοκή και τους διαλόγους σε δεύτερο επίπεδο, αφοσιωμένος στη χρήση της σιωπής και της καταγραφής του μη αναγκαίου, των ανορθόδοξων γωνιών λήψης, της χρήσης διαφορετικών ηθοποιών για τις ανάγκες ενός ρόλου, του χτισίματος ενός εξπρεσιονιστικού πίνακα μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός μισοκαμμένου διαμερίσματος.
Και, κυριότερο όλων, την άνευ ορίου επιμηκυμένη διάρκεια. Ενός πλάνου, μιας σιωπής, της ακινησίας, όλα στο σύμπαν των Αδέσποτων Σκυλιών είναι τραβηγμένα στο κρεβάτι του Προκρούστη. Αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητα καλό. Και ο λόγος είναι πως ναι μεν γίνεται ηδυπαθής η εμπειρία και η θλίψη των ηρώων, μα όταν η υπερβολή γίνεται αυτοσκοπός, κουράζει, δεν προβληματίζει. Κάνει ένα δυνάμει αριστούργημα να χωλαίνει. Και, προσωπικά μιλώντας, αν και λατρεύω τα πλάνα του Tarr, ένιωσα αμήχανα κουρασμένος σε πολλές περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερο όλων το φινάλε. Και λίγο δύσκολα θα την ξαναέβλεπα μελλοντικά, θα τη θυμόμουν ως κάτι αρκετά βάναυσο για τα δεδομένα μου.
Χωρίς καμία ελιτίστικη διάθεση, κινηματογράφος για λίγους. Όχι για τους πιο έξυπνους, τους πιο εκλεπτυσμένους, μα γι’ αυτούς που μπορούν να διαθέσουν δύο και κάτι ώρες προκειμένου να βιώσουν κάτι σχεδόν ανυπόφορο με δικό τους ρίσκο. Μην αισθανθείτε άσχημα σε περίπτωση που θέλετε να σας αρέσει μα κάτι σας φωνάζει πως πήγε μακριά η βαλίτσα. Σημαίνει πως έχετε σώας τας φρένας.