Δεν ξέρω αν έχω διαβάσει πολλά ή λίγα βιβλία. Μακριά από μένα η λογοτεχνική κριτική. Θεωρώ όμως τον εαυτό μου “επαρκή” αναγνώστη. Πλησιάζω τα βιβλία συναισθηματικά και τα αξιολογώ ανάλογα με το ρόλο που παίζουν στη ζωή μου. Αν κάποιος με ρωτούσε ποιο απόσπασμα θυμάμαι με την πρώτη απ’ όλα αυτά τα βιβλία, θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη: το τέλος από το Πες μας τι διάβασες: Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Και μόνο η θύμησή του με κάνει και κλαίω. Διαβάστε το και θα με θυμηθείτε. Άσε που είναι επίκαιρο.
Ο Ρασκόλνικοφ έμεινε στο νοσοκομείο όλη τη Σαρακοστή και τη βδομάδα του Πάσχα. Στην ανάρρωση, θυμήθηκε τα όνειρα που έβλεπε όταν ήταν στο κρεβάτι με πυρετό και παραλήρημα. Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούριοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήταν πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. ΄’Ολοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχιζαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους· η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες· τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ‘ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά επαγγέλματα, γιατί ο καθένας πρότεινε μετατροπές και βελτιώσεις και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν· είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι, ορκίζονταν να μη χωρίσουν ποτέ, αμέσως όμως άρχιζαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που μόλις τώρα είχαν οι ίδιοι υπολογίσει, άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα. Όλοι χάθηκαν, το παν καταστράφηκε. Η αρρώστια όλο και προχωρούσε. Σ’ όλο τον κόσμο λίγοι μονάχα μπορούσαν να σωθούν· ήταν οι αγνοί κι οι εκλεκτοί, προορισμένοι να θεμελιώσουν ένα νέο ανθρώπινο γένος και μια καινούρια ζωή, ν’ ανανεώσουν τους ανθρώπους, κανείς δεν είχε ακούσει τα λόγια τους και τη φωνή τους.
Τον Ρασκόλνικοβ τον βασάνιζε το ότι αυτός ο χωρίς νόημα εφιάλτης ξαναρχόταν τόσο μελαγχολικά και τυραννικά στη θύμησή του, κι ότι τόσον καιρό τώρα δεν πέρναγε η εντύπωση των πυρετικών του ονείρων. Ήταν πια η δεύτερη βδομάδα μετά το Πάσχα. Οι μέρες ήταν ζεστές, ξάστερες, ανοιξιάτικες· στο θάλαμο των καταδίκων είχαν ανοίξει τα παράθυρα (είχαν κάγκελα κι από κάτω έκοβε βόλτες ένας σκοπός). Η Σόνια, σ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας του, δυο φορές μονάχα μπόρεσε να τον επισκεφθεί στο θάλαμο· κάθε φορά έπρεπε να πάρει άδεια, κι αυτό ήταν δύσκολο. Ερχόταν όμως συχνά στην αυλή του νοσοκομείου, κάτω απ’ τα παράθυρα, ιδιαίτερα κατά το βραδάκι, και καμιά φορά έτσι μονάχα για να σταθεί λίγη ώρα στην αυλή και να κοιτάξει έστω κι από μακριά τα παράθυρα του θαλάμου. Ένα απόγευμα ο Ρασκόλνικοβ, που είχε γίνει σχεδόν εντελώς καλά, αποκοιμήθηκε· σαν ξύπνησε, πλησίασε τυχαία στο παράθυρο και ξάφνου είδε μακριά, κοντά στην εξώπορτα του νοσοκομείου, τη Σόνια. Στεκόταν εκεί σαν κάτι να περίμενε. Σαν κάτι να τρύπησε κείνη τη στιγμή την καρδιά του· ανατρίχιασε και βιάστηκε να φύγει απ’ το παράθυρο. Την άλλη μέρα η Σόνια δεν ήρθε, ούτε και την παράλλη. Τότε ο Ρασκόλνικοβ παρατήρησε πως την περίμενε με ανησυχία. Τέλος πήρε το εξιτήριό του. Σαν πήγε στη φυλακή, έμαθε απ’ τους κατάδικους πως η Σόνια Σεμιόνοβα είχε αρρωστήσει, ήταν στο κρεβάτι και δεν έβγαινε καθόλου.
Ήταν πολύ ανήσυχος, κι έστειλε να ρωτήσουν πώς πάει. Γρήγορα έμαθε πως η αρρώστια της δεν είναι σοβαρή. Η Σόνια, μαθαίνοντας πως την πεθύμησε τόσο κι ανησυχεί, του ‘στειλε ένα σημείωμα γραμμένο με μολύβι και του ‘λεγε πως είναι πολύ καλύτερα, πως δεν είχε παρά ένα ελαφρό κρυολόγημα και πως θα ‘ρχόταν γρήγορα, πολύ γρήγορα, να τον δει στο συνεργείο. Διαβάζοντας αυτό το σημείωμα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και πονεμένα.
Η μέρα ήταν πάλι ξάστερη και ζεστή. Νωρίς το πρωί, κατά τις έξι, ξεκίνησε για τα έργα, στην όχθη του ποταμού όπου σε μιαν αποθήκη είχαν χτίσει ένα καμίνι και καίγανε αλάβαστρο και το κοπάναγε να γίνει σκόνη. Στείλανε εκεί τρεις μονάχα εργάτες. Ένας κατάδικος πήρε μαζί του τον φρουρό και πήγε στο φρούριο να πάρει κάποιο εργαλείο· ο άλλος άρχιζε να ετοιμάζει τα ξύλα και να τα στοιβάζει στο καμίνι. Ο Ρασκόλνικοβ βγήκε απ’ την αποθήκη και κατέβηκε στον όχτο· εκεί έκατσε στα στοιβαγμένα δοκάρια κι άρχισε να κοιτάζει το φαρδύ κι ερημικό ποτάμι. Πάνω απ’ τον ψηλό όχτο, ξανοιγόταν μπροστά του μια μεγάλη θέα. Απ’ τον μακρινό απέναντι όχτο, έφτανε αχνό ένα τραγούδι. Εκεί, στην ηλιόλουστη, απέραντη στέπα, μόλις φαίνονταν σα μικρές τελείες οι συνοικισμοί των νομάδων. Εκεί υπήρχε λευτεριά και ζούσαν άλλοι άνθρωποι που δεν έμοιαζαν καθόλου με τούτους εδώ· εκεί σα να σταμάταγε κι ο ίδιος ο χρόνος, ήταν σα να μην είχαν περάσει οι αιώνες του Αβραάμ και των κοπαδιών του. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν ακίνητος και κοίταζε επίμονα· οι σκέψεις του σιγά-σιγά έσβηναν μέσα στην ονειροπόληση, στην ενατένιση· δε σκεφτόταν τίποτα, κάποια θλίψη όμως τον ανησυχούσε και τον βασάνιζε.
Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του η Σόνια. Είχε πλησιάσει αθόρυβα και κάθισε δίπλα του. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα και το πρωινό αγιάζι ήταν τσουχτερό. Φορούσε το φτωχικό, παλιό πανωφόρι της κι ένα πράσινο μαντίλι. Το πρόσωπό της φαινόταν ακόμα άρρωστο, ήταν χλωμό, αδύνατο και τραβηγμένο. Του χαμογέλασε γλυκά και χαρούμενα μα, όπως το ‘χε συνήθειο, το χέρι της του το άπλωσε δειλά.
Πάντα του ‘δινε δειλά το χέρι της, μερικές φορές μάλιστα δεν του το ‘δινε καθόλου, σα να φοβόταν πως θα το απόσπρωχνε. Πάντα σα να ‘παιρνε το χέρι της με κάποια αποστροφή, πάντα φαινόταν θυμωμένος που την έβλεπε και μερικές φορές δεν έβγαζε λέξη απ’ το στόμα του σ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της. Μερικές φορές εκείνη έτρεμε μπροστά του κι έφευγε βαθιά λυπημένη. Τώρα όμως τα χέρια τους δε χώρισαν. Της έριξε ένα γρήγορο βλέμμα και χαμήλωσε αμέσως τα μάτια του — κοίταζε χάμω και δε μιλούσε. Ήταν μόνοι, κανένας δεν τους είχε δει. Ο φρουρός κοίταζε αλλού κείνη τη στιγμή.
Δεν ήξερε πώς έγινε. Μα μονομιάς, σαν κάτι να τον άρπαξε και να τον έριξε στα πόδια της. Έκλαιγε κι αγκάλιασε τα γόνατά της. Στην αρχή η Σόνια τρόμαξε φοβερά και χλώμιασε. Πετάχτηκε πάνω και τον κοίταζε τρέμοντας. Μα την ίδια στιγμή τα κατάλαβε όλα, κι ένα φως απέραντης ευτυχίας έλαμψς στα μάτια της. Το ‘ξερε πια και δεν είχε καμιάν αμφιβολία πως την αγαπούσε πέρα απ’ το κάθε τι και πως επιτέλους είχε έρθει εκείνη η στιγμή… Θέλανε να μιλήσουν μα δεν μπορούσαν. Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια τους. Ήταν κι οι δυο τους χλωμοί κι αδύνατοι· όμως αυτά τα άρρωστα, χλωμά πρόσωπα τα φώτιζε τώρα η καινούρια ζωή. Είχαν ξαναγεννηθεί με την αγάπη· η καρδιά του καθενός είχε αποχτήσει μιαν αστείρευτη πηγή ζωής για την καρδιά του άλλου.
Αποφάσισαν να περιμένουν και να ‘ναι υπομονετικοί. Έπρεπε να περάσουν άλλα εφτά χρόνια· τι τρομερά βάσανα και τι ατέλειωτη ευτυχία τους περίμεναν! Όμως αυτός είχε ξαναγεννηθεί και το ‘ξερε και το ‘νιωθε σ’ όλο του το είναι, ενώ αυτή — αυτή ζούσε μονάχα απ’ τη δική του ζωή.
Το ίδιο βράδυ, όταν κλείδωσαν τους θαλάμους, ο Ρασκόλνικοβ ξάπλωσε στο σανιδένιο του κρεβάτι και τη σκεφτόταν. Του φάνηκε μάλιστα κείνη τη μέρα πως όλοι οι κατάδικοι που ήταν εχθροί του, τον έβλεπαν τώρα διαφορετικά. Έπιασε μάλιστα κουβέντα μαζί τους και του απάντησαν φιλικά. Τα θυμόταν όλ’ αυτά και σκεφτόταν πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μην τάχα δε θ’ άλλαζαν όλα από δω και μπρος;
Σκεφτόταν εκείνη. Θυμήθηκε πόσον καιρό την είχε βασανίσει και της πλήγωνε συνεχώς την καρδιά. Θυμήθηκε το χλωμό κι αδύνατο προσωπάκι της. Μα οι θύμησες αυτές δεν τον στεναχωρούσαν καθόλου τώρα: Ήξερε με τι απέραντη αγάπη θα εξαγόραζε τώρα όλα της τα βάσανα. Και τη σημασία είχαν πια όλες, ό λ ε ς οι αγωνίες του παρελθόντος! Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του κι η φυλακή, του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλήν ώρα κείνο το βράδυ κι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει τίποτα· απλώς αισθανόταν. Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα το δρόμο του μες στο μυαλό του.
Κάτω απ’ το μαξιλάρι του βρισκόταν το Ευαγγέλιο. Το πήρε μηχανικά. Το βιβλίο ήταν της Σόνιας· απ’ αυτό του είχε διαβάσει την ανάσταση του Λαζάρου. Στην αρχή είχε φοβηθεί πως η Σόνια θα τον ενοχλούσε μιλώντας του για τη θρησκεία, το Ευαγγέλιο, και θα τον παραφόρτωνε με βιβλία. Μα για μεγάλη του έκπληξη ούτε μια φορά δεν του ‘κανε λόγο γι’ αυτό κι ούτε καν του είχε προτείνει το βιβλίο αυτό. Της το ‘χε ζητήσει μόνος του λίγο πριν αρρωστήσει και του το ‘χε φέρει χωρίς να του πει λέξη. Ως τα τότε δεν το ‘χε καν ανοίξει.
Δεν το άνοιξε ούτε και τώρα, μια σκέψη όμως πέρασε απ’ το μυαλό του: “Μπορεί οι πεποιθήσεις της να μην είναι τώρα και δικές μου; Τα αισθήματά της, οι πόθοι της τουλάχιστον…”
Κι η Σόνια είχε ταραχτεί πολύ κείνη τη μέρα και τη νύχτα ξανάπεσε άρρωστη. Ήταν όμως τόσο ευτυχισμένη —τόσο αναπάντεχα ευτυχισμένη— που τρόμαζε σχεδόν απ’ την τόση ευτυχία. Εφτά χρόνια, μ ο ν ά χ α εφτά χρόνια! Στην αρχή της ευτυχίας τους ήταν στιγμές που αντιμετώπιζαν κι οι δυο τους τα εφτά αυτά χρόνια σα να ‘ταν εφτά μονάχα μέρες. Ο Ρασκόλνικοβ δεν ήξερε πως η καινούρια ζωή δε θα του δινόταν χωρίς αντάλλαγμα, πως θα ‘χε να πληρώσει ακριβά για να την αποχτήσει, πως θα του κόστιζε πολλές στεναχώριες, πολλά βάσανα…
Όμως εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία — η ιστορία ενός ανθρώπου που ξαναγεννήθηκε σιγά-σιγά, που έγινε καινούριος άνθρωπος, που πέρασε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον, που μυήθηκε σε μια νέα, άγνωστη πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να ‘ναι το θέμα μιας άλλης ιστορίας, μα η δική μας ιστορία τελειώνει εδώ.
Από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και Τιμωρία, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη.