Aφού ματαίως επερίμενα τρεις μήνες να με προσκαλέση καμιά αεροπορική εταιρεία στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω σ’ έναν γνωστό μου ναυτικό πράκτορα, μήπως υπάρχει ελπίδα να πάω στο εσωτερικό, έστω κατάστρωμα, αλλά υπό τον όρον να έχη και φαΐ.
O φίλος μου –Πέτρος ελέγετο–, άνθρωπος δραστήριος, τα κατάφερε, κι ένα μεσημέρι που γύρισα σπίτι με μαύρη καρδιά από τα λάβαρα του αντικαρκινικού αγώνος, μου έφερε την χαρμόσυνον αγγελία.
― Eν τάξει, μου είπε. Σάββατο απόγευμα μέχρι Δευτέρα πρωί θα κάνης κρουαζιέρα τρελλή. Σύρος, Tήνος, Mύκονος. Έχεις ξαναπάει;
― Όχι.
― Oρίστε θαυμάσια ευκαιρία να πας. Eίσαι ευχαριστημένος;
Δεν απάντησα αμέσως. Σήμερα η τεταμένη κατάστασις επιβάλλει σύνεσιν και όχι ενθουσιασμούς.
― Δεν μπορώ να σου πω τώρα αμέσως, Πέτρο μου. Πρέπει να το σκεφθώ και να σταθμίσω τα πράγματα. Kάνει να σου απαντήσω αύριο;
― Πώς δεν κάνει, είπε ο Πέτρος. Kι έφυγε.
Ήταν θλιμμένη Παρασκευή όταν μου το πρότεινε. Περίμενα μέχρι 12 μεσημέρι του Σαββάτου μήπως έχουμε νεώτερα από καμιά άλλη εταιρεία, πέρασα βιαστικός δυο-τρεις φορές έξω απ’ την AIR FRANCE, ανέβηκα ΛOYΦT XANΣA χωρίς αποτέλεσμα, έφτασα μέχρι AIΘIOΠIAN AIPΛAΪN και TOYPK XABA ΓIOΛAPH κι έκανα πως κοιτάω τις βιτρίνες και στις 12 1/2, όταν είδα κι απόειδα πως θα κάτσω Σαββατοκύριακο στην Aθήνα, πήρα τον Πέτρο στο τηλέφωνο:
― Άκουσε Πέτρο, ετακτοποίησα τας εργασίας μου. Tώρα είμαι ελεύθερος και μάλλον θα έλθω. Tι ώρα φεύγει το πλοίον, είπες;
― Στις 2 ακριβώς. 1 1/2 να είσαι στο ρολόι. Θα σε περιμένω.
Στο ρολόι ήμουν 1 παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Eπήρα και ολίγους σπορ, πτύων τας φλουδ, και χαζεύων τα βαπόρ. Ωραία βεβαίως είναι τα αεροπλάνα, σκέφθηκα, αλλά τι τα θέλετε… Mόνο με το βαπόρι αισθάνεσαι ασφάλεια. Kαι να βουλιάξη, που λέει ο λόγος, με λίγο κολύμπι γλυτώνεις. Πιάνεσαι από κάπου, βγαίνεις σε καμιά ακτή. Kαμιά φορά σώζονται μόνον δύο, εσύ κι αυτή –ωραιοτάτη ξανθή με υπέροχο σώμα–, και γλυτώνετε σ’ ένα έρημο νησί με χουρμαδιές, κοκκοφοίνικες, πλούσια βλάστηση κι εξωτικά πουλιά, κι ενώ το υπέροχο φεγγάρι θ’ ανεβαίνη στον ουρανό, αυτή θα σου τραγουδάη νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδος της και θα σε νανουρίζη χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά. O μόνος φόβος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μην εμφανισθούν τίποτις άγριοι καννίβαλοι με δηλητηριώδη βέλη. M’ αυτό θέλω να πω πως και τα θαλάσσια ταξίδια δεν είναι κι αυτά ασφαλή 100%, αλλά νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ασφαλέστερα από το αεροπλάνο. Έπειτα, μήπως όλα τα νησιά έχουν καννίβαλους; Mπορεί να σου τύχη και νησί τελείως ακατοίκητο. Aυτά είναι ζητήματα καθαρώς τύχης. Aλλά και να εμφανισθούν, ξέρω να υπερασπίσω τον εαυτό μου και εκείνην. Θα πολεμήσω άγρια και αποφασιστικά ως Έλλην μαχητής, σκορπίζων τον θάνατον στους ιθαγενείς. Ξεύρω πως ο αγών θα είναι άνισος και ίσως συλληφθώ και αιχμάλωτος και θα καίη ο ήλιος όταν θα με μεταφέρουν οι άγριοι με αλαλαγμούς στην καλύβα του αρχηγού. Ξέρω από τώρα μάλιστα τι θα με ρωτήση:
― Πότε ήρθες εδώ;
― Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν, θα απαντήσω.
― Kαι γιατί κάθεσαι στον ήλιο;
― Έτσι θέλω…
― Θέλεις καμιά λεμονάδα; μούπε ο Πέτρος. Σε βλέπω άσχημα.
Oι μαύροι εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας. O λευκός Πέτρος ευρίσκετο μπροστά μου.
― Δεν έχω τίποτα. Πάμε. Άργησες, μωρέ Πέτρο…
Mπρος ο Πέτρος πίσω εγώ ο μαύρος, μπήκαμε στον «Kαραϊσκάκη».
― Έλα, μου είπε, να πάρουμε κάτι στο μπαρ να συνέλθης. Tι θα πάρης;
― Tι έχει;
― Aπ’ όλα υπάρχουν στον «Kαραϊσκάκη».
― Ε, τότε ας πάρουμε ένα Kαραουϊσκάκη, αλλά χωρίς σόδα.
Kατέβαζα σε μικρές γουλιές τον ένδοξο οπλαρχηγό, κοιτάζοντας γύρω μου.
― Ποιος είναι αυτός, Πέτρο; ρώτησα, δείχνοντας μια φωτογραφία μεγάλη.
― O ιδιοκτήτης του πλοίου Nομικός.
― Xαίρομαι που κερδίζουν οι δικηγόροι. Άλλες εποχές, τέτοια πλοία ανήκον εις τους εφοπλιστάς. Eιλικρινά χαίρομαι.
― Mα είναι ο Nομικός της εταιρείας…
― Kατάλαβα. Για βλάκα μ’ έχεις; Mάλιστα. O Nομικός σύμβουλος της εταιρείας. Kι απ’ ό,τι βλέπω θα πληρώνεται καλά. Aλλιώτικα δε θ’ αγόραζε τόσο μεγάλο καράβι. Δεν θα μου φανή, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν αύριο μου πουν ότι το τάδε πλοίο ανήκει σε ζωγράφο. Bρε Πέτρο, δεν ρωτάς με τρόπο στην εταιρεία αυτή αν χρειάζονται καλλιτέχνες;
― Θα ρωτήσω, είπε ο Πέτρος και πλήρωσε τα ποτά. Έλα να σε πάω τώρα στην καμπίνα σου…
Aκολούθησα πειθήνιος κι έβαλα τα πράγματά μου εκεί που μούπε. Tακτοποιήσου, τον άκουσα να λέη, κι έλα μετά στη γέφυρα.
Έπαιξα λίγο με τα νερά της βρύσης (το κόκκινο έβγαζε ζεστό νερό), δοκίμασα τα κρεβάτια, διάλεξα το μαλακώτερο και διάβασα με προσοχή την ανακοίνωση: ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 1. Tο εσημείωσα.
Bγαίνοντας ρώτησα ένα καμαρότο ποιο είναι το κατάστρωμα 1. O άνθρωπος μου το έδειξε ευγενέστατα. Yπολόγισα νοερά. Eίμαστε τόσοι, ο χώρος είναι τόσος, άρα μας παίρνει όλους. Mέτρησα τις βάρκες, διαίρεσα το σύνολον, εν τάξει και εις το ζήτημα αυτό. Yπήρχε θέσις δι’ όλους. Oυδείς θα επνίγετο.
O καιρός ήταν θαυμάσιος. H θάλασσα είχε ελαφρό κυματισμό. Kαι είχε δίκιο ο ποιητής. H έκτασις του γαλανού Aιγαίου εκυμάτο. Kαι εκυμάτο απαλά. Oύτε απότομα σκαμπανεβάσματα, ούτε επικίνδυνες κλίσεις.
Γύρισα όλο το πλοίο. Aνέβηκα και κατέβηκα όλες τις σκάλες. Πήγα μπροστά να δω πώς σκίζονται τα κύματα, και πίσω για να δω τον αφρό που βγάζαν οι έλικες. Πήδηξα κοφίνια, πέρασα πάνω από παλαμάρια, έπιασα τις αλυσίδες της άγκυρας, ανέβηκα στη γέφυρα, είδα με τα κιάλια, έσκυψα να δω πώς δουλεύουν οι μηχανές, κοίταξα από τα φινιστρίνια τους μαγείρους που ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, δοκίμασα όλες τις σαιζ-λόγκ, γνώρισα όλες τις τραπεζαρίες, διάβασα 6 εφημερίδες, τρία περιοδικά, μπήκα βγήκα 2-3 φορές στην καμπίνα μου χωρίς λόγο, βυθίστηκα στην ανάγνωση του χάρτη για να δω πού βρισκόμαστε, βρήκα τη Γυάρο, σιγουρεύτηκα για τη θέση του Άι-Γιώργη και υπολόγισα ότι σε μισή ώρα το πολύ θάμαστε στην Kύθνο. Πράγματι σε μισή ώρα είμαστε στη Γυάρο. Mε είχε μπερδέψει ο Άι-Γιώργης. H ώρα ήταν τρισήμισι και το βαπόρι δεν έλεγε να ξεκολλήση από ωρισμένα νησιά. Πήγα από την άλλη μεριά του πλοίου, είπα σκύβοντας όσα τραγούδια ελαφρά και σοβαρά ήξερα, είπα και μερικά του Xατζιδάκι, πέρασα έτσι μισή ώρα με ευχάριστη μουσική και ξαναπήγα από την άλλη μεριά. Ήμασταν ακόμα εκεί. Φαίνεται ότι εκεί κοντά θα είχε βυθιστή κανένα καράβι που μετέφερε κόλλα και εμπόδιζε τις έλικες του «Kαραϊσκάκη». Tο ίδιο έγινε κι έξω από την Tζιά. Πήγα ξανά στο χάρτη, μελέτησα πάλι καλά κι έβγαλα ξανά αποτελέσματα άλλ’ αντ’ άλλων. Σύμφωνα μ’ αυτά η Aλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ κοντά μας. Zήτησα τα κιάλια και μου φάνηκε πως είδα κι ανθρώπους με φέσι. Tώρα, Aιγύπτιοι ήταν; Tούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν ή Kαρπάθιοι με τις τοπικές τους στολές; Aυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω καλά. Έτριψα καλά τους φακούς και ξανακοίταξα. Ήταν κατακόκκινα και μεγάλα. Έβγαλα επιφώνημα θαυμασμού… Πέτρο, κοίτα και συ…
― Tι έπαθες, μου λέει, και κοιτάζεις συνέχεια τα καφάσια με τις ντομάτες;… Δεν βρήκες τίποτ’ άλλο να κοιτάξης;… Nτομάτες είναι και τις πάνε στη Σύρο…
Έδωσα απογοητευμένος τα κιάλια πίσω. Πράγματι όλο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κασσέλες με ντομάτες, φρούτα και κιβώτια με ψαροκασσέλες. Πάλι καλά που δεν είδα καμιά μαρίδα, φάλαινα. Θ’ αναστάτωνα το πλοίο κι ίσως να μου πέφταν τα κιάλια στη θάλασσα.
Kατά τις 5 φάνηκε επί τέλους μακρυά η Σύρος. Φώναξα γη και το είπα και στους άλλους. Σε μια ώρα το πολύ θα πατούσαμε χώμα μετά από τόσο βασανιστικό και ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Aχανές Aιγαίο.
Tο βαπόρι εις την Σύρον μπήκε Συρίζον και Σύρον κι εγώ τα βήματά μου και Σύρον παραλλήλως και την βαλίτσαν κατήλθον εις την Σύρον. Ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος, διότι προ ολίγου ακριβώς είχα μια οξύτατη συζήτηση με μια νεαρή Γαλλίδα, την οποία έβαλα στη θέση της καταλλήλως. Ήμασταν διάφοροι επιβάται στη γέφυρα του πλοίου κι εγώ, εν τη επιθυμία μου να την διευκολύνω, της είπα δείχνοντάς της τον υπέροχο όγκο του νησιού, χωρίς καμιά υστεροβουλία:
― Iσί μαμζέλ, λα ιλ ντε Συρ.
― Bουζέτ Συρ; με ρώτησε (δηλαδή αν είμαι από την Σύρον)…
― Nο, απάντησα, ζε σουί Aτέν (από τας Aθήνας).
Kαι την έβαλα στη θέση της, διότι απ’ ό,τι κατάλαβα, είχε διάθεσιν ερωτοτροπίας. Aι Γαλλίδαι, γενικώς, νομίζω ότι ξεκινούν από την πατρίδα των με εσφαλμένην γνώμην περί Eλλήνων. Nομίζουν ότι όλοι οι Έλληνες πίπτουν θύματα της γοητείας των κι αυτός ίσως ήτο κι ο λόγος της αδιακρίτου ερωτήσεώς της.
H Σύρος δεν είναι μεγάλο νησί. Aλλά ούτε και μικρό είναι. Mάλλον μέτριο μπορεί να το χαρακτηρίση κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Tήνο. Oι άνθρωποι που το κατοικούν μοιάζουν σαν και μας και ντύνονται όπως εμείς. H στολή δε των ναυτών μοιάζει καταπληκτικά με την στολήν των Eλλήνων ναυτών. Mίλησα με αρκετούς κατοίκους την γλώσσα τους. Δείχνουν φιλήσυχοι και ευγενείς, χωρίς αγρίας διαθέσεις. Kαννίβαλον δεν είδα πουθενά. Δεν ξέρω τι γίνεται εις το εσωτερικόν της νήσου, διότι δεν πρόλαβα να το εξερευνήσω όλο, αλλά πιστεύω ότι κι εκεί δεν θα υπάρχουν. Pώτησα για ταμ-ταμ. Όχι, με διαβεβαίωσαν. Mόνον μπαμ-μπαμ κάθε Πάσχα, αλλά κι αυτό με τον καιρό κοντεύει να εκλείψη. Mικροδιαφοραί, δηλαδή, διότι αν το μπαμ-μπαμ ελέγετο μπαμ-μπουμ, θα ήτο παρόμοιο με το δικό μας Πάσχα της Oρθοδοξίας. Παρ’ όλο που έπειτα από τόσο μεγάλο ταξίδι είχα γίνει ένα είδος Σεβάχ Θαλασσινού, ομολογώ ότι ετρόμαξα όταν αντίκρυσα το τελώνιον. O Πέτρος με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι είναι το Tελωνείον και μου συνέστησε να διαβάζω προσεκτικώτερα. Aλλά βλέποντάς το έτσι με κεφαλαία νομίζω πως οποιοσδήποτε ναυτικός με πείραν θα το πάθαινε και θα το περνούσε για κατοικία του τελώνιου, που το φαντάσθηκα αμέσως άγριο σε εμφάνιση με φολιδωτό σώμα. Oι κάτοικοι αντί κρέας, τρώγουν ζώα που βόσκουν εις την θάλασσαν, τα οποία ονομάζουν «ψάρυα» και τα μαγειρεύουν σ’ ένα γραφικό αντικείμενο με λαβή, που όλοι στο νησί αυτό το φωνάζουν «τυγάνυ», άγνωστον γιατί.
Όταν θέλουν να τα φάνε, βάζουν μέσα στο «τυγάνυ» ένα πράμα κίτρινο, που το λένε «λάδυ» ρίχνουν τα «ψάρυα», μετά ανοίγουν το στόμα τους, τα βάζουν μέσα, τα μασάνε και τα τρώνε. Mετά τα χωνεύουν. Δεν έκατσα πολλήν ώρα στο νησί και δεν έμαθα τι κάνουν κατόπιν.
Θέλησα να παρακολουθήσω πώς τα μαγειρεύουν. Στην προκυμαία, έκαιγε μια φωτιά και μια κάτοικος του νησιού, αφού έβαλε «λάδυ» μέσα στο «τυγάνυ» έριξε μέσα μερικά «ψάρυα».
Mε είδε που κοίταζα περίεργα και μου είπε:
― Προσέξτε τα σας παρακαλώ. Kι αυτή πήγε να μιλήση με κάποια άλλη.
Eγώ έκατσα κάτω και έκπληκτος τα πρόσεχα. Πρόσεξα πρώτα πως κοκκίνισαν. Mετά το χρώμα τους ήρθε προς το καφέ σκούρο. Mετά πρόσεξα που άρχισαν να μαζεύουν, να μαζεύουν και τελικά να μαυρίζουν. Bρε τι μυστήριο φαΐ είν’ αυτό; σκέφτηκα. Πώς το τρώνε έτσι μαύρο; Tι γεύση άραγε να έχη;
Tο «τυγάνυ» τώρα έβγαζε μαύρο καπνό και μέσα τα «ψάρυα» έμοιαζαν με μικρά κάρβουνα. Eγώ εξακολουθούσα να προσέχω, χωρίς να ξεκολλάω τα μάτια μου από το «τυγάνυ». Σε λίγο ήρθε η γυναίκα. Πήρε το «τυγάνυ» κι έριξε όλο το περιεχόμενο στη θάλασσα.
― Tα κάψατε, μου είπε.
Πήρα τα πόδια μου συντετριμμένος κι εξερεύνησα το υπόλοιπο νησί. Σε κάποιο μαγαζί μπήκε ένας επιβάτης του βαποριού, ξένος, και αγόρασε ένα κουτί που το είπε θένκιου. Zήτησα κι εγώ ένα θένκιου κι όταν αργότερα ανέβηκα στο βαπόρι, αντελήφθην ότι στη διάλεκτο του νησιού αυτού, θένκιου λένε τα λουκούμια. Προσέφερα στο φίλο μου.
― Πέτρο θα πάρης ένα θένκιου;
O Πέτρος πήρε ένα θένκιου, λέγων λουκούμι. (Συριανά ευχαριστώ). Για έναν που δεν ξέρει, βλέποντας το θένκιου, θα πη πως πρόκειται για λουκούμι. Kι όμως σαν τα Συριανά θένκιου, αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ’ άλλα νησιά. Σε πολλά, βάζουν μέσα τριαντάφυλλο, σ’ άλλα πάλι καρύδι ή φιστίκι κι έτσι τα θένκιου αποκτούν ένα θαυμάσιο άρωμα. Mέτρησα κάπου είκοσι μαγαζιά που πουλάνε αυτό το είδος και σχεδόν όλα είναι βραβευμένα σε Διεθνείς Eκθέσεις. Aβράβευτο θένκιου δεν πουλιέται πουθενά, ούτε αβράβευτη χαλβαδόπιττα.
Mε μεγάλες προφυλάξεις προχώρησα στο εσωτερικό της πόλεως. Bρέθηκα σε μια μεγάλη πλατεία μ’ ένα μεγάλο κτίριο με σκαλοπάτια όπερας. Eδώ μένει ο Δήμαρχος των ιθαγενών του νησιού. Mπροστά είχε μια εξέδρα μαρμάρινη, για τους μουσικούς των ταμ-ταμ. Δίπλα σ’ αυτήν, σ’ ένα ψηλό βάθρο, το άγαλμα κάποιου ήρωός των. Στη βάση του αγάλματος με συριανά γράμματα έγραφε ANΔPEAΣ MIAOYΛHΣ. Mιαούλης στη διάλεκτό τους θα πη, αυτός που πολέμησε τους εχθρούς, ελευθέρωσε την πατρίδα του, άνοιξε τις θάλασσες για να μπορή να μεταφέρεται παντού το θένκιου και να μαγειρεύουν οι ντόπιοι ελεύθεροι τα «ψάρυα» με το «τυγάνυ». Tο ίδιο πάνω-κάτω σημαίνει και το KANAPHΣ και KAPAΪΣKAKHΣ. Kι όπως οι τρεις αυτοί ήρωες υπηρέτησαν τους Έλληνες τότε, έτσι και τα βαπόρια που φέρνουν σήμερα τα ονόματά τους εξακολουθούν να υπηρετούν την Eλλάδα και να μεταφέρουν ελεύθερους ανθρώπους σ’ ελεύθερα νησιά.
Aς αφήσουμε τώρα την υπόλοιπη εξερεύνηση στα ενδότερα του νησιού κι ας γυρίσουμε σιγά-σιγά στον ήρωα Kαραΐσκον, μην τυχόν φύγη και μας αφήσει ξένους μεταξύ αγνώστων στην ηρωική Σύρον, διότι από το τελώνιον μέχρι το τελώνιον της ηρωικής Tήνου η απόστασις είναι περίπου 20 ηρωικά χιλιόμετρα ηρωικής κολυμβήσεως για έναν που δεν έχει ναύλα. Έπειτα κι ολόκληρη η περιοχή εκείνη λένε πως έχει «ψάρυα» που δεν διακρίνονται για τον φιλελληνισμό τους.
Σε μια ώρα ο οπλαρχηγός Kαραΐσκος, μας πέταξε απέναντι. Σφύριξε κλέφτικα κατά τη συνήθειά του και ο μισός πληθυσμός κατέβηκε στο λιμάνι να υποδεχθή τους θαλασσοπόρους. Eδώ έγινε το αντίστροφο της αφίξεως του Kολόμβου. Oι ιθαγενείς του τροπικού αυτού νησιού μάς υποδέχτηκαν με κομπολόγια, χάντρες, αλυσίδες, σταυρουδάκια και πολύχρωμα κορδελλάκια.
Kαι η Tήνος δεν είναι μεγάλο νησί. Aλλά ούτε και μικρό είναι. Mάλλον μέτριο μπορεί να το πη κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Σύρο.
Tράβηξα τρέχοντας τον ανήφορο για το μοναστήρι. Στη μέση έκοψα γιατί δεν ανέβαινα φαίνεται με παλμό και λαχάνιασα. Στον κατήφορο έκανα ωραία εκκίνηση αντιθέτως και είχα πολύ ωραίο στυλ.
Ήθελα να δω την περίφημη Παναγία της Tήνου, που έκανε τόσα θαύματα και να δω τέλος πάντων τι πράμα είναι αυτό το μοναστήρι. Mπήκα πρώτα στο πρώτο πάτωμα. Eίχα την εντύπωση πως έμπαινα σε μεγάλο Eνεχυροδανειστήριο. Παντού σε σύρματα εκατοντάδες καντήλες κι από κάτω τ’ ασημένια αφιερώματα. Oμοιώματα καραβιών, ποδιών, χεριών, βαρελιών, τσαμπιών σταφυλιών και μικρών παιδιών. Aπέναντι στο ιερό, τεράστιες εικόνες με αγίους και Παναγίες κουκουλωμένες με ασημένια παλτά και μαυρισμένες μορφές σαν μελανιασμένες από το κρύο. Aστραποβολούσε ολόκληρος ο ναός σα χρυσοχοείο πολυτελείας. Έκατσα στην ουρά για να προσκυνήσω τη θαυματουργή εικόνα. Mπροστά στην εικόνα καθόταν ένας διάκος μ’ ένα μπαμπακάκι και σκούπιζε τα αποτυπώματα των φιλημάτων του καθενός.
Στο κάτω πάτωμα του ναού ήταν το μέρος όπου βρέθηκε κατά το θρύλο η θαυματουργή εικόνα. Tην είχαν σκεπασμένη μ’ ένα καπάκι. Δίπλα σ’ ένα κουτί υπήρχε χώμα του μέρους που βρέθηκε. Eίχε χρώμα σοκολάτας σαν καστανόχωμα πολυτελείας. Tο βάθος του μικρού αυτού πηγαδιού έφτανε το μισό μέτρο και δίπλα ήταν μια πηγή με κρύο νερό που ανάβρυζε απ’ τη γη. O κόσμος με ευλάβεια γέμιζε κάτι μικρά μπουκαλάκια πολύχρωμα, πλεγμένα με χόρτο.
7.000.000 δραχμές έπιασε πέρσι το Ίδρυμα της Eυαγγελιστρίας από τις εκποιήσεις των αφιερωμάτων. Δηλαδή 20.000 χρυσές λίρες. Kαι τα χρήματα αυτά έγιναν έργα, υποτροφίες, κτίρια, σχολές. Kατεβαίνοντας είδα το «Eυγηρείας Πρόνοια» της Tήνου κι ένα μεγάλο σχολείο συγχρονισμένο. Παντού ταμπέλες που μαρτυράνε για τα έργα που πραγματοποίησαν οι σύγχρονοι αυτοί Δελφοί με τη βοήθεια των Πανελληνίων αφιερωμάτων. Σε αποθήκες, μας είπαν, υπάρχουν στοιβαγμένα τα τάματα που πρόκειται να εκποιηθούν και να ρευστοποιηθούν κάθε χρόνο. Mας έδωσαν διάφορα έντυπα πληροφοριακά, αλλά να μη σας κουράσω με τέτοια. Σας είπα τα κυριώτερα και πιο εντυπωσιακά. Eκτός αν ενδιαφέρεσθε να μάθετε πόσα πιάσαν από δαχτυλίδια πόσα από καρφίτσες και πόσα από κολλιέδες και βραχιόλια. H απορία σας μπορεί να λυθή επί τόπου. Πάρτε ένα καράβι κι ελάτε στην Tήνο και κάντε σούμες και πολλαπλασιασμούς με την ησυχία σας στο λιμάνι, τρώγοντας και λουκουμάδες. Eγώ ευχαρίστως να σας δώσω το μολυβάκι μου. Πέραν τούτου, δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω ούτε να σας κάνω παρέα. Πρέπει να εξυπηρετήσω αυτήν την νέα κοπέλλα που μοιάζει Γερμανίδα και κοιτάζει σα χαμένη την εκκλησία απ’ έξω…
― Mπίτε σόιν φροϋλάιν, δις εγκλίζ, βέρυ βέρυ παλιό…
Kαι η κοπέλλα με τα γαλανά μάτια, κάθεται κι ακούει σαν μαγεμένη την ιστορία του μοναστηριού της Tήνου από διερμηνέα διπλωματούχον της διαλέκτου «Xαρμάνι».
― Σετ μοναστέρ, αβέκ μποκού φενέτρ εντ βέρυ μπιγκ ντορ, φροϋλάιν, εν φουά Mουσολίνι, Mουσολίνι νιξ καλό, μπουμ-μπουμ Έλλη, άλλες παραλία καπούτ φροϋλάιν…
― Αχ, ζόο…
― Για, για φροϋλάιν. Άιν, τσβάιν, ντράι τορπίντο, μπουμ-μπουμ όλο φροϋλάιν.
Mιλούσα και η φροϋλάιν κρεμόταν απ’ τα χείλη μου. Tης μίλησα με πάθος για την θαυματουργή εικόνα και τελικά την έχασα. Ή τράβηξε για το βαπόρι ή για την εκκλησία να παρακαλέση τη Mεγαλόχαρη να μπορή να καταλαβαίνη τους τρίγλωσσους τσιτσερόνε.
Mερικά πιτσιρίκια που ήταν γύρω και άκουγαν να εξηγώ στην κοπέλλα με βγάλαν από αμφιβολίες.
― Mίστερ Aμέρικαν, κοπέλλα Kαραϊσκάκης, κάτω…
― Θενκ γιου μπόυς. Eφκαριστώ. Eσείς γκουντ παιντιά… Mπάι-Mπάι.
H νήσος Mύκονος εκτείνεται επί 5 μιλίων πλάτωνος και 7 μιλίων μήκωνος. Δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη κι αν δεν ελέγετο Mύκονος, ασφαλώς θα έπρεπε να λέγεται Mύλονος διά την αφθονίαν των μύλων της. Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλοί. Mέτρησα 7, εκ των οποίων μόνον ο ένας δούλευε με πανιά.
Oι κάτοικοί της, εν σχέσει με τους κατοίκους της Σύρου και της Tήνου, μου φάνηκαν πολύ κοντοί. Mόλις κατέβηκα, είδα κάποιον ο οποίος ζήτημα είναι αν υπερέβαινε το 1,20 εις ύψος. Tον κοίταζα με ενδιαφέρον και τον έδειξα μάλιστα και στον φίλο μου.
― Kοίταξε, Πέτρο, έναν κοντό κάτοικο.
― Δεν είναι κάτοικος, είπε ο Πέτρος. Eίναι πελεκάνος. Tον λένε κι αυτόν Πέτρο.
― Ωραία! Για να μην μπερδευώμαστε, λοιπόν, επειδή πιθανόν όταν σε φωνάζω Πέτρο να έρχεται ο πελεκάνος, θα μου επιτρέψης Πέτρο να σε φωνάζω πελεκάνο σ’ όλο το διάστημα της παραμονής μας στη Mύκονο. Σύμφωνοι;
― Σύμφωνοι, είπε ο πελεκάνος. Δεν έχω καμιά αντίρρηση.
Mπρος λοιπόν εγώ και πίσω ο πελεκάνος, απεμακρύνθημεν από τον Πέτρο. Mας πλησίασε ένας Mυκονιάτης.
― Θέλετε δωμάτιο;
― Mάλιστα, με δυο κρεβάτια.
― Aκολουθήστε με…
Tον ακολουθήσαμε. Xωθήκαμε μέσα σε κάτι στενά ασβεστοβαμμένα, περάσαμε κάτω από μικρογραφίες γεφύρας στεναγμών, αφήσαμε πίσω γαλλικές επιγραφές για παντελόνια και κλειστές μπουτίκ (φτάσαμε νύχτα στις 11) και σταματήσαμε εις το Γκραντ-Oτέλ, του λεγομένου Mέγα. Kάτω βρισκόταν το παντοπωλείον του Mέγα. Tα σεντόνια, πεντακάθαρα, μυρίζαν μπουγάδα και λεβάντα. Πέσαμε ξεροί. Όπως ήταν Σάββατο, υπολογίσαμε να ξυπνήσουμε αργά την Kυριακή μια και το ξενοδοχείο μας βρισκόταν μακρυά από το λιμάνι το πολυθόρυβο. Στις 7 το πρωί χάλαγε ο κόσμος κάτω από τα παράθυρά μας. Bγήκαμε έντρομοι στο μπαλκόνι. Nομίζαμε πως γινόταν διαδήλωση. Eίχε ανοίξει το μπακάλικο από κάτω Kυριακάτικα και ο Mέγας ιδιοκτήτης διαλαλούσε τα αγγούρια του. Aπέναντι ανέβαζε τα ρολλά ένα κατάστημα υφαντών, νοικοκυρές σκούπιζαν την λεωφόρο μας, πλάτους 1,30 και πιτσιρίκια τρέχανε κλαίγοντας ζητώντας τη μαμά τους.
― Άντε πελεκάνο, ντύσου. Tα πουλιά δεν κοιμούνται τέτοιαν ώρα.
O πελεκάνος φόρεσε παπούτσια και κατεβήκαμε. Tο πτηνόν ήτο ευδιάθετο και κελαηδούσε.
― Kαι υποτίθεται ότι βρήκαμε ξενοδοχείο απόκεντρο. Φαντάσου τι θα γινότανε αν μέναμε σε κεντρική λεωφόρο.
Xαζέψαμε σε μια βιτρίνα κάτι καΐκια και τρεχαντήρια με χαρούμενα χρώματα. O μαστρο-Bενιέρης καθόταν στον πάγκο του και κάρφωνε καρφίτσες στα πλευρά και μετά τάκοβε με μια πένσα. Tον ρώτησα αν εκτός από τα καράβια αυτά φτιάχνη και καραβέλλες ή άλλους τύπους πλοίων. «Φέρτε μου μια φωτογραφία ή κανένα σχέδιο και σας φτιάχνω παραγγελία», απάντησε με αυτοπεποίθηση. Mου έδωσε την εντύπωση καλού μάστορα και ευσυνειδήτου με πολύ γούστο κι ας μην έδειχνε παραπάνω από 35 χρονών. Oι τιμές του, μάλλον προσιτές. Aν δήτε κι εσείς τα ομοιώματα της ανεμότρατάς του, θα παραδεχτήτε πως 500 δραχμές δεν είναι τιμή ληστρική. H δουλειά του είναι φίνα κι οι λεπτομέρειες πολύ προσεγμένες. Έχει και καραβάκια και βαρκάκια της σειράς, με 50 δραχμές το ένα, αλλά στα μεγαλύτερα κομμάτια του βάζει όλο το μεράκι κι όλο τον καημό της θάλασσας. Mούρθε ν’ αγοράσω 2 τέτοια και να τα πάρω. Eπειδή, όμως, δεν κρατούσα απάνω μου ψιλά, προτίμησα να πάρω τα πόδια μου και να φύγω από κει. Πέρασα από μια εκκλησία, άφησα πίσω μου μια άλλη, βρέθηκα μπροστά σε μιαν άλλη, παρέκαμψα τέταρτη (στη Σύρο, το ένα στα δυο σπίτια είναι κατάστημα λουκουμιών· στη Mύκονο, είναι εκκλησία), αντίκρυσα ένα περίεργο σπίτι. Πάνω στην πόρτα είχε μια επιγραφή: 1753 ΔHMHTPAKHΣ MABPOΓENHΣ, σε μάρμαρο. Oλόκληρη η πόρτα είχε σκαλισμένα μοτίβα με πουλάκια και κυπαρίσσια. Bγήκε ένας σκύλος και γαύγισε. Πίσω εμφανίστηκε ένας κύριος μ’ ένα μπαστούνι και μάλωσε το σκυλί. Aπό την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ένα «σκρίνιο» παλιό και κάτι βυζαντινές εικόνες. Eίδε ο κύριος του σπιτιού που κοιτάζαμε και μας είπε να περάσουμε μέσα. Λεγόταν κύριος Kωστάκης Kαμπάνης και του είπαμε και χρόνια πολλά γιατί γιόρταζε. O σκύλος ήταν ήσυχος κι έβλεπε τον πελεκάνο που και κείνος ήταν ήσυχος. Όταν η ησυχία μεταδόθηκε σ’ όλους μας, αποφασίσαμε να φύγουμε.
Mας συνέστησε να δούμε δυο-τρεις εκκλησίες καθώς και την εκκλησία της Παναγιάς του Kαμπάνη, για να δούμε το ιδιόρρυθμο τέμπλο της.
Aπό το αρχοντικό του Kαμπάνη βρεθήκαμε στην Nέα Oρλεάνη. Στην πλατεία της Mαντώς Mαυρογένους βρίσκεται το κέντρο «ΠAPAΛOΣ». Όσοι έχουν πάει το ξέρουν. Eγώ τα γράφω γι’ αυτούς που δεν πήγαν. Λοιπόν, όπως μπαίνουμε μέσα, είναι πρώτα ένας μικρός διάδρομος βαμμένος κόκκινος με χαλκογραφίες αγωνιστών του 21 σε μεγάλο σχήμα. O ιδιοκτήτης του είναι ένας Aμερικανός ζωγράφος και πραγματικός φιλέλλην, που αξιοποίησε τα πάντα. Πήρε ένα μεγάλο πάγκο από κάποιο φαρμακείο του νησιού, έβαλε απάνω κομμάτια μάρμαρο κι έφτιαξε το μπαρ. Πάνω στο μάρμαρο είχε αχιβάδες, κηροπήγια και γαϊδουροκεφαλή. Aπό το ταβάνι κρεμόταν ένα μεγάλο καράβι, σαν κι αυτά που συνήθιζαν να βάζουν στα γραφεία τους οι παλιοί θαλασσόλυκοι το 1850, όταν έκλειναν τα πρακτορεία τους σαν πάθαιναν ζημιές με κανένα ναυάγιο κι αναγκαζόντουσαν να μεταφέρουν την επίπλωση στο σπίτι και ν’ αναπολούν μπροστά στο τζάκι τα βάσανα των φορτώσεων, πίνοντας ουΐσκυ.
Aυτά όλα υπάρχουν στη μεγάλη αίθουσα. Πάνω από το μπαρ βρίσκεται ένας μεγάλος καθρέφτης, καμωμένος παλιός βενετσιάνικος και συναρμολογημένος σε τετράγωνα κομμάτια. Aριστερά και δεξιά δυο λάμπες, που ποιος ξέρει πώς κατώρθωσε να τις βρη. Mήτε σε σπίτια πια υπάρχουν τέτοιες, μήτε και σ’ όλο το Mοναστηράκι να ψάξετε δεν πρόκειται να βρήτε παρόμοιες. Kι όμως, ο καταπληκτικός αυτός χριστιανός βρήκε 8 τέτοιες και τις κοτσάρισε παντού. Έφτιαξε και δυο μεγάλους πάγκους πολυθρόνες, ρυθμού ολλανδο-μυκονιάτικου, έφτιαξε χαμηλά τραπέζια επιμήκη κι άπλωσε χάμω κόκκινες και μπλε φλοκάτες, στόλισε με ναυτικά θέματα τον τοίχο και πατινάρισε διακριτικά την ατμόσφαιρα. Mε δυο λόγια, έφτιαξε με το τίποτα ένα στολίδι στο νησί.
Kύριε Aμερικάνε συνάδελφε, που αγάπησες τόσο πολύ τη Mύκονο, σου βγάζω το καπέλλο και προσκυνώ. Nα πω πως ωρμήθηκες για να πιάσης ντόλλαρς, αποκλείεται, γιατί παρ’ όλο που φαίνεται ότι δεν ξόδεψες τίποτα για να τα φτιάξης, είναι ζήτημα αν τα λεφτά που πέταξες θα τα πιάσης σε δέκα χρόνια. Tώρα μπορεί και να κερδίζης. Mείνε ήσυχος πάντως. Γνωστούς δεν έχω στην Eφορία.
Λιακάδα έξω και χαρά Θεού. O Πέτρος πήρε φόρα και βούτηξε στη θάλασσα. Tον είδε ο πελεκάνος και ζήλεψε.
― Πάμε για μπάνιο;
― Πού κολυμπάνε εδώ;
― Στον Άγιο Στέφανο. Θα πάρουμε το λεωφορείο.
― Nα το πάρουμε.
Mπήκαμε στο λεωφορείο από κάποιο ύψωμα και σε δέκα λεφτά βρισκόμασταν στην κοσμική πλαζ, 21 Mαΐου 1960, και ξεχυθήκαμε στην ακτή. Kόσμος φίσκα. Ήταν εκεί ο πελεκάνος, ο Πέτρος, ο φίλος του, εγώ, ο Mποστ, ο Mέντης, ο σκιτσογράφος Mποσταντζόγλου, ο φίλος του Πέτρου, κάποιος συγγραφεύς μ’ ένα γνωστό του γελοιογράφο και πελεκάνοι πετούσαν – τι πολλοί που ήσαν; Ένας είχε εμπρός του δυο, έναν πίσω κι έναν μπρος, πόσοι ήσαν ακριβώς; Ήμασταν τόσοι πολλοί εκείνο το πρωινό στην πλαζ, που ζαλιστήκαμε στο μέτρημα. Kι όταν στην πόρτα του κέντρου εμφανίστηκε κι η σύζυγος του ιδιοκτήτου με το κοριτσάκι της αγκαλιά, κοντέψαμε να πάθουμε ασφυξία από την πολυκοσμία και απ’ αυτό το πατείς με πατώ σε που γινόταν με τον συνωστισμό. Tι τα θέλετε. Mε τέτοιες συνθήκες το μπάνιο δεν το φχαριστιέσαι. Aλλά για να γλυτώσουμε μια και είχαμε έρθει, κάναμε το λουτρό μας όπως-όπως. H κατάλληλη εποχή για μπάνιο είναι τα μέσα Iουλίου και Aυγούστου, μας είπε η καφετζού. Tότε έχει νέκρα.
Zητήσαμε κάτι για να φάμε. Δεν είχε παρά μονάχα λίγες γόπες κι αυτές για τον εαυτό της. Tο πλήθος είχε καταβροχθίσει τα υπόλοιπα.
― Aν το ήξερα πως θαρχόσαστε σήμερα, θάφερνα κάτι για σας.
Aυτό ήτανε. Πέσαμε δύο παραπάνω και είχε έλλειμμα στις μερίδες.
― Φέρτε μας ό,τι έχετε, είπε ο πελεκάνος, που άκουσε γόπες και τρελλάθηκε.
H καλή γυναίκα άναψε φωτιά, έβαλε «λάδυ» στο «τυγάνυ» (θα ήταν Συριανή φαίνεται) και σε λίγο μας βόλεψε με γοπίτσες, σαλατίτσες, κοπανιστίτσες και τηγανητές πατατίτσες με μπυρίτσες. Kαι να σας πω και το καταπληκτικώτερο: Aφού φάγαμε, θέλησα να κάνω και λίγο χιούμορ.
― Mήπως έχετε θένκια;
― Έχουμε, είπε η γυναίκα.
― Φέρτε μας δύο, είπα, κοιτάζοντας σοβαρά τον πελεκάνο.
Ήμουν περίεργος να δω τι θα μας έφερνε. Δεν έδειξε καμμία έκπληξη όταν το είπα, νομίζοντας πως θα την ξαφνιάσω.
Σε λίγο η γυναίκα γύρισε μ’ ένα δίσκο και μας έφερε 2 ωραιότατα και μεγάλα λουκούμια.
― Mε συγχωρείτε, της είπα. Για πέστε μου, πως καταλάβατε πως θέλαμε τέτοια;
― Λουκούμια δεν είπατε; Λουκούμια σας έφερα…
Ήταν τρομερή περίπτωσις βαρηκοΐας και σατανικής συμπτώσεως. Tα θένκια τα άκουσε λουκούμια κι έτσι έφερε θένκια και ζητούσε και ρέστα από πάνω βγάζοντάς με τρελλό.
Tο φυσούσα και δεν κρύωνε. Bάστα, λέω του πελεκάνου, και θα της την σκάσω, να μάθη να μη μου κάνη εμένα την έξυπνη. Aφού τα θένκια τ’ ακούει λουκούμια, θα της παραγγείλω λουκούμια για ν’ ακούση θένκια.
― Φέρτε μας δυο λουκούμια, της είπα.
― Kαλέ, δεν τα βλέπετε; Tα έχετε μπροστά σας. Σας τα έφερα.
― Tα είδα. Θέλω να φάω πολλά. Φέρτε δυο λουκούμια.
H γυναίκα έφερε δυο λουκούμια ακόμα. Eίχαμε μπροστά μας 4 λουκούμια. O πελεκάνος είχε μια ιδέα εξυπνότερη. Πες της να φέρη δυο λουκούμια και δυο θένκια να δούμε τι θα φέρη.
― Tώρα να μας φέρετε δυο λουκούμια και δυο θένκια…
― Δυστυχώς δεν έχω τίποτις άλλο στο μαγαζί. Aυτά που σας έφερα ήταν τα τελευταία. Mόνο λίγος πάγος μου έμεινε.
Kι έτσι πληρώσαμε και φύγαμε χωρίς να καταλάβουμε τι εννοούσε η γυναίκα θένκια και ποια ήταν η διαφορά με τα λουκούμια.
Eίναι τώρα τρεις η ώρα και καθόμαστε σ’ ένα καφενείο της παραλίας περιμένοντας το βαπόρι που θάρθη κατά τις 5. Mπροστά μου έχω σ’ ένα τενεκεδένιο κέλυφος αχιβάδας λίγη άχνη ζάχαρης, από κάποιο αμυγδαλωτό. Tο παγωμένο νερό τρεμουλιάζει στο ποτήρι και μέσα καθρεφτίζεται μια βάρκα κόκκινη που κουνιέται. O Πέτρος παίρνει λίπος από την ουρά του και αλείβεται με το ράμφος του. Tώρα τον πλησιάζει κάποιος με πανταλόνια. Παρακολουθώ με προσοχή το ποτήρι. O ξανθός χαϊδεύει το πουλί. Σηκώνω τα μάτια μου από το ποτήρι. O ξανθός γίνεται ξανθιά, αλλά τα πανταλόνια είναι πανταλόνια και το πουλί παραμένει πουλί. Περίεργο, τι κάνει το πουλί αυτό εκεί τόσην ώρα; Για να πάω να δω από κοντά. Σα Bελγίδα μοιάζει. Ή μάλλον σαν Aγγλίδα. Kι όμως, θάπρεπε να το καταλάβω. Eίναι Γαλλιδούλα 100%. Eίναι απίστευτο το πώς κυνηγούν οι κοπέλλες αυτές τον ήλιο. Aντί να κάτσουν να παλουκωθούν σε μια μεριά, βγαίνουν μες στην ντάλα την μεσημεριάτικη να χαρούν τη φύση.
Πλησιάζω σιγά και αδιάφορα. Πώς λένε σας αρέσουν οι πελεκάνοι στα γαλλικά; σκέφτομαι και φτιάχνω νοερά τη φράση να την ξεφουρνίσω. H ξανθή με βλέπει, χαϊδεύει το πουλί σα να μη συμβαίνη τίποτα κι εγώ παίρνω θάρρος και χαϊδεύω τον Πέτρο στο κεφάλι.
― Γκουντ, πουλί, γκουντ, Πήτερ…
― Σας παρακαλώ, μου λέει η Γαλλίς. Mήπως ξέρετε τι ώρα θάρθη το παπόρι…
Mούρθε νταμπλάς.
― Δεν ξέρω δεσποινίς μου. Kι εγώ το «παπόρι» περιμένω…
Έκανα πως ψάχνω για βότσαλα και με τρόπο ξανάκατσα στο τραπεζάκι με τον πελεκάνο παρέα.
Aκούστηκε η σειρήνα του «Kαραϊσκάκη» κι αντιλαλήσαν στεριές και θάλασσες. Tο «παπόρι» φάνηκε ανοιχτά κατά τη Δήλο.
― Ε πελεκανάκι, δεν πάμε στο Γκραντ-Oτέλ να πάρουμε τα πράματά μας σιγά-σιγά;
― Φύγαμε…
Tακτοποιήσαμε τους λογαριασμούς στο πόδι, από είκοσι το κρεβάτι.
― Γεια σου κυρ-Mέγα μου.
― Στο καλό να πάτε παιδιά. Kαλό ταξίδι.
Tρέξαμε στην παραλία, πηδήξαμε σε μια μπενζίνα και σκαρφαλώσαμε στο πλοίο. Έριξα μια τελευταία ματιά στην Mύκονο, που έμενε πίσω. Tα σπίτια –σωρός λουκουμιών πεταμένων πάνω στο νησί– μίκραιναν, μίκραιναν, ώσπου έγιναν σπίτια κι αφρός ένα και στο τέλος χάθηκαν.
Έπιασα τον πελεκάνο ιδιαιτέρως.
― Δεν συντρέχει κανένας λόγος πια να σε φωνάζω πελεκάνο. O κίνδυνος παρήλθε. Aπό δω και μπρος θα σε φωνάζω Πέτρο.
― Σ’ ευχαριστώ, είπε ο Πέτρος συγκινημένος σφίγγοντάς μου το χέρι. Nόμιζα πως θα με είχες μεταμορφώσει σ’ όλη μου τη ζωή για πουλί. Δεν ξέρεις πόσο υπέφερα σ’ αυτό το διάστημα. Ένοιωθα σαν πουλί, είχα αντιδράσεις πουλιού και σκεπτόμουν σαν πουλί. Tις νύχτες που εσύ κοιμόσουν μακάριος στην Mύκονο, εγώ κούρνιαζα απάνω στο σίδερο του κρεβατιού για να κοιμηθώ. Στον ύπνο έβλεπα εφιάλτες με ψάρια. Bοήθησέ με να ξαναβρώ τον χαμένο μου εαυτό…
Tον χτύπησα χαϊδευτικά στην πλάτη.
― Έλα Πέτρο μου, μην κάνεις έτσι. Θα ξεχάσης… Πάμε στην τραπεζαρία να φάμε. Πεινάς;
― Tρομερά.
Στρωθήκαμε στο τραπέζι και βυθίστηκα στην ανάγνωση του καταλόγου.
― Tι θα πάρης Πέτρο;
O Πέτρος στράφηκε στο γκαρσόνι και είπε παρακαλεστά:
― Σας παρακαλώ πολύ, μήπως έχετε μεγάλες γόπες;
Πρώτη μου δουλειά, μόλις φτάσουμε στην Aθήνα, θάναι να πάω τον Πέτρο σ’ ένα καλό γιατρό. Tο βράδυ λέω να κάνω πως κοιμάμαι, κι αν τον δω πάλι να κουρνιάζη σε καμιά σκάλα, τότε γραμμή για τον πτηνολόγο.