Το ασυμβίβαστο πνεύμα και η χειμαρρώδης δημιουργικότητα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, της πρώτης ελληνίδας στιχουργού, αποτυπώνονται πειστικά, αν και όχι πολύ τολμηρά, στην Ευτυχία, ένα biopic αξιώσεων που σηματοδοτεί τη σημαντικότερη εμφάνιση της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στον κινηματογράφο εδώ και 19 χρόνια, στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο που μοιράζεται με την ανερχόμενη Κάτια Γκουλιώνη (Πολυξένη). Από τον ξεριζωμό της σε νεαρή ηλικία από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας ως τη σημαδεμένη από τα πάθη, αλλά και τις συνταρακτικές απώλειες, μετέπειτα πορεία της, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αποτελεί ιδανικό πρόσωπο για δραματουργική μεταχείριση -η εγχώρια ποπ κουλτούρα το έχει κατανοήσει, δεδομένου ότι πριν από αυτή εδώ την ταινία, ο θεατρικός μονόλογος με τίτλο το όνομά της αποδείχθηκε ένα από τα πιο αειθαλή χιτ της Νένας Μεντή και της αθηναϊκής σκηνής, για αρκετές σεζόν.
Την κινηματογραφική εκδοχή της ζωής της ανέλαβε να εκπληρώσει ο σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής (Ακίνητο Ποτάμι, Σύμπτωμα), για πρώτη φορά δουλεύοντας από ένα σενάριο που δεν υπογράφει ο ίδιος (η Κατερίνα Μπέη, συχνή συνεργάτης του Νίκου Περάκη, άντλησε υλικό από μαρτυρίες και συνεντεύξεις συγγενών και γνωστών της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, και από το βιβλίο της εγγονής της, Ρέας Μανέλη), και δίνοντας βάρος στις ερμηνείες και την αισθητική αναπαράσταση της εποχής στην προσπάθειά του να αποφύγει τις παγίδες της συμβατικής αφήγησης. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της περίπτωσης της γυναίκας πίσω από τραγούδια όπως «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», «Όνειρο απατηλό» και «Περασμένες μου αγάπες» ήταν το ξεκίνημα συγγραφής στίχων σε ηλικία 55 ετών, γεγονός που στην ταινία ισοπεδώνεται για κατανοητούς λόγους, αλλά -ειρωνικά- εις βάρος μιας πραγματικά επαναστατικής φιγούρας.
Σχεδόν σε κάθε της λεπτό, η ταινία Ευτυχία αντιμετωπίζει με θαυμασμό και δέος την ηρωίδα της, μια κατά κοινή ομολογία θαρραλέα γυναίκα που αψήφησε τις κοινωνικές νόρμες της εποχής της και «περπάτησε τη ζωή της όπως την ήθελε», με αποκορύφωμα της ενσάρκωσή της από την Γκουλιώνη και την Καραμπέτη που την επισκέπτονται σε διαφορετικές ηλικίες και αναδεικνύουν τις εκρηκτικές και ανθρώπινες πτυχές του χαρακτήρα της χωρίς να «κόβουν» την ταινία στα δύο. Το ρίσκο της διπλής διανομής είναι και το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, με ερμηνείες των δύο ηθοποιών να αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς να μοιάζουν ποτέ να ανήκουν η κάθε μια σε άλλο σύμπαν -εξίσου ομαλά μεταφέρεται και η χημεία τους με τα υπόλοιπα standouts του καστ, την Ντίνα Μιχαηλίδου (στο ρόλο της μητέρας της), τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη (στο ρόλο του δεύτερου συζύγου της – και, κρίνοντας από την ταινία, ενός άγιου ανθρώπου) και τον Θάνο Τοκάκη (στο ρόλο του επιστήθιου φίλου της, Λουκά).
Η ταινία μεταχειρίζεται τη μουσική σχεδόν ιμπρεσιονιστικά, σαν ανάμνηση, με τον Φραντζή να τοποθετεί το context του κάθε τραγουδιού σε ένα νυχτερινό κέντρο που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, όπου κάθε κομμάτι ερμηνεύεται live αφού πρώτα έχει γίνει η (κάπως βολική) αντιστοίχισή του με ένα καθοριστικό συμβάν από τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Παράλληλα, η ταινία επιχειρεί να δικαιώσει μετά θάνατον τη δημιουργό, αποδίδοντάς της το credit που της αξίζει (αλά Bohemian Rhapsody στα άλλα μέλη των Queen) και που η ίδια δεν κυνήγησε στην πραγματική ζωή, πεθαίνοντας ουσιαστικά φτωχή. Με το υψηλό επίπεδο παραγωγής της και την υπερβολική γενναιοδωρία σε μελοδραματισμούς και συγκίνηση (που εγγυώνται μια υγιή εμπορική πορεία), η Ευτυχία συμπληρώνει όλα τα κουτάκια, σε αντίθεση με την Ευτυχία που πάλεψε τόσο πολύ να μην ανήκει σε κανένα.