Ας είμαστε ειλικρινείς. Ολόκληρο το νέο Ultraviolence ακούγεται σαν ένα τραγούδι μακράς διαρκείας. Ιδανικό για soundtrack αλλά δεν είναι ένα άλμπουμ που θα ανεβοκατεβάσει το κοινό συναισθηματικά με τις μουσικές του εναλλαγές. Για την ακρίβεια θα το κατεβάσει μόνο. Θα σπαράξει, θα καταραστεί χαμένες αγάπες και αν δώσει και μεγάλη βάση στους στίχους, μέσα στο σπαραγμό θα του έρθει και ένας κλαυσίγελος μιας και οι στίχοι όπως πάντα, κρύβουν μέσα τους μια ελαφρά ειρωνεία. Είναι στιγμές που νιώθω ότι ζει μια πλήρη σύγχυση και πολύ το γουστάρει το κορίτσι. Νομίζω ότι θα την ακούσω να φωνάζει (εντάξει το «φωνάζει» είναι ίσως λίγο υπερβολικό) «αλήτες άντρες, να πάτε όλοι στις μαμάδες σας αλλά μετά να γυρίσετε να μας κάνετε γλυκό έρωτα». Θα πίστευε κανείς ότι κάτι θα άλλαζε στην ψυχοσύνθεσή της τα τελευταία δύο χρόνια. Λίγη αγάπη θα πρέπει να έχει πάρει, δεν μπορεί, οι άντρες θα της έχουν φερθεί λίγο καλύτερα και δεν θα πονάει τόσο. Όχι, όχι. Είναι όλοι τους σαδιστές και φιλάνε υπέροχα («He used to call me poison like I was Poison Ivy»). Καλά όχι ότι έχει και πολύ άδικο εδώ που τα λέμε. Αλλά και άδικο να έχει, έτσι δεν θέλουμε να τους φανταζόμαστε εμείς οι γυναίκες; Χωρίς ντράμα που πάμε;
Ας ξαναγυρίσω στη μουσική όμως. Ό,τι και να πούμε εμείς, ένα είναι σίγουρο. Η ίδια ξέρει να παίζει τον αισθησιασμό στα δάχτυλα όχι μόνο χάρη στις μελωδίες και την υπνωτιστική φωνή της αλλά και επιλέγοντας να συνεργαστεί με μουσικούς και παραγωγούς που θα ενισχύσουν αυτή τη διάθεση για νιαούρισμα και βαθύ βρυχηθμό στα ιδρωμένα σεντόνια. Τα περισσότερα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με μία επταμελή ορχήστρα ζωντανά, ώστε να υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους σε πραγματικό χρόνο. Ο τραγουδιστής και κιθαρίστας των Black Keys, Dan Auerbach, έχει επιμεληθεί την παραγωγή και έχει σολάρει με την κιθάρα του στο άλμπουμ και το αποτέλεσμα είναι σε στιγμές άκρως ψυχεδελικό ή όπως πολύ σωστά το χαρακτηρίζουν οι New York Times, «narco-swing». Ναι, πραγματικά, αν υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον πλανήτη που έχει το ταλέντο να λικνίζεται υπνωτισμένος και να το μεταδίδει και σε άλλους, αυτή είναι σίγουρα η Λάνα.
Στις πρόβες των μουσικών στο στούντιο, παρακολουθούσε τα πάντα με απόλυτη προσοχή, πάντα με ένα ελαφρύ λίκνισμα, σε μία ονειρική κατάσταση. Σε πολλά τραγούδια αποδεικνύεται ότι μπορεί να πιάσει ψηλές νότες με ευκολία σοπράνο κάτι που στο προηγούμενο άλμπουμ της δεν είχε φανεί τόσο έντονα. Εδώ ακούγεται ξαφνικά ένα κελάρυσμα από το πουθενά το οποίο δίνει ένα πιο έντονο, παλιομοδίτικο χαρακτήρα στο σύνολο. Όχι ότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο, αντιθέτως, η ίδια υποστηρίζει ότι μόνο από τους παλιούς όπως ο Frank Sinatra ή ο Bob Dylan μπορεί να επηρεαστεί μουσικά: «Σκεφτείτε τι συμβαίνει σήμερα. Από πού να αντλήσω έμπνευση; Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε που θα με ενέπνεε να είμαι μέρος του». Βαριά κουβέντα είπες Λάνα μου.
Δεν ζει μόνο μέσα από τη μουσική όμως σε άλλη εποχή, το νέο της σπίτι είναι μία κουκλίστικη κατοικία αγγλικού τύπου με πίνακες της Παρθένου Μαρίας και της Elizabeth Taylor, βιβλία με είδωλα όπως η Marilyn Monroe και χρώματα μπλε και πράσινα που του δίνουν όλη τη βιντατζιά που της χρειάζεται για να καταφέρει να επιζήσει στον 21ο αιώνα. Όπως λέει και η ίδια, ζει μέσα στη φαντασία και ονειρεύεται συχνά και αυτό φαίνεται και στους στίχους της. Μάλιστα πριν ξεκινήσει την τελευταία τουρνέ της είχε συμβουλευτεί έναν μάντη, ο οποίος της είπε να γράψει σε ένα χαρτί τέσσερις ερωτήσεις και να αφήσει το υποσυνείδητό της να της επεξεργαστεί. Η πρώτη ερώτηση ήταν: «Έχω φτιαχτεί γι’ αυτόν τον κόσμο»;
Παρά την εμμονή της με το νοσταλγικό και το φανταστικό, δεν δείχνει τόσο εύθραυστη ή ξωτικό όπως η Florence Welch. Δίνει την αίσθηση μιας γυναίκας που θέλει να βασανίζεται, να υποτάσσεται, να κάνει τον πόνο της ηδονή, να τον τραγουδάει και να γίνεται πολύ δυνατή μέσα από αυτή τη διαδικασία. Αν της τα έπαιρναν όλα αυτά, πιθανότατα να ένιωθε απολύτως κενή. Ο δυναμισμός που κερδίζει, φαίνεται ακόμη και στον τρόπο που δουλεύει με τους συνεργάτες της. Οι ίδιοι λένε ότι ξέρει πάντα τι θέλει ακόμα και όταν δεν έχει μία ολοκληρωμένη μελωδία στο μυαλό της. Ξέρει πού ακριβώς θέλει να πάει κάθε τραγούδι και μπορεί να το μεταδώσει στους μουσικούς πολύ εύκολα.
Δεν θα κρύψω ότι στη συναυλία που είχε δώσει στη χώρα μας με είχε απογοητεύσει λίγο. Περισσότερη ώρα είχε ασχοληθεί με το άναμμα των τσιγάρων της και τις φωτογραφίες με το κοινό των πρώτων σειρών, παρά με την ερμηνεία της, κατάφερε όμως να δημιουργήσει έστω και έτσι μια δική της ατμόσφαιρα και να μας βάλει όλους μέσα εκεί και αυτό είναι κάτι που λίγοι καταφέρνουν επάνω σε μία τόσο μεγάλη σκηνή. Ιδίως χωρίς χορευτικά-up lifting hits. Το νέο άλμπουμ μπορεί να ακούγεται μονότονο στο σύνολό του (με δύο-τρεις εξαιρέσεις) αλλά από την άλλη δείχνει ότι παραμένει πιστή στο στυλ της νωχελικής ντίβας και δεν καταφεύγει σε εύκολα, μπιτάτα, χιτάκια. Γιατί να αφήσει τον θρόνο της άλλωστε; Χαζή σίγουρα δεν είναι και αυτό έχει φανεί τα τελευταία χρόνια.
Το «Sad Girl» έχει ένα μπλουζ χρώμα, το «Brooklyn Baby» τη βοηθάει στις ψηλές κορώνες, το «Old Money» με μία από τις πιο γλυκές μελωδίες που έχω ακούσει ποτέ, θα μπορούσε όντως να έχει γραφτεί 40 χρόνια πριν. Ο καθένας θα ανακαλύψει έστω και έναν προσωπικό πόνο μέσα σε κάποιο track. Ένα μόνο θα πω λοιπόν τελευταίο και θα φύγω. Θα κλάψει κοσμάκης αυτό το καλοκαίρι: «All the pretty stars shine for you my love, am I the girl that you dream of? …I’ll wait for you babe, it’s all I do babe, don’t come through babe, you never do. ‘Cause I’m pretty when I cry, I’m pretty when I cry». Κλάμα λέμε babe.