Ένα παιδί που μεγαλώνει παρακολουθώντας τον πατέρα του να θυσιάζει ζώα για να σώσει την άρρωστη μητέρα του. Ένα αλλόκοτο ζευγάρι δολοφόνων που δολοφονεί τους μοναχικούς ταξιδιώτες στους πελώριους αυτοκινητόδρομους των μεσοδυτικών πολιτειών. Κι ανάμεσα τους μπλέκονται ένας διεφθαρμένος σερίφης, δύο περιπλανώμενοι ιεροκήρυκες και μία θρησκόληπτη κοπέλα. Το πρώτο μυθιστόρημα του Ντόναλτ Ρέι Πόλοκ είναι ένα μωσαϊκό από άγριες ιστορίες που εκτυλίσσονται στη μεταπολεμική Αμερική όπου η κουλτούρα της βίας συναντάει τον θρησκευτικό φανατισμό και τη σεξουαλική διαστροφή.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και ο Ντόναλτ Ρέι Πόλοκ, ο βιομηχανικός εργάτης που έγινε συγγραφέας, μου είχε μιλήσει για όσα κρύβονται πίσω από τις αιματοβαμμένες σελίδες του.
«Όταν ξεκίνησα να το γράφω αποφάσισα ότι οι πρωταγωνιστές μου θα ήταν το ζευγάρι των serial killers» είχε πει στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. «Στην πορεία όμως διαπίστωσα πως χρειαζόμουν και κάποιον άλλον στη πλοκή που θα μπορούσε να αντιταχθεί στη διαβολική τους φύση. Έτσι επινόησα το βασανισμένο αγόρι, τον Έρβιν. Καθώς έγραφα το βιβλίο εμφανίστηκαν στα χειρόγραφα και κάποιοι άλλοι χαρακτήρες και αποφάσισα να κρατήσω τους πιο ενδιαφέροντες. Δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου όταν το έγραφα. Απλά ήθελα να γράψω ένα βιβλίο με πολλή δράση. Το γεγονός ότι κατέληξε να γίνει ένα σχόλιο για τη σύγχρονη Αμερική ήταν πέρα από κάθε φιλοδοξία μου».
Η ιστορία του εξελίσσεται σε ένα εφιαλτικό τοπίο που ξεχειλίζει από αίμα, σφαγμένα ζώα, βίαιους καβγάδες και τελετουργικούς φόνους. «Άλλες ιστορίες τις βγάζω από το μυαλό μου, άλλες τις άκουσα κάπου, τις διάβασα στην εφημερίδα ή είδα κάτι στη τηλεόραση» εξηγεί ο Πόλοκ. «Το μέρος που μεγάλωσα στο Οχάιο έχει τη φήμη μίας βίαιης περιοχής και έχω γίνει μάρτυρας σε αρκετούς καβγάδες με γροθιές και ένα δυό μαχαιρώματα. Τώρα πια έχουν σταματήσει, απλά πυροβολούν ο ένας τον άλλον.»
Το μυθιστόρημα του Πόλοκ διαδραματίζεται την περίοδο της μεταπολεμικής ύφεσης στις ΗΠΑ, μία εποχή που έχει πολλά κοινά με αυτήν της τωρινής οικονομικής κρίσης. «Τώρα στο νοτιοδυτικό Οχάιο η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από την εποχή που περιγράφω, τα χρόνια μετά τον πόλεμο μέχρι το 1965. Υπάρχει μία τεράστια εξάπλωση της πρέζας και αν τη συνδυάσεις με την αυξανόμενη ανεργία, τη διάλυση της οικογένειας, τη μανία με τα όπλα, τη ανεξέλεγκτη χρήση της τεχνολογίας και μία αναποτελεσματική κυβέρνηση τότε η κατάσταση καταντάει δυσοίωνη και τρομακτική. Και θα γίνεται ολοένα και χειρότερη. Μου λένε συχνά πως η γραφή μου είναι ωμή και βίαιη αλλά ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ πιο απειλητικός».
«Οι δικοί μου χαρακτήρες είναι χριστιανοί φονταμενταλιστές, πιστεύουν κυριολεκτικά σε όσα λέει η Βίβλος και ειδικά η Παλαιά Διαθήκη η οποία σε κάποια σημεία είναι ένα κείμενο εξαιρετικά διαστροφικό.»
Η βάση του είναι μία περιοχή που θεωρείται το άντρο της θρησκόληπτης ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. «Για μένα το Οχάιο και ειδικά το νότιο μέρος του είναι το μόνο μέρος που γνωρίζω καλά ώστε να μπορώ να γράψω για τους ανθρώπους του. Ταξίδεψα λίγο ως νέος αλλά ποτέ δεν έζησα κάπου αλλού. Μεγάλωσα σε μία μικρή πόλη,ψτο Νόκεμστιφ, και ακόμα ζω λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από εκεί. Δεν θα μπορούσα να γράψω για μία άλλη πόλη όπως τη Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες ή και το Παρίσι. Άλλωστε υπάρχουν ήδη συγγραφείς που το κάνουν πολύ καλύτερα».
Είναι και η θρησκεία που παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή από τις θυσίες των ζώων μέχρι τα παραληρηματικά κηρύγματα από τους αυτόκλητους ιεροκήρυκες. «Η θρησκεία είναι καθοριστική για τους ηρωές μου. Και φυσικά συμβαδίζει με τη βία. Αρκεί να ρίξεις μία ματιά στις ειδήσεις για να πειστείς. Όπως είναι λογικό οι δικοί μου χαρακτήρες είναι χριστιανοί φονταμενταλιστές, πιστεύουν κυριολεκτικά σε όσα λέει η Βίβλος και ειδικά η Παλαιά Διαθήκη η οποία σε κάποια σημεία είναι ένα κείμενο εξαιρετικά διαστροφικό. Προσωπικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου θρησκευόμενο, απλώς κάποιες Κυριακές πάω σε μία επισκοπική εκκλησία. Όμως ζηλεύω τους αληθινούς πιστούς και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι ήρωες μου πιστεύουν στο Θεό και τη θεία δίκη».
https://www.youtube.com/watch?v=WiLXe3ejLjg
Ο Ντόναλτ Ρέι Πόλοκ δεν ανήκει στη κάστα των επαγγελματιών συγγραφέων. Είναι ένας πρώην βιομηχανικός εργάτης που αποφάσισε να διηγηθεί κάποιες ιστορίες με οδηγούς συγγραφείς τους αμερικάνικου Νότου, όπως τον Γουίλιαμ Φόκνερ και τον Τζόρτζ Σίνγκλετον, άλλα και τους κλασικούς σαν τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τον Τζον Τσίβερ. «Ξεκίνησα να μάθω πώς να γράφω στα σαράντα πέντε μου χρόνια. Για πέντε χρόνια έγραφα μόνο τα απογεύματα ώσπου μία μέρα παραιτήθηκα από το εργοστάσιο χαρτοποιίας όπου δούλευα και γράφτηκα στα μαθήματα δημιουργικής γραφής του κολεγίου. Ενώ ήμουν ακόμα φοιτητής ένας εκδοτικός οίκος δημοσίευσε μία συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο Knockemstiff -το όνομα της πόλης που γεννήθηκα- και έτσι ξεκίνησα. Όσο κι αν το απεχθάνομαι πρέπει να παραδεχθώ ότι η απόφαση μου να γίνω συγγραφέας ήταν λίγο-πολύ αποτέλεσμα μίας κρίσης της μέσης ηλικίας. Παράτησα το σχολείο στα δεκαεπτά μου, δούλεψα για εικοσιοχτώ χρόνια σε εργοστάσια, οπότε αποφάσισα ότι ήθελα να κάνω κάτι άλλο στην υπόλοιπη ζωή μου. Ή τουλάχιστον να κάνω μια ακόμα προσπάθεια πριν καταλήξω στο αναπηρικό καροτσάκι σε κάποιο γηροκομείο».