Το “Fuck The Police” ακούγεται στη διαπασών καθώς μία λιμουζίνα διασχίζει ξημερώματα τους έρημους δρόμους του Μανχάταν. Οι επιβάτες ντυμένοι με ακριβά κουστούμια, τραγουδάνε παράφωνα τους στίχους των N.W.A μαστουρωμένοι με κόκα που την ξέπλυναν με τόνους σαμπάνιας. Είναι οι βασιλιάδες της πόλης, οι άντρες της Ειδκής Μονάδας Δράσης του Βόρειου Μανχάταν και επιστρέφουν από μία οργιώδη νύχτα που περιελάμβανε γκουρμέ δείπνο, πόρνες πολυτελείας και ξενύχτι στα μοδάτα κλαμπ.
Η Μονάδα, το μυθιστόρημα του Ντον Γουίνσλοου είναι η ιστορία μίας συμμορίας διαφορετικής από τις υπόλοιπες που λυμαίνονται το Χάρλεμ. Σε ένα σκηνικό που αλλάζει διαρκώς, καθώς η «κυριλοποίηση» της γειτονιάς προχωράει με άλματα, οι μπάτσοι της ειδικής μονάδας με επικεφαλής τον βετεράνο αρχιφύλακα Ντένι Μαλόουν είναι αυτοί που φροντίζουν την ασφάλεια των πολιτών. Είναι οι εξυπνότεροι, οι πιο σβέλτοι, οι πιο σκληροτράχηλοι. Και οι πιο διεφθαρμένοι.
Ο Γουίνσλοου στη «Μονάδα» έστησε ένα δυνατό νουάρ για τους μπάτσους. Όχι όμως για τους φτωχομπινέδες που φοράνε στολή, στριμώχνονται στα περιπολικά, απαιτούν τζάμπα καφέ και σάντουιτς και δέρνουν βαποράκια στη γωνιά του δρόμου. Αλλά για την ελίτ του σώματος, τους πραγματικά σκληρούς μπάτσους. Όσους είναι αληθινοί άρχοντες των δρόμων, δέχονται χάρες και μοιράζουν τη προστασία τους όπως μοιράζουν γαλοπούλες την Μέρα των Ευχαριστιών. Είναι άτρωτοι γιατί στο δρόμο φέρονται σαν νταήδες αλλά στα γραφεία γνωρίζουν πως να ελίσσονται ανάμεσα στους πολιτικάντηδες και τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους.
O Γουίνσλοου έγραψε για τον ακήρυχτο πόλεμο στις μητροπόλεις, όπου ο εχθρός δεν είναι ποτέ ξεκάθαρος, ο σύμμαχος σε πυροβολεί πισώπλατα, σε ένα διαστροφικό παιχνίδι όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων.
«Για να πιάσεις τους λύκους πρέπει να είσαι λύκος» έλεγε ο Ντένζελ Ουάσιγκτον στον νεοσύλλεκτο Ίθαν Χοκ στην «Ημέρα Εκπαίδευσης». Mε τέτοια λύσσα που θυμίζει κοπάδι λύκων, ρίχνονται και αυτοί οι μπάτσοι στη μάχη. Οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, σπάνε πόρτες, πυροβολούν -και συχνά σκοτώνουν- υπόπτους, κλεβουν πρέζα και φράγκα, θάβουν στοιχεία, δωροδοκούν χαφιέδες, εκβιάζουν πρεζάκια, νταραβερίζονται με δικηγόρους και εισαγγελείς για να αποσπάσουν περισσότερο χρήμα και φροντίζουν τις οικογένειες όσων κολλητών τους πέφτουν στο καθήκον.
Όπως λέει ο συγγραφεας ήθελε να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα, κάτι σαν την ιστορία του Σέρπικο, από την εποχή που ήταν ιδιωτικός ερευνητής και τριγυρνούσε στη Τάιμς Σκουέαρ, ανάμεσα στις πόρνες, τα πρεζάκια, τους πορτοφολάδες, τους μαχαιροβγάλτες και τους άστεγους. Ύστερα μετακόμισε στη Καλιφόρνια έγραψε μυθιστορήματα όπως το «Savages», που γυρίστηκε ταινία από τον Όλιβερ Στόουν και το «Καρτέλ» για το εμπόριο ναρκωτκών στα σύνορα ΗΠΑ- Μεξικού.
Και ενώ όλοι περίμεναν τη επιστροφή του με μία ακόμα αιματοβαμμένη σάγκα για τους ναρκεμπόρους, γύρισε σε μία Νέα Υόρκη που είχε αρχίσει να μετράει θύματα -κυρίως νεαρούς μαύρους- από μία αστυνομία που δρούσε με προφανή ρατσιστικά στερεότυπα. Το έγραψε το 2017 όταν ο Τραμπ ανέβηκε στην εξουσία και οι μπάτσοι είχαν αφηνιάσει. Οπότε και ο Γουίνσλοου έγραψε για τον ακήρυχτο πόλεμο στις μητροπόλεις, όπου ο εχθρός δεν είναι ποτέ ξεκάθαρος, ο σύμμαχος σε πυροβολεί πισώπλατα, σε ένα διαστροφικό παιχνίδι όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων.
Κατά περίεργο τρόπο ο Γουίνσλοου λέει ότι συμπαθεί τους μπάτσους. Ότι καταλαβαίνει πόσο παράλογο είναι να είσαι μπάτσος στη Νέα Υόρκη και να φοβάσαι να παραγγείλεις ένα σάντουιτς μήπως φας μαζί και τα σάλια του πωλητή. Να περιπολείς στο Χάρλεμ και οι μαύροι που έχουν απομείνει στη περιοχή, να σου κάνουν κωλοδάχτυλο. Να παίρνεις έναν πενιχρό μισθό και να κοιτάς καχύποπτα τον συνάδελφο που φαίνεται μπλεγμένος σε βρώμικες υποθέσεις.
Αλλά δεν ηθικολογεί. Η δουλειά του είναι να γράψει μια ιστορία για την άνοδο και την ήττα κάποιων κακών παιδιών. Όπως όλοι οι κυνικοί και αλαζόνες βασιλιάδες, οι διάσημοι μπάτσοι θα ηττηθούν από την ίδια τους τη ματαιοδοξία. Το σύστημα που τους ανέδειξε θα θυσιάσει τους πιο προβεβλημένους για να αποδείξει τη δική του ηθική ακεραιότητα. Και οι ξεπεσμένοι αριστοκράτες με τα Armani θα γίνουν τα εξιλαστήρια θύματα μιάς αξιοκαταφρόνητης κάστας μπράβων με στολή που συνεχίζουν να δρούν ατιμώρητα στους δρόμους.