Αν δεν επισκεφτείς το Κάσελ κατά τη διάρκεια των “εκατό ημερών” όταν συντελείται ανά πενταετία εδώ και εξήντα χρόνια η documenta, τίποτα σχεδόν στην απολιθωμένη και μουντή κωμόπολη της Έσσης δε μαρτυρά οτι υπάρχουν καιροί που το μέρος κατακλύζεται από διάσημους καλλιτέχνες και ακόμα πιο διάσημους επισκέπτες (ανεπίσημος γκεστ σταρ της πιο πρόσφατης έκθεσης, δυόμισι χρόνια πριν, ήταν ο Μπραντ Πιτ με το πολύ διακριτικό, όπως μας είπαν, entourage του). Κάποια έργα από προηγούμενες διοργανώσεις έχουν μείνει ως μόνιμα εκθέματα σε δημόσιους χώρους της πόλης – στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό ή στην Friedrichsplatz, την κεντρική πλατεία μπροστά από το Μουσείο Fridericaneum (εκεί που ο Γιόζεφ Μπόις φύτεψε την πρώτη από τις «7.000 βελανιδιές» στο φιλόδοξο πρότζεκτ του για την “πράσινη” ανάπλαση της πόλης στην documenta 7 του 1982) που υπήρξε ανέκαθεν το επίσημο ‘κέντρο επιχειρήσεων’ της documenta – αλλά μοιάζουν κάπως με στοιχειωμένα μνημεία κάτι σπουδαίου και φιλόδοξου που διεκόπη. Αυτά που φαίνονται δηλαδή, γιατί υπάρχουν και κάποια – εννοιακής και μη σύλληψης – που θα πρέπει να στα υποδείξει ο ειδικός ξεναγός στα πλαίσια ενός ιδιότυπου κυνηγιού πολύτιμων καλλιτεχνικών θησαυρών στο κέντρο και το μεγάλο πάρκο της πόλης. Ισοπεδωμένο από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, και ανοικοδομημένο μεταπολεμικά σε συνθήκες ‘επείγουσας αρχιτεκτονικής’, η κωμόπολη που γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν οι αδελφοί Γκριμ, δεν διαθέτει ούτε κάν το κλονισμένο (πριν το ναζισμό, πριν τον 20ο αιώνα ακόμα) μεγαλείο που συναντά κανείς σε άλλα μέρη της Γερμανίας.
Διαθέτει όμως την documenta που, εξήντα σχεδόν χρόνια από την ίδρυση της το 1955, παραμένει κεντρικός σεισμογράφος των δονήσεων που προκαλεί ή δεν προκαλεί η σύγχρονη τέχνη (επαναθετόντας κάθε φορά το ερώτημα ‘τι είναι σύγχρονη τέχνη’ αλλά επίσης και ‘τι είναι σύγχρονο’ γενικά, ειδικά σε εποχές περιδίνησης και εσωστρέφειας), αλλά και των όποιων προσδοκιών έχει το κοινό από αυτή. Ίσως να μην είναι τόσο διάσημη στο ευρύ κοινό όσο η Μπιενάλε της Βενετίας με τα εθνικά περίπτερα – η μοναδική εκδήλωση σύγχρονης τέχνης με την οποία μπορεί να συγκριθεί σε εύρος και σημασία – το ειδικό βάρος της documenta όμως θεωρείται μεγαλύτερο. Είναι αδύνατο συνεπώς να υπερεκτιμηθεί η σημασία αυτής της πρωτοφανούς για την έκθεση ‘μετατόπισης’ που ανακοινώθηκε πριν μερικές μέρες στην παρουσίαση της ερχόμενης documenta, η οποία θα διεξαχθεί, παράλληλα με το μικρό και μακάριο Κάσσελ, στην χαώδη και έντονα φορτισμένη Αθήνα.
Άνταμ Σίμτσεκ, «ένας επιμελητής – ροκ σταρ»
Η ευθύνη της ριζοσπαστικής αυτής απόφασης (υποθέτει κανείς οτι θα υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις από τοπικούς και εθνικούς φορείς στη Γερμανία, αν και κάτι τέτοιο δεν καταγράφηκε κατά την παρουσίαση) ανήκει στο νέο καλλιτεχνικό διευθυντή της documenta (ο κάτοχος της θέσης αλλάζει κάθε φορά), τον 44χρονο Πολωνό Άνταμ Σίμτσικ, έναν “ροκ σταρ ανάμεσα στους επιμελητές” όπως είχε χαρακτηριστεί από τους New York Times σε σχετικό προφίλ πριν από τρία χρόνια, όταν ακόμα ήταν διευθυντής της Kunsthalle Basel στην Ελβετία. Πράγματι, κι από κοντά ο Άνταμ Σίμτσικ, βγάζει αυτή την cool εσάνς ενός ψιλόλιγνου σταρ που δεν έχει εγκαταλείψει τις μέτα – πανκ αισθητικές αγωνίες που ένιωθε όταν μικρός γοητεύτηκε από την dada αντίληψη και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην πρωτοποριακή προσέγγιση της καλλιτεχνικής παραγωγής, αναζητώντας διαρκώς νέες ιδέες και γκρίζες ζώνες.
Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος του για την έκθεση του 2017, που θα μοιραστεί μεταξύ Κάσελ και Αθήνας, επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, «η ζωή είναι αλλού» πλέον: To πρωταρχικό – αλλά και το πιο σημαντικό τελικά – κομμάτι κάθε νέας προσέγγισης στην documenta συνίσταται στην επίλυση του εξής ζητήματος: πώς να γεμίσεις το δοχείο με περιεχόμενο που να αντιπροσωπεύει μια διορατική απόκριση στην τρέχουσα κατάσταση των τεχνών, εκφράζοντας έτσι ένα ουσιαστικό σχολιασμό της σύχρονης κουλτούρας, κοινωνίας και πολιτικής – συγκρίσιμο μ’ αυτόν της πρώτης documenta. Η documenta δημιουργήθηκε από την αίσθηση πολιτισμικού επείγοντος που πλανιόταν στη μεταπολεμική Γερμανία, μια δεκαετία μετά την πτώση του Ναζισμού. Πιστεύω οτι αυτή η αίσθηση του κρίσιμου και του επείγοντος που αποτελεί το υπόβαθρο μιας πρωτοποριακής έκθεσης που φιλοδοξεί να είναι μοχλός αλλαγών – αλλά και μέσο δόμησης τόσο μιας εθνικής όσο και μιας διεθνούς κοινότητας με τη βοήθεια μιας αισθητικής και διανοητικής εμπειρίας – πρέπει να αναζωπυρωθεί… Παρατηρώντας την ιστορική εξέλιξη της έκθεσης, κατέληξα στο συμπέρασμα οτι ο ρόλος του οικοδεσπότη, όσο γενναιοδώρος κι αν είναι, δεν είναι αρκετός. Ο ρόλος του οικοδεσπότη καθίσταται ιδεολογικά δύσκολος να συντηρηθεί αν αυτός δεν τολμά να οικειοποιηθεί και το ρόλο του φιλοξενούμενου, εγκαταλείποντας επιτέλους το σπίτι του.
«Η Αθήνα ενσαρκώνει το αβέβαιο μέλλον της Δυτικοευρωπαικής δημοκρατίας»
Να εγκαταλείψει το σπιτάκι του στο λιβάδι και να έρθει στην urban χοάνη εν μέσω κρίσης και κοινωνικής αποσύνθεσης; Προφανώς αυτό είναι το ζητούμενο (έστω και μεταφορικά), και τιμή μας, αλλά γιατί ακριβώς στην Αθήνα; Σύμφωνα με το κείμενο παρουσίασης της πρότασης από τον Σίμτσεκ, «η πόλη βρίσκεται στο κομμάτι εκείνο της Ευρώπης που μοιάζει να αποτελεί παραδειγματικό μοντέλο των συχνά ακραία βίαιων αντιθέσεων και των εύθραυστων ελπίδων και φόβων, που δεν μπορούν να απορριφθούν ως εσωτερικό πρόβλημα της Ελλάδας ή κάποιας άλλης ευάλωτης σύγχρονης δημοκρατίας. Η Αθήνα ενσαρκώνει το αβέβαιο μέλλον της Δυτικοευρωπαικής δημοκρατίας εν γένει σ’ ένα κόσμο που βιώνει δραματικά την απώλεια σταθερών σημείων αναφοράς. Η αποκαλούμενη ‘Ελληνικη κρίση’ καθιστά την Αθήνα ίσως την πιο παραγωγική τοποθεσία για να σκεφτούμε το μέλλον, τώρα.»
Ελπίδα του Σίμτσεκ είναι να δομηθεί, με βάση την επερχόμενη documenta, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καλλιτεχνικής παραγωγής, μακροβιότερο από την ίδια την έκθεση… «Από τις συζητήσεις που έχω κάνει τα τρία τελευταία χρόνια στην Αθήνα – με καλλιτέχνες, επιμελητές αλλά και με ανθρώπους εκτός εικαστικών κύκλων – διαισθάνομαι οτι εκτός από την αγωνία και την απογόητευση που προκαλούν οι απολιθωμένες δομές γραφειοκρατίας στο χώρο του πολιτισμού, υπάρχει και η ελπίδα και η προσμονή για πραγματικές, ουσιαστικές αλλαγές. Προσωπικά επιθυμώ να εκφράσω την ανάγκη να συνυπάρξουν άτομα και φορείς σε μια διαδικασία που θα φέρει ουσιαστικές αλλαγές και αποτέλεσμα με προοπτική, τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους συμετέχοντες στην έκθεση, επιδρώντας στη “ζωή τους μετά την εμπειρία της documenta.»
Προς το παρόν, στην Αθήνα, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ακόμα να ανοίξει, ενώ όπως είπε και κάποιος συνάδελφος στο Κάσελ «μέχρι το ’17 μπορεί να έχουν γίνει τρεις εκλογές και ποιος ξέρει τι άλλο…”. Το βέβαιο είναι ότι η ατμόσφαιρα καλύπτει σίγουρα τα κριτήρια που έχουν τεθεί για την έκθεση περί “επείγοντος και αναγκαίου”. Τα δύομισι χρόνια που απομένουν ως τα επίσημα εγκαίνια της documenta 14 στην Αθήνα, μοιάζουν με αιωνιότητα αν μετρηθούν με χρονικές μονάδες κρίσης. Αναμένουμε όλοι με πολύ ενδιαφέρον.