«Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1960 και οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο. Με συγκίνησε που πολλοί αγαπημένοι συμμαθητές από εκεί, και ο αγαπημένος μου καθηγητής ακόμα, ήρθαν στην πρώτη μου έκθεση, η οποία έγινε  χάρη στην καλή διάθεση του φίλου κυρίου Λούβρου που έχει το Booze. Ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου: είχα να τους δω 40 χρόνια!»

Ο Δημήτρης Κουμανιώτης μοιάζει να έχει τρακ, αν και κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα και καπνίζει σαν φουγάρο, σβήνοντας τα τσιγάρα του πολύ πριν φθάσουν στο τέλος τους. Προσφέρει λικέρ για να ζεσταθούμε και μέσα στην κουζίνα βράζει μυρωδάτος γαλλικός καφές. Μια βραδιά ξεκινά με τις καλύτερες προϋποθέσεις: ένας καλλιτέχνης, η επί χρόνια αγαπημένη του Μαίρη, τέσσερις γάτες, το γρέζι του Νικ Ντρέικ από το πικ απ. Όλα αυτά μες στο σαλόνι ενός σπιτιού που όμοιό του δεν πρέπει να υπάρχει πουθενά, γιατί αυτό εδώ μοιάζει με μουσείο και με ταινία animation μαζί.

Η πρώτη ζωγραφιά του Δημήτρη Κουμανιώτη.

Η πρώτη ζωγραφιά του Δημήτρη Κουμανιώτη.

Φλογέρες γύρω από μια γυμνή Barbie.

Φλογέρες γύρω από μια γυμνή Barbie.

Η αυθεντική υπογραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Η αυθεντική υπογραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Μερικοί διαβαστεροί ίσως να είχανε προσέξει το όνομα του Δημήτρης Κουμανιώτη ως μεταφραστή σε τρία βιβλία των εκδόσεων Απόπειρα. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος που μετέφρασε μαζί με το φίλο του Νίκο Ρέγκα William Burroughs (Το σοκάκι των ανεμοστρόβιλων, Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας), αλλά και Paul Bowles (Ο Σκορπιός και άλλα διηγήματα) ξεκίνησε πριν εννιά χρόνια να δουλεύει πάνω στην τέχνη του ψηφιακού κολλάζ. Όσοι τυχεροί είδαν την έκθεσή του, δεν απόλαυσαν παρά ένα μέρος της δουλειάς του, την εικαστική ενότητα «Make My Night», αφιερωμένη στην underground βασίλισσα Lydia Lunch.

«Η ίδια η Lydia είδε και ενέκρινε τις εικόνες της έκθεσης, μάλιστα μου είπε και συγχαρητήρια όταν έμαθε πως πήγε καλά. Κρατάμε επικοινωνία μέσω e-mail. Είχα τη χαρά να τη δω σε τέσσερις συναυλίες της. Με ενθαρρύνει και με στηρίζει από μακριά.»

Όσο μιλάει, θυμάμαι πως το καλλιτεχνικό του όνομα, όπως το αναφέρει και στο blog του, είναι Dim Meat Trees (αχνά κρεατόδεντρα). Είναι σαφές το λογοπαίγνιο με το όνομά του, αλλά και ο λεπτός του χειρισμός της αγγλικής γλώσσας.

Αυτόγραφο της Τσιτσιολίνα.

Αυτόγραφο της Τσιτσιολίνα.

Αυτόγραφο του Nick Cave.

Αυτόγραφο του Nick Cave.

«Διαβάζω κυρίως στα αγγλικά. Και ταινίες ξένες επίσης, με έμφαση στις ασπρόμαυρες, βουβές. Η αγαπημένη μου μουσική είναι η πανκ και, γενικά είμαι εξοικειωμένος με τους…  αμερικάνικους ήχους. Ίσως είναι παράξενο, αλλά έτσι ανατράφηκα: με τα κόμικ, τις ξένες τηλεοπτικές σειρές, τα αναγνώσματα τα ξενόγλωσσα, ιδίως τα επιστημονικής φαντασίας. Αγαπώ, επίσης, τις ασπρόμαυρες, βουβές ταινίες. Η πρώτη μου ζωγραφιά, κανονική ζωγραφιά και με το νόμο εννοώ, όχι παιδικό σκίτσο, ήταν ο Χοντρός, το ταίρι του Λιγνού. Τον τοποθέτησα στην Κόλαση βάζοντας κόκκινο χρώμα στο φόντο. Από πάντα  συμπαθούσα τους ευτραφείς ανθρώπους!»

Η Μαίρη Λαβράνου, μερακλού μουσαφίρισσα καθώς είναι, φέρνει ένα κουτί με κωκ και, μαζί, τα ντοσιέ με τα έργα του συντρόφου της που, ακόμα, δεν έχουν δει το φως. Όσο τρώμε και ξεφυλλίζουμε, ο Δημήτρης Κουμανιώτης επιχειρεί να εξηγήσει τι είναι αυτό που κάνει.

«Σπούδασα μαθηματικά και μετά πληροφορική, πράγματα φαινομενικά άσχετα με τις καλλιτεχνικές μου τάσεις. Βέβαια, όνειρό μου ήταν να μπω στην Αρχιτεκτονική, αλλά δεν τα κατάφερα. Πάντα μου άρεσε το γραμμικό σχέδιο και η λεπτομέρεια που το διέπει. Μου αρέσουν κάπου κάπου και οι κακοτεχνίες. Χρειάζεται να τις σκίζεις, να τις δείχνεις και να ακούς τα σχόλια ανθρώπων που αληθινά εμπιστεύεσαι ή και να τις κρύβεις στο συρτάρι για να τις συγκρίνεις με τις καλύτερες δουλειές.

16.

«Είμαι Κριός στο ζώδιο, εκρηκτικά αυθόρμητος και παρορμητικός. Κάποιες φορές, η Μαίρη ίσως...παιδεύεται κοντά μου. Ευτυχώς, είναι πολύ αυστηρή μαζί μου και αυτό μου αρέσει, το θέλω και το χρειάζομαι, γιατί με θεωρώ λιγάκι αφελή.» Η Μαίρη Λαβράνου είναι συντηρήτρια έργων τέχνης και θεωρεί πως ο σύντροφός της έχει τη στόφα του μεγάλου καλλιτέχνη.

«Είμαι Κριός στο ζώδιο, εκρηκτικά αυθόρμητος και παρορμητικός. Κάποιες φορές, η Μαίρη ίσως…παιδεύεται κοντά μου. Ευτυχώς, είναι πολύ αυστηρή μαζί μου και αυτό μου αρέσει, το θέλω και το χρειάζομαι, γιατί με θεωρώ λιγάκι αφελή.» Η Μαίρη Λαβράνου είναι συντηρήτρια έργων τέχνης και θεωρεί πως ο σύντροφός της έχει τη στόφα του μεγάλου καλλιτέχνη.

13.

Προσωπικά, με εμπνέουν τα ζώα της θάλασσας και τα έντομα. Μου αρέσει πολύ να συνδυάζω τεράστια και κάπως τρομακτικά έντομα με τοπία της πόλης, που έχω τραβήξει ο ίδιος. Μου αρέσει η εξωτερική εμφάνιση των εντόμων: τα πολλά πόδια, οι αρθρώσεις τους… Θα μπορούσε να έχει διωχθεί το ανθρώπινο γένος από τις πόλεις, τις οποίες πλέον θα καταλάβουν μεταλλαγμένα, γιγάντια έντομα. Ίσως αυτό να είναι μια από τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα κολλάζ μου. 

Διασκεδάζω πάρα πολύ φτιάχνοντας κάτι, περνάω καλά. Αν έβλεπα ότι με πείραζε και με στενοχωρούσε αυτό που κάνω, όπως λένε διάφοροι καλλιτέχνες ότι βασανίζονται ας πούμε για χάρη της τέχνης τους, θα το σταμάταγα. Αισθάνομαι ένας χαρούμενος και ήρεμος άνθρωπος: η προσωπική μου ζωή είναι αρμονική, δεν θεωρώ, λοιπόν, την τέχνη μου σαν έναν τρόπο να ξεχαστώ ή να ξεσπάσω από μια προσωπική μου φουρτούνα. Παρά το γεγονός, βέβαια, ότι τα έργα μου δημιουργούνται με συναισθήματα χαράς, δε νομίζω ότι αυτοί που τα βλέπουν νιώθουν το ίδιο.

Η ιδέα πίσω από όλα αυτά που δημιουργώ είναι να φτιάξω μια αληθοφανή μη πραγματικότητα, έναν δικό μου κόσμο εικόνων και συμβόλων. Αυτό που με ικανοποιεί είναι κάποιος που βλέπει κάτι δικό μου να σκεφτεί μια ιστορία πίσω από την εικόνα, την οποία δεν έχω σκεφτεί εγώ. Είναι πολύ ευχάριστο για μένα, οι εικόνες μου, τα κολλάζ μου να λειτουργούν σαν ερεθίσματα για σκέψη και φαντασία. Το μόνο που κάνω από μεριάς μου για να εξηγώ τι απεικονίζει το κάθε τι που έχω φτιάξει είναι να θέτω έναν τίτλο σαφή και περιεκτικό. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να εκθέσω ξανά την δουλειά μου στο προσεχές διάστημα, η αλήθεια είναι πως έχω άφθονο υλικό. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω από πόρτα σε πόρτα με ένα portfolio και να ζητώ να προσέξουν τα έργα μου. Βέβαια, έχω στείλει mail πολλά, τα οποία, κατά βάση, έχουν μείνει αναπάντητα.»

17.

Ένας εκ των τεσσάρων γάτων, μπροστά από ένα κουτί με τους RAMONES σε μινιατούρες.

Ένας εκ των τεσσάρων γάτων, μπροστά από ένα κουτί με τους RAMONES σε μινιατούρες.

Μέσα στα ντοσιέ που χαζεύουμε βρίσκονται πράγματα και θαύματα, απέναντι στα οποία ο Δημήτρης Κουμανιώτης είναι σιωπηλός και σιβυλλικός. Επιμένει να αποζητά την ερμηνεία του αποδέκτη. Ρετρό γυναικείες φιγούρες πίσω από παραθυρόφυλλα, γυναικεία παπούτσια πεταμένα στο δρόμο, τριαντάφυλλα φτιαγμένα από φωτογραφίες αυτοκινήτων: ένα σύμπαν ουτοπικό ή και δυστοπικό, φτιαγμένο μέσα από την επεξεργασία και την ανασύνθεση των εικόνων. Η τέχνη του Δημήτρη Κουμανιώτη είναι σουρεάλ: με τη συνδρομή των εργαλείων της ψηφιακής τεχνολογίας, ο Κύριος «Αχνά Κρεατόδεντρα» κλείνει το μάτι σε μια άλλη όψη της αλήθειας, μια όψη άλλοτε τρομακτική, άλλοτε χιουμοριστική, σχεδόν πάντοτε, όμως, ενδιαφέρουσα.

Το πιο ενδιαφέρον ίσως είναι ότι στο σύμπαν αυτού του ανθρώπου δεν κυριαρχεί μόνο η δημιουργικότητα, αλλά και ένα άλλο πάθος, που ενδεχομένως και να την τροφοδοτεί: αυτό του συλλέκτη.

«Σαν την καρακάξα, ό,τι γυαλίσει στο μάτι μου το θέλω και το παίρνω. Ή μάλλον… όχι καρακάξα, καλύτερα συλλεκτοκάνθαρος, γιατί αυτό είμαι: ένα σκαθάρι που συλλέγει. Από μικρό παιδί μάζευα τα πράγματα που μου άρεσαν. Ρωτούσε η μητέρα μου να μάθει και να καταλάβει γιατί φορτώνω το δωμάτιό μου με πράγματα, παλιατζούρες και ψιλολόγια. Για κανέναν άλλο λόγο, της απαντούσα, πέραν του ότι με ευχαριστούσε εξαιρετικά να τα βλέπω. Και ακόμα, φυσικά, ισχύει το ίδιο. Χαίρομαι να τα κοιτάζω!

Το πιάνο της μητέρας του Δημήτρη Κουμανιώτη είναι πια σιωπηλό.

Το πιάνο της μητέρας του Δημήτρη Κουμανιώτη είναι πια σιωπηλό.

14.

Είμαι ερωτευμένος με αυτόν τον παράδεισο στον οποίο έχω μετατρέψει το πατρικό μου σπίτι. Δεν μου αρέσει πολύ να βγαίνω έξω, αγαπώ τον χώρο μου. Τα ταξίδια, σκέψου, μου φέρνουν τρόμο. Μονό επειδή ήμουν αναγκασμένος να ταξιδέψω, ταξίδευα. Δεν μπορώ την ιδέα ότι γεμίζω μια βαλίτσα με πράγματα και αφήνω πίσω τους θησαυρούς μου. Ένα αγαπημένο ταξίδι, όμως, που έχω να θυμηθώ ήταν στο Μάντσεστερ, όπου σπούδαζε ο ανιψιός μου. Όλοι μου έλεγαν πως υπερβάλλω και πως δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, όμως εγώ ήμουν κατενθουσιασμένος. Ανακάλυψα, βεβαίως, και δισκοπωλεία… Οπότε, για ακόμα μια φορά γύρισα στη βάση μου με πραμάτεια. Σε λίγο καιρό, θα μας πνίξουν οι δίσκοι μες στο ίδιο μας το σπίτι. Έχω χιλιάδες από δαύτους, αγορασμένους και από το εξωτερικό και από την Ελλάδα. Λίγο λίγο και μανιωδώς, από το 1972. Είναι θαυμάσιο να τους ακούω από το πικ απ. Οι μέρες μου είναι γεμάτες μουσική. Όταν δουλεύω, πάντως, η μουσική χαμηλώνει. Το ίδιο συμβαίνει όταν διαβάζω ένα βιβλίο. Υποθέτω ότι η μουσική με απορροφά και δεν μπορώ να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό.

Όλα τα αντικείμενα που βλέπεις εδώ πέρα είναι συγκεντρωμένα με προσοχή και υπομονή. Άλλα αγορασμένα, άλλα χαρισμένα. Δεν κληρονόμησα από προγόνους κανέναν από όλους αυτούς τους μικρούς θησαυρούς. Ούτε, φυσικά έχω γνωρίσει από κοντά όλους αυτούς τους κυρίους και τις κυρίες που φιγουράρουν στο σπίτι παρέα με την υπογραφή τους. Κυρίως από υπαίθριες αγορές και  από το e-bay τα προμηθεύομαι όλα αυτά.

Φωτογραφικές μηχανές, γραβάτες, βιβλία…

Φωτογραφικές μηχανές, γραβάτες, βιβλία…

 Όμως, για μένα, έχουν ούτως ή άλλως μεγάλη αξία. Η πιο παλιά μου συλλογή είναι αυτή με τα ρολόγια. Έχω αδυναμία στα ρολόγια, ιδίως τα αντρικά τα οποία φορώ, φυσικά. Τα παλιά ρολόγια, όμως, έχουν ένα μειονέκτημα: κάποια στιγμή θα σταματήσουν και θα χρειαστεί να εμπιστευθείς έναν ρολογά που μπορεί και να στα καταστρέψει. Πάντα έλεγα πως τα ρολόγια είναι ζωντανά. Ζουν όσο διαρκεί η τροφή τους, που είναι το κούρδισμα. Το μοναδικό ρολόι της οικογένειάς μου, ένα του πατέρα μου, χωρίς λουρί δεν ζει πια: έσπασε από απροσεξία μου, πάνω σε ένα γατοπαιχνίδι. 

Η πιο πρόσφατη συλλογή είναι αυτή με τα αυτόγραφα, μερικά από τα οποία έχω κορνιζάρει. Αλλά έχω κι άλλες, δε θυμάμαι ούτε κι εγώ : καρτ ποστάλ παλιές με ηθοποιούς, υπογεγραμμένα βιβλία, φωτογραφικές μηχανές, δαχτυλίδια, χαβανέζικα πουκάμισα… 

Αυτό που υποθέτω πως με εμπνέει στα πάντα είναι η λεπτομέρεια. Ακόμα και στη λογοτεχνία, πάντα οι λεπτομέρειες με συγκινούν: η περιγραφή ενός δωματίου, ενός ντυσίματος κάποιου ήρωα… Δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ η πλοκή, ας πούμε. Αγαπημένο μου βιβλίο όλων των εποχών είναι η Βουή και το Πάθος του Ουίλιαμ Φώκνερ. Λατρεύω και τον Μπάροουζ, ο οποίος γράφει σα να κάνει κολλάζ. Εκτός από τις μεταφράσεις, έχω γράψει συγκεκριμένα και μετρημένα πράγματα. Γράφω όταν νιώθω πως έχω να πω κάτι. Το γράφω σε γρήγορο χρόνο και, μετά, φυσικά, το δουλεύω επιπλέον.»

Μικροί ετερόκλητοι θησαυροί.

Μικροί ετερόκλητοι θησαυροί.

Αγκαλιά με τα «7 θανάσιμα αμαρτήματα» του αγαπημένου του Burroughs, ένα βιβλίο κάθε ένα από τα αντίτυπα του οποίου είναι μοναδικό, καθώς ο συγγραφέας έχει σημαδέψει με βόλια.

Αγκαλιά με τα «7 θανάσιμα αμαρτήματα» του αγαπημένου του Burroughs, ένα βιβλίο κάθε ένα από τα αντίτυπα του οποίου είναι μοναδικό, καθώς ο συγγραφέας έχει σημαδέψει με βόλια.

Η Μαίρη θέλει να διαβάσουμε κάτι και ο Δημήτρης Κουμανιώτης φέρνει σχετικά απρόθυμα ένα κείμενο που, αφού έγραψε, της το αφιέρωσε την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2008, με τίτλο «Η κόλλα γόμα». Παραθέτω ένα απόσπασμα: 

«Είχα άλλωστε το βλέμμα κολλημένο στους δυο τεράστιους κάθετους ανεμιστήρες στην επενδυμένη με ξύλο ορθογώνια κολώνα απέναντι, προσπαθώντας να θυμηθώ αν ποτέ τους είχα πετύχει εν λειτουργία: να μια ηλεκτρική κουβέντα που θα ήθελα πραγματικά να παρακολουθήσω.»

Ξανά κι επίμονα, ακόμα και σε ένα του γραπτό κείμενο, τα υλικά πρωταγωνιστούν. Ο Δημήτρης Κουμανιώτης τα αγαπά όπως αγαπά ένα παιδί τα παιχνίδια του, γιατί ο ίδιος περισσότερο από άνθρωπος της ύλης, είναι άνθρωπος των ιδεών. Η τέχνη του, το σπίτι του και οι συλλογές του φλερτάρουν με το γκροτέσκο, χρειάζεται, όμως, μια ελαφρώς πιο προσεκτική ματιά και είναι αμέσως εμφανές ότι μόνο φως και παιγνιώδης διάθεση υφίσταται πίσω από όλη αυτή την παράξενη ατμόσφαιρα. 

«Αγαπώ όλα τα πράγματα. Αδιάφορος στέκομαι απέναντι στα χρήματα, τα οποία ως αντικείμενα μού είναι δυσάρεστα στην όψη. Κι όμως, τα χρειάζομαι επειγόντως! Τα βγάζουμε πέρα δύσκολα, όπως οι περισσότεροι άλλωστε. Η Μαίρη στεναχωριέται που έχουμε τέσσερα καλοκαίρια τώρα να πάμε διακοπές, αλλά έχουμε χορτάσει κι από αυτά. Θα ξανάρθουνε, πού θα πάει;»

To blog του Δημήτρη Κουμανιώτη: dimeatrees.blogspot.gr