«Όποτε τυχαίνει να αποκρυπτογραφήσω κάποια από όλες αυτές τις σημειώσεις, απορώ πάντα πως ένα ίχνος χαμένο από καιρό στο νερό ή στον αέρα, εξακολουθεί να παραμένει ανεξίτηλο εδώ, πάνω στο χαρτί».
Φέτος συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία αυτού του αριστουργήματος του 20ου αιώνα. Στο «Οι Δακτύλιοι Του Κρόνου» ο Σέμπαλντ ακολουθεί τη γνωστή συνταγή του, συνδυάζοντας την περιήγηση σε κάποιο τμήμα της Ευρώπης με τις συνεκδοχικές παρεκβάσεις του μυαλού του στα πιο απίθανα και ενδιαφέροντα θέματα. Εδώ το τοπίο είναι η ανατολική Αγγλία και συγκεκριμένα η περιοχή του Νόρφολκ. Ο περίπατος θα διαρκέσει αρκετές μέρες και θα τον φέρει σε άδεια τοπία όπου δεσπόζουν παρηκμασμένες επαύλεις, ήσυχα χωριά και ξεχασμένα ξενοδοχεία. Όμως, τις ώρες του στον δρόμο γεμίζουν η ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, η αιματοβαμμένη αποίκηση του Κονγκό από τους Βέλγους, η μαζική αυτοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων Κινέζων το 1864, η ανέγερση και κατοπινή εγκατάλειψη των επαύλεων της περιοχής ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης και πολλές ανάλογες ιστορίες.
Μέσα από τις, γεμάτες πληροφορία, σελίδες, ο αναγνώστης πέφτει βαθιά μέσα στο εκάστοτε θέμα, καθώς ο Σέμπαλντ μπορεί σε μία παράγραφο να συμπυκνώσει μια ολόκληρη εποχή. Έτσι, μαθαίνουμε ότι για να απαντήσει στη δριμεία κριτική ενός Άγγλου διπλωμάτη για τις βιαιότητες των υπηκόοων του στο Κονγκό της αποικιοκρατίας, «ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου υποστήριξε ότι η αξιοποίηση της εργατικής δύναμης των μαύρων αποτελούσε ένα απολύτως θεμιτό καθεστώς εναλλακτικής φορολογίας, και πως αν το λευκό προσωπικό εποπτείας τύχαινε περιστασιακά να υπερβεί σε ανησυχητικό βαθμό τα καθήκοντά του, πράγμα που δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να αμφισβητήσει, τούτο δεν οφειλόταν παρά στο θλιβερό, πλην όμως ανεπίλυτο, γεγονός ότι το κλίμα του Κονγκό προκαλούσε σε ορισμένους λευκούς συμπτώματα άνοιας, τα οποία δεν ήταν πάντοτε δυνατόν να τύχουν έγκαιρης αντιμετώπισης».
Η εμβριθής γνώση συνδυάζεται με τη λογοτεχνική αφήγηση με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να προβλέψει τι θα διαβάσει στην επόμενη σελίδα. Με μεγάλη μαεστρία, ο Σέμπαλντ κατορθώνει να κάνει συναρπαστικό ένα βιβλίο που αφηγείται έναν βαρετό, μοναχικό περίπατο.
Όπως σε όλο το λογοτεχνικό έργο του, ο Σέμπαλντ ασχολείται και εδώ με τα θέματα της μνήμης, του ρόλου της τέχνης στη διατήρηση της μνήμης και της παρακμής. «Κάθε φορά που ένα μέρος του ψυχικού μας κόσμου μετατοπίζεται για να έρθουν στην επιφάνεια παρόμοια θραύσματα, πιστεύουμε ότι μπορούμε να θυμηθούμε. Μα στην πραγματικότητα η μνήμη μας έχει εγκαταλείψει. Δεκάδες τα οικοδομήματα που έχουν καταρρεύσει, στοίβες ολόκληρες τα συντρίμμια, ανυπέρβλητο εμπόδιο οι αποθέσεις και οι λιθώνες». Όμως, όπως κάθε ανάμνηση και κάθε έργο τέχνης, έτσι και οι «Δακτύλιοι του Κρόνου» είναι μια παραποίηση, ένα δημιούργημα που όσο κι αν προσπαθεί να πει την αλήθεια, καταγράφει απλώς μία αλήθεια. «Ώστε αυτή είναι, λοιπόν, η τέχνη που αναπαριστά την ιστορία, σκεφτόμουν, φέρνοντας ολόγυρα την αίθουσα. Μια τέχνη που βασίζεται στην παραποίηση της προοπτικής. Εμείς, οι επιζώντες, παρακολουθούμε τα γεγονότα από ψηλά, κατοπτεύουμε τα πάντα δίχως όμως να γνωρίζουμε την αληθινή τους φύση».
Αυτή η αναπόφευκτη «αναλήθεια» οδηγεί τον Σέμπαλντ στο ριζικό ερώτημα της αιτιολόγησης της συγγραφής: «Μέρες και βδομάδες ολόκληρες στύβει κανείς μάταια το μυαλό του, δίχως να ξέρει, εφόσον κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα, αν εξακολουθεί να γράφει από συνήθεια ή από άκρατη φιλοδοξία, ή επειδή δεν έχει μάθει κάτι άλλο, ή από απορία για τη ζωή, από φιλαλήθεια, από απόγνωση ή αγανάκτηση, όπως εξίσου αμήχανο θα τον έβρισκε η ερώτηση κατά πόσο η συγγραφική ενασχόληση ενισχύει την οξυδέρκεια ή επιτείνει την παραφροσύνη. Ίσως ο καθένας μας να χάνει τον έλεγχο στον βαθμό που προσηλώνεται όλο και βαθύτερα στο ίδιο του το έργο, και ίσως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο τείνουμε να συγχέουμε την όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα των πνευματικών μας κατασκευών με τη γνωστική πρόοδο, ενώ βαθιά μέσα μας διαισθανόμαστε συγχρόνως ότι ουδέποτε πρόκειται να κατανοήσουμε τους αστάθμιστους παράγοντες οι οποίοι στην πραγματικότητα καθορίζουν την πορεία μας μέσα από τη ζωή».
Ιδιάζουσα θέση στο βιβλίο έχει η περιγραφή της επίσκεψης του στο σπίτι του Michael Hamburger, μεταφραστή του Σέμπαλντ από τα Γερμανικά στα Αγγλικά, ποιητή και ακαδημαϊκού. Τα κοινά μοτίβα στις ζωές τους (ήρθαν στην Αγγλία από τη Γερμανία για να αποφύγουν τους Ναζί, ακολούθησαν ακαδημαϊκή καριέρα, έχουν πάθος με τον Χαίντερλιν, έχουν κοινούς γνωστούς) κατατρύχουν τον Σέμπαλντ: «Όσο κι αν σκέφτομαι ότι τέτοιου είδους συμπτώσεις συμβαίνουν πολύ συχνότερα απ’ότι φανταζόμαστε, μιας και όλοι βαδίζουμε, ο ένας πίσω από τον άλλο, πάνω στους ίδιους δρόμους που είναι προδιαγεγραμμένοι από τις καταβολές και τις προσδοκίες μας, τόσο λιγότερο πείθομαι ότι η λογική μου μπορεί να τα βάλει με τα φαντάσματα της επανάληψης που στοιχειώνουν με όλο και μεγαλύτερη συγχότητα στη σκέψη μου».