Ο Νίκος Βελισσάρης έχει μόλις εγκαταλείψει την πνιγηρή ασφάλεια της δουλειάς σε μια εταιρεία επί δεκαετία για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Από μια τυχαία γνωριμία σε ένα μπαρ θα του προκύψει μια παράξενη πρόταση: ο μυστηριώδης μαικήνας Κάλφογλου τον προσκαλεί στο σπίτι του στην Ύδρα για μια εβδομάδα, στη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να ολοκληρώσει ένα κείμενο. Αν το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό, η παραμονή του θα παραταθεί για τρείς μήνες.
Έτσι ο Βελισσάρης θα βρεθεί μια Δευτέρα του Νοέμβρη στην άδεια από τουρίστες Ύδρα, στον Οίκο της Γραφής, ένα απόμερο σπίτι στην κορυφή του λόφου όπου ο παραπληγικός οικοδεσπότης και ο ιδιόρρυθμος μπάτλερ του προσφέρουν κάθε άνεση, ώστε να τους παρουσιάσει το πόνημά του το Σάββατο. Καθώς περνούν οι μέρες, το σπίτι – με την καταπληκτική βιβλιοθήκη, το υπόγειο που δεν τελειώνει, τις περίπλοκες καλωδιώσεις και τις πολλές κρυψώνες – και οι ένοικοί του αρχίζουν να επιδρούν στον συγγραφέα που υποψιάζεται κάτι μυστηριώδες. Τις νύχτες βλέπει έντονα όνειρα, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας βρίσκεται στην οριακή κατάσταση που πέφτουν οι δημιουργοί όταν δουλεύουν, τότε που οι διαστάσεις μπλέκουν. Όταν φτάνει το Σάββατο, το κείμενο έχει ολοκληρωθεί και η ανάγνωσή του θα προκαλέσει το απροσδόκητα βίαιο τέλος του βιβλίου.
«Το Σπίτι» αποτίει φόρο τιμής στον Πόε και τον Τσβάιχ: το σκοτεινό ύφος μιας ιστορίας μυστηρίου συνδυάζεται με την πειστική καταγραφή της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού έργου, από την απαρχή της έμπνευσής ως την παράδοσή του στο αναγνωστικό κοινό. Ο Μητάς καταφέρνει να χτίσει πειστικά την «καταραμμένη» ατμόσφαιρα του Οίκου και ο ρυθμός βοηθάει την απνευστί ανάγνωση. Οι βιβλιοφιλικές αναφορές κερδίζουν τον αφοσιωμένο αναγνώστη και συμβάλλουν στο να γίνουν πειστικοί οι «μανιακοί» πρωταγωνιστές της νουβέλας. Αν κάτι βαραίνει το κείμενο, είναι οι «Ημερολογιακές Έγγραφές» που το κλείνουν, καθώς δεν μοιάζουν απαραίτητες.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη.