Dheepan: Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα (Dheepan) *****
Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Jacques Audiard
Πρωταγωνιστούν: Jesuthasan Antonythasan, Kalieaswari Srinivasan, Claudine Vinasithamby
Διάρκεια: 109’
Ο Sivadhasan είναι ένας πολεμιστής που δρα στο όνομα των Τίγρεων Ταμίλ στη Σρι Λάνκα. Όταν ο εμφύλιος τελειώνει, όντας στην πλευρά των ηττημένων, δράττεται της ευκαιρίας μαζί με μια άγνωστη κοπέλα και ένα ανήλικο κορίτσι να υιοθετήσουν νέες ταυτότητες και να μεταναστεύσουν στη Γαλλία με την υπόσχεση μιας ήρεμης ζωής. Στη Γαλλία μετά από λίγο καιρό ο «Dheepan» πιάνει δουλειά ως επιστάτης σε ένα σύμπλεγμα κτιρίων στο γκέτο που συχνάζουν κακοποιοί, οι οποίοι βρίσκονται σε σύρραξη. Τελικά, πόσο πιο φιλική είναι η ζωή στην «πολιτισμένη» Δύση; Ο Audiard δεν αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους σαν κακόμοιρα πλάσματα που υποφέρουν παθητικά την κακία του περίγυρού τους. Αντιθέτως, τους θέλει υπομονετικούς, όσο και αν έχουν βασανιστεί και δε διστάζει να δείξει τα αίτια που φέρνουν το παρελθόν (χωρίς προσδιορισμούς όπως «τραγικό», «βίαιο» ή «θλιβερό» να το συνοδεύουν) στο παρόν, συντελούν στις εκρήξεις βίας και ταυτόχρονα δείχνει βλέμμα συμπάθειας προς τα θύματα της μισαλλοδοξίας. Δικαίως, λοιπόν, βραβεύεται με Χρυσό Φοίνικα, για την προβληματική του και τη σκηνοθεσία του, που ο χαρακτήρας της αφήνει το δεύτερο νοηματικό επίπεδο να γίνει κατανοητό.
Ο περσινός Χρυσός Φοίνικας με απογοήτευσε σε μεγάλο βαθμό. Δε λέω, προφανώς και ο Ceylan σε στιγμές θύμιζε κάτι από την όλη υπαρξιακή τοπιογραφία του Tarkovsky, αλλά εν τέλει και το τράβηξε πολύ παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε χρονικά και στο τέλος έφερε και κάτι από το (ταμπού στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας) τηλεοπτικό μελόδραμα της χώρας του. Έτσι, ο Χρυσός Φοίνικας προσωρινά έχασε την αξιοπιστία που τόσο καιρό είχε στη συνείδησή μου και φέτος τον αντιμετώπισα με κάποιο σκεπτικισμό. Κάτι οι φωνές που έλεγαν για την ανώτερη αξία της Σιωπηλής Δολοφόνου (The Assassin), κάτι οι Αδερφοί Cohen ως πρόεδροι της κεντρικής επιτροπής (που παρότι δηλώνω φαν των παλιότερων έργων τους θεωρώ πως πλέον έχουν αρχίσει και κουράζουν), δεν ήμουν και ενθουσιασμένος. Είναι και το θέμα της μετανάστευσης στη μέση που, αν και πάντα επίκαιρο, θέλει ταλέντο για να πεις τα χιλιοειπωμένα, και το ότι δεν είχα ενθουσιαστεί με τον Προφήτη (Un Prophet) του Jacques Audiard, οπότε στο κεφάλι μου διέτρεχε πολλούς κινδύνους. Φτωχέ μου Yorick…
Ευτυχώς, η πραγματικότητα διέφερε συλλήβδην από αυτό που είχα πλάσει στο κεφάλι μου ως μια ακόμα ιστορία ξενιτιάς, μόχθου και πόνου. Δεν ήταν απλά ένα ακόμα μελόδραμα που προσπαθούσε να συγκινήσει το κοινό με τις βιαιότητες που υφίσταται ο κεντρικός του χαρακτήρας, ούτε να πήξει στο διδακτισμό και το κήρυγμα προς τους μισαλλόδοξους. Όχι, οι χαρακτήρες του παραείναι περήφανοι για να αντιμετωπιστούν σαν ανθρωπάκια που καταπίνουν την αδικία του κόσμου παθητικά. Έχουν υποφέρει αρκετά στη ζωή τους, είναι στα πρόθυρα της απόγνωσης και της τρέλας, αλλά αυτό αντίθετα τους ατσαλώνει , τους κάνει να αποκτήσουν θάρρος και να απορροφήσουν τη βία που έζησαν με τρόπο που λίγοι έχουν επιχειρήσει να δείξουν. Ξέρετε αυτό το γιαπωνέζικο ρητό που θέλει την τίγρη που στριμώχνεται σε μια γωνία να δίνει τον πιο παθιασμένο αγώνα της ζωής της και να γίνεται πιο επικίνδυνη από ποτέ; Έτσι κι αυτός ο τίγρης δεν πρόκειται να γίνει θύμα κανενός. Έχει ζήσει τον πραγματικό πόλεμο έτσι που μια ένοπλη έριδα στο γκέτο δε θα τον πτοήσει (τον ίδιο όχι, την «οικογένειά» του όμως ναι) και θα του επαναφέρει τα βασικά ένστικτα που κρύβονταν για καιρό πίσω από το πρόσωπο του ταπεινού μετανάστη.
Ο Audiard αποδεικνύεται «ευφράδης» στη χρήση του κινηματογραφικού λεξιλογίου. Καταφέρνει να συνδυάσει με κατάλληλο τρόπο το σκληρό με το αισθησιακό, το φως με το σκοτάδι, το χιουμοριστικό με το πικρό. Να κάνει τις σφαίρες να ακούγονται όχι σαν κάτι ωραιοποιημένο, αλλά σαν έναν ήχο που προκαλεί τρόμο, που κουφαίνει και μάλιστα χωρίς να χρησιμοποιεί μουσική, παρά μόνο ελάχιστη και αποκλειστικά όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητη η χρήση της. Να δείξει τη λίμπιντο με έναν τρόπο όχι πρόστυχο, αλλά πλήρως εγκεφαλικό, όπως και την απόγνωση, η οποία δεν αναδεικνύεται με μελοδραματισμούς προς όφελος της γνήσιας κατάπτωσης του νου. Να ταυτίσει τη θερμή και ηλιόλουστη Σρι Λάνκα με το γκρίζο και τσιμεντένιο Παρίσι και, παίζοντας με τα φώτα και τα χρώματα, να χρησιμοποιήσει το σκοτάδι τόσο ως ψυχρό πεδίο αλλά και ως θερμό καταφύγιο απόλαυσης. Και του αξίζουν εύσημα για τη σκηνή που προβάλλεται όταν πέφτει ο τίτλος της ταινίας, όπου καταφέρνει να συνδυάσει με άψογη εφευρετικότητα το παραμυθένια ονειρικό με τον σκληρό ρεαλισμό μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Πρόκειται, όμως, για μια ταινία ανελέητη, μια ταινία που οι λίγες στάλες ζεστασιάς αποτελούν ένα πραγματικό καταφύγιο από την ανείπωτη σκληρότητα που χαρακτηρίζει την κριτική του σκηνοθέτη στο «πολεμικό» σύστημα του σημερινού κόσμου. Ένα σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί διαφορετικά γρανάζια με τον ίδιο τρόπο παγκοσμίως, ώστε να διαιωνίσει τις φρικαλεότητες. Και μέσα σε όλη αυτή τη λαίλαπα, όλοι μένουν να αναζητούν το καλύτερο αύριο που τους υποσχέθηκαν με ανταλλαγή μια υποβαθμισμένη κατοικία και χαμαλίκι. Που και που τους αφήνουν να παίρνουν μια ανάσα στην ταράτσα (της οποίας η πόρτα είναι φρακαρισμένη), αλλά ως τότε πρέπει να περάσουν από τη γραμμή των πυρών. Πυρών κυριολεκτικών όσο οι σφαίρες ενός πιστολιού, αλλά και μεταφορικών όπως ένα αναίτιο ξέσπασμα σε κάποιο «συγγενικό» πρόσωπο.
Όσο για τις ερμηνείες, παραμένουν ολότελα ρεαλιστικές. Ακόμα και όταν τα πράγματα σφίγγουν και η δράση γίνεται πιο έντονη, οι πρωταγωνιστές δεν κάνουν τίποτα που να μην ταιριάζει στους χαρακτήρες τους. Πιο συγκεκριμένα, ο αληθινός σταρ της ταινίας, Jesuthasan Antonythasan, προσαρμόζει τέλεια τη σκληρότητα της προηγούμενης ζωής του στις σημερινές κακουχίες του και φαίνεται σαν μια ωρολογιακή βόμβα που η έκρηξή της θα συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Θα τον έλεγα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, έναν «Stallone του κουλτουριάρη», που αποπνέει ταυτόχρονα θλίψη αλλά και πυγμή. Όσο για τη χημεία του με τη συμπρωταγωνίστριά του, Kalieaswari Srinivasan, δεν υπάρχει λεπτό που να μην αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από τις διαφορές τους, δίνοντας πλάι στα πρωταγωνιστικά δίδυμα των 45 Χρόνων (45 Years) και του Τέλους Διαδρομής (The End Of The Tour) ένα από τα καλύτερα «ντουέτα» που κόσμησαν φέτος το πανί.
Δεδομένων και των πρόσφατων περιστατικών που σοκάρουν τον κόσμο, δε μπορεί να είναι παρά μια ταινία επίκαιρη. Όχι επειδή τρέφει περαιτέρω το φόβο σε σχέση με τις εικόνες που τρέχουν την τελευταία εβδομάδα μπροστά από τα μάτια μας, αλλά επειδή λειτουργούν ως σωστή τροφή για σκέψη σχετικά με τους φαύλους κύκλους που ξεκινούν αλλά δεν τελειώνουν, δημιουργώντας αυτά τα Τέρατα που γεννά ο Ύπνος Της Λογικής σύμφωνα με τον Goya.
Τέλος Διαδρομής (The End of the Tour) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: James Ponsoldt
Πρωταγωνιστούν: Jason Segel, Jesse Eisenberg, Anna Chlumsky
Διάρκεια: 106’
Η αυτοκτονία του David Foster Wallace αποτελεί πλέον γεγονός αληθινό και διασταυρωμένο. Ο δημοσιογράφος του Rolling Stone, David Lipsky, το μαθαίνει και θυμάται εκείνη την πενθήμερη συνέντευξη που του είχε πάρει όταν ο πρώτος περιόδευε για την προώθηση του Infinite Jest. Ακούγοντας ξανά τις κασέτες της συνέντευξης, θυμάται τη γνωριμία τους και ένα διάλογο που κατέληξε να του αλλάξει τη ζωή και να τον φέρει κοντά σε έναν από τους πιο χαρισματικούς συγγραφείς που γνώρισε ο 20ος αιώνας. Η indie καταβολών, μελαγχολική σκηνοθεσία, σε συνδυασμό με το απίστευτο δέσιμο του πρωταγωνιστικού διδύμου και την τεράστια, άνευ ορίων ερμηνεία του Jason Segel, αναδεικνύουν την ταινία ως ένα από τα highlights της φετινής χρονιάς, που θα επιστρέφουμε σε αυτήν όταν αναζητούμε τα ψήγματα μιας συγγραφικής ιδιοφυίας και, εν τέλει, μιας εξαιρετικής ταινίας που αξίζει επαναπροβολής.
Μεγάλωσα, όπως σχεδόν όλη η γενιά μου, στην πλήρως οπτική κοινωνία. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, ήταν πολύ δύσκολο να πιάσουμε βιβλίο στα χέρια μας από τη στιγμή που μεγαλώσαμε με μια τηλεόραση στο σπίτι, κάποιοι, μάλιστα, με το προνόμιο του βίντεο και της κασέτας. Η λογοτεχνία έμπαινε πάντα σε δεύτερη μοίρα, πώς να δεθείς όπως οι πρόγονοί σου με μερικές αράδες γραπτού λόγου όταν μπορείς να έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα που δεν απαιτεί τον κόπο του εγκεφάλου σου στο να δημιουργήσει κάτι με ελάχιστα δεδομένα; Ως εκ τούτου, μεγαλώνοντας μάθαμε το δώρο της λογοτεχνίας, αφού υπήρξαν τα αντίστοιχα ερεθίσματα. Πως στην προηγούμενη γενιά υπήρξαν τα κόμικς των έργων Κλασικής Λογοτεχνίας που στο τέλος παραινούσαν τον νεαρό αναγνώστη να διαβάσει και το πρωτότυπο βιβλίο; Έτσι και σε εμάς φυτεύτηκε ο σπόρος της περιέργειας να διαβάσουμε τα βιβλία του Χάρι Πότερ και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών αφού είδαμε τις ταινίες. Οπότε συγχωρέστε με, αλλά δεν γνώριζα τον David Foster Wallace μέχρι να δω το Τέλος Διαδρομής (The End of The Tour).
Πως θα μπορούσα, άλλωστε, όταν μιλάμε για ένα συγγραφέα του οποίου το magnum opus δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά; Τώρα, όμως, μπορούμε να το αναζητήσουμε αφού είδαμε την ταινία. Μακριά από ελιτισμούς όπως αυτούς που βλέπεις σε τυχαία βίντεο στο Youtube «τον ήξερα πριν την ταινία, αντίθετα από τα υπόλοιπα τσουτσέκια». Γιατί δεν μπορώ να βρω καλύτερη είσοδο στον κόσμο μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας από μια τόσο καλογυρισμένη ταινία. Μια ταινία που αναδεικνύει την ομορφιά του χιονισμένου Illinois και τη γκριζάδα της Minneapolis μέσα από τα θαμπά χρώματα και τα σχεδόν συμμετρικά γενικά του πλάνα. Τα πλάνα αντιστοίχησης που υπονοούν μια διαρκή μάχη πνεύματος μεταξύ δύο χαρακτήρων που, όπως τονίζεται, ο ένας δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει ενώ ο άλλος επιθυμεί ό, τι έχει ο πρώτος. Ένα σενάριο γραμμένο σαν ένα άριστα δομημένο whodunit μυστηρίου που προσπαθεί να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από μια αινιγματική φιγούρα, δένοντας όλα τα κομμάτια. Και τελικά να καταλήξει σε ένα άτυπο buddy movie, ένα road trip που σκοπό έχει την αλληλογνωριμία αλλά και το γνώθι σαυτόν.
Μόνο που οι δύο συνομιλητές χαρακτηρολογικά, όσα και να τους ενώνουν θα χωρίζονται από την κοσμοθεωρία τους. Γιατί πίσω από κάθε δυναμική ερώτηση του μικροκαμωμένου ζηλιάρη Dave Lipsky, θα υπάρχει η θλιμμένη, με ισόποσες δόσεις διάνοιας και παιδικότητας απάντηση του τρομαγμένου David Foster Wallace. Ο ένας παλεύει να αναγνωριστεί, ο άλλος να εκτιμήσει την αναγνώριση που του δόθηκε και να ξεφύγει από όσα τον βασανίζουν εδώ και χρόνια. Εθισμοί, άγχη, καυγάδες, το anti-cool ως νέο cool, η σάτιρα της κοινωνίας του φαίνεσθαι συνοδευόμενη από μεγάλες ποσότητες junk food. Και η θλίψη ως κυρίαρχο στοιχείο, όχι σε επίπεδο μισανθρωπίας, αλλά ως φόβος ανοίγματος, ως αντικοινωνικότητα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Το γινγκ του ενός συμπληρώνει το γιάνγκ του άλλου και θα υπάρξει και το σημείο που θα ευχαριστηθούν τη συνομιλία τους, αλλά και που θα συγκρουστούν. Όπως οφείλει να γίνεται σε κάθε σενάριο μιας buddy movie που σέβεται τον εαυτό της.
Αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο εφόσον οι προσωπικότητες ενσαρκώνονταν από διαφορετικούς ηθοποιούς. Τον Jesse Eisenberg τον μάθαμε με το Social Network, αλλά τον αγαπήσαμε με την εξωφρενική διπλή του ερμηνεία στον άδικα ξεχασμένο Σωσία (The Double). Κι εδώ μπορεί να φέρει σε πέρας την απεικόνιση της περιέργειας που διέπει τον Lipsky ενώ αυτός ψάχνει το δημοσιογραφικό λαυράκι πίσω από τον γιγαντόσωμο συγγραφέα με την μπαντάνα. Αλλά όλα τα φώτα δικαιωματικά ανήκουν στην οσκαρική ερμηνεία του Jason Segel, έναν άνθρωπο που ενσάρκωσε τον αγαπημένο μου χαρακτήρα του How I Met Your Mother και έλαβε την άπειρη εκτίμησή μου όταν ξανάφερε με τον σωστότερο δυνατό τρόπο το Muppets στο προσκήνιο. Πάντα χαμηλόφωνος, ταραγμένος, δίνει την αίσθηση πως κάτι δεν πάει καλά μαζί του από το πρώτο δευτερόλεπτο σε έναν πραγματικά αντίθετο ρόλο απ’ όσους μέχρι στιγμής έχει ερμηνεύσει. Έχει αυτό το προσόν του χρυσόκαρδου γίγαντα που ψάχνει να βρει τη θέση του στον κόσμο και το αξιοποιεί κατάλληλα, όχι με τόση έμφαση στην καλοσύνη όσο στο μπέρδεμα. Αλλά στην τελευταία σκηνή που τον βλέπουμε, λίγο πριν τα credits, μπορεί με άνεση να μας χαρίσει αυτό το δάκρυ που τόσο χρειαζόμαστε για να βεβαιωθούμε πως όντως δεθήκαμε με αυτόν τον χαρακτήρα. Η στιγμή που σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια.
Μην τυχόν τη χάσετε. Αξίζει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο χωρίς να κάνει κοιλιά πουθενά. Και, αν και έχει περισσότερο ρίζες στη γκριζάδα, δεν παύει να είναι και μια ολοκληρωμένη ψυχαγωγική εμπειρία με στέρεους χαρακτήρες και μεθυστική φωτογραφία.
The Republic **1/2***
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τζέτζας
Πρωταγωνιστούν: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στάνκογλου
Διάρκεια: 112’
Ο Αχιλλέας, ένας επαγγελματίας φωτογράφος, αναλαμβάνει να συνεργαστεί με τον Μάριο Σφήκα, έναν πολιτικό δημοσιογράφο με παρακρατική δραστηριότητα. Η ανάμειξη του Αχιλλέα στις δράσεις του Σφήκα θα στείλει τον φωτογράφο σε κώμα και θα γίνει η αιτία για το θάνατο του αδερφού του. Μόλις συνέλθει, θα ζητήσει εκδίκηση για ό, τι του συνέβη. Φιλόδοξη παραγωγή με πολύ καλό καστ, αλλά υστερεί σημαντικά σε σενάριο. Όχι, όμως, στο σημείο να βαραίνει ιδιαίτερα το γενικότερο σύνολο ή να μειώσει σχεδόν ολοκληρωτικά την απόλαυσή της. Γιατί αν και το κατηγορώ της δεν είναι δυνατό, παραμένει τουλάχιστον σε ικανοποιητικά επίπεδα για να κινήσει την πλοκή της ταινίας. Αλλά είναι γεγονός πως με πιο καλογραμμένο (έστω και σε επίπεδα αισθητικής κόμικ) θα απογειωνόταν.
Το Παραμύθι των Παραμυθιών (Tale of Tales) *****
Ιταλία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Matteo Garrone
Πρωταγωνιστούν: Salma Hayek, Vincent Cassel, John C. Reilly
Διάρκεια: 125’
Οι κυρίαρχοι τριών διαφορετικών φανταστικών βασιλείων κυριεύονται από τα πάθη τους. Η βασίλισσα του Longtrellis επιθυμεί να μείνει έγκυος με κάθε τίμημα. Ο Κύριος του Strongcliff ερωτεύεται τη φωνή μιας κοπέλας που ακούγεται στους διαδρόμους του κάστρου του. Στο Highhills ένας γιγάντιος ψύλλος γίνεται η μόνιμη εμμονή του βασιλιά, λίγο πριν τον γάμο της κόρης του. Παρά την γυαλιστερή σαν ακριβό μετάξι παραγωγή του Matteo Garrone, που προηγουμένως μας συγκλόνισε με το Gomorra και μας ταξίδεψε με το Reality, παραμένει η χειρότερη στιγμή του, με την πλήρη κλινική αντιμετώπιση των ιστοριών του Giambattista Basile, δεν καταφέρνει να τους ανεβάσει επίπεδο, παραμένοντας μια οπτικά εντυπωσιακή, αφελής κατά τα λοιπά και εφησυχασμένη στο σενάριό της ταινία, χωρίς δημιουργική ευφράδεια.
Σύμπτωμα (Symptom) *****
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής
Πρωταγωνιστούν: Κάτια Γκουλιώνη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μισέλ Βάλεϊ
Διάρκεια: 87’
Οι κάτοικοι ενός απομονωμένου νησιού πέφτουν στην τρέλα μόλις έρχονται σε επαφή με ένα πλάσμα που εμφανίστηκε σε αυτό. Η μόνη που μπορεί να τους βοηθήσει πριν κυριευτούν από την παράνοια είναι μια παράξενη κοπέλα που για να αναμετρηθεί μαζί του, πρέπει να δυναμώσει τις ικανότητές της. Μόνο που και η ίδια δείχνει να κρύβει τα δικά της μυστικά. Ενώ η σκηνοθεσία δείχνει μια πραγματική θέληση για να πει αυτό το κάτι διαφορετικό (το Ελ Ντοράντο του σύγχρονου κινηματογράφου), δεν καταφέρνει να κρύψει τις πλήρεις ατέλειές του σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Η έλλειψη διαλόγων δε δείχνει ότι δεν την απασχολεί το σενάριο, αλλά πως δεν έχει γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια συγγραφής, ενώ οι ερμηνείες παραμένουν αρνητικού προσήμου για να στηρίξουν αυτές τις πρωτοποριακές βλέψεις. Ο στείρος ακαδημαϊσμός σίγουρα είναι κακός, αλλά η πλήρης απομάκρυνση από τα βασικά δεν εγγυάται θετικό αποτέλεσμα. Το απλόν και χάρη έχει, οπότε περιμένουμε μια πιο απλή και καλοδουλεμένη προσπάθεια του Φραντζή στο μέλλον.
Τοσοδούλικα: Η Κοιλάδα των Χαμένων Μυρμηγκιών (Minuscule: Valley of the Lost Ants)
Γαλλία, Βέλγιο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Hélène Giraud, Thomas Szabo
Διάρκεια: 89’
Ένας μεγάλος πόλεμος θα ξεσπάσει, μετά από ένα πικ νικ, στο μικροσκοπικό βασίλειο των εντόμων ενός ξέφωτου. Τα κόκκινα μυρμήγκια θα απειλήσουν τα μαύρα, αλλά μια μικρή, ορφανή πασχαλίτσα, που θα φιλοξενηθεί από τα μαύρα μυρμήγκια, θα σταθεί πολύτιμος βοηθός τους στη μάχη που έχει ξεκινήσει.
Dan Georgakas: Ο Επαναστάτης της διασποράς
Ελλάδα, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Κώστας Βάκκας
Διάρκεια: 53’
Από τους δρόμους του Detroit μέχρι τον πόλεμο του Βιετνάμ και από εκεί στον πολιτικό ακτιβισμό, ο Dan Georgakas υπήρξε μια σημαντική μορφή των Ελλήων του εξωτερικού. Μέσα από τη διήγησή του, δε γνωρίζουμε μόνο τη ζωή και το συγγραφικό/επαναστατικό έργο του ίδιου, αλλά και όλη την ιστορία των προγόνων του όπως την έζησε μέσω διηγήσεων, αλλά και μια άλλη οπτική στη μεταναστευτική ιστορία της Αμερικής του 20ου αιώνα, όπως αυτή αφορά στους Έλληνες της διασποράς.