Με την Κάλλια Παπαδάκη μας χωρίζει μόνο ένας όροφος. Όταν διάβασα το πρώτο της βιβλίο “Ο ήχος του ακάλυπτου” από τις εκδόσεις Πόλις, που απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, δεν περίμενα ότι θα γινόμασταν σχεδόν συγκάτοικοι σε μια πολυκατοικία του κέντρου. Κάπως έτσι μετά από αρκετές τυχαίες συναντήσεις στις σκάλες την είσοδο και το ασανσέρ βρεθήκαμε να πίνουμε καφέ με τα ρούχα του σπιτιού και τις σαγιονάρες συζητώντας για τους Δενδρίτες, το καινούριο της βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις λίγες εβδομάδες πριν. Αναρωτιέμαι πώς είναι να είσαι συγγραφέας σήμερα στην Αθήνα. Πώς ξεκινάς να γράφεις σενάριο για μια ταινία και αν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι κάπου εκεί έξω ή προϊόντα φαντασίας. Η παρακάτω συνέντευξη έγινε με έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο που δεν έχει σημασία να εξηγήσω αλλά είναι σίγουρα ένα ψυχογράφημα 946 λέξεων.
Γεννήθηκα στο Διδυμότειχο Έβρου. Την μέρα που γεννήθηκα χιόνιζε. Τέλος του Οκτώβρη κι οι δρόμοι ήταν στρωμένοι απ’ άκρη σ’ άκρη με χιόνι. Τα πρώτα χρόνια οι γονείς μου έμεναν σε μια μονοκατοικία στα Ρίζια, που έμπαζε αέρα από παντού. Ο πατέρας μου έκανε το αγροτικό του κι η μητέρα μου δίδασκε γαλλικά στο γυμνάσιο Ορεστιάδας. Στον Έβρο τους έφερε μια τυχερή ζαριά. Η μητέρα μου πρωτοδιορίστηκε στην Ορεστιάδα κι ο πατέρας μου έκανε τα χαρτιά του και την ακολούθησε. Όταν γεννήθηκα μετακομίσαμε στην κατά πολύ μεγαλύτερη Ορεστιάδα. Από την Ορεστιάδα δεν θυμάμαι πολλά. Μια κόκκινη περπατούρα που την είχα ξεπατώσει στις βόλτες κι υποδεχόμουν στο ιατρείο τους ασθενείς. Τον «Γόγο» στο παραδιπλανό ακτινολογικό, που του ‘λεγα τα κάλαντα χειμώνα καλοκαίρι. Τους φίλους και κουμπάρους των γονιών μου. Και τις γεμάτες με κόσμο ταβέρνες. Από τον Έβρο φύγαμε, όταν γεννήθηκε η αδερφή μου. Ήμουν σχεδόν τεσσάρων χρονών. Και ήδη δυστυχισμένη. Γιατί, στην Θεσσαλονίκη τα πράγματα είχαν αλλάξει. Είχα μια μικρή αδερφή. Το διαμέρισμα ήταν άδειο από κόσμο. Και τα βράδια δεν βγαίναμε να φάμε και να πιούμε στις ταβέρνες, που τόσο αγαπούσα.
Ήμουν το πρώτο παιδί της παρέας κι είχα την προσοχή όλων στραμμένη επάνω μου. Ίσως γι’ αυτό είχα μεγάλη έφεση στο να σκαρφίζομαι τρόπους να διεκδικώ ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο της προσοχής τους. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου, έκανα ό,τι μπορούσα. Ακόμη και σήμερα, κουβαλώ τις σκανταλιές μου σαν μετάλλια βετεράνου πολέμου. Εν αποστρατεία. Τριάντα χρόνια μετά κουμάντο στην οικογένεια κάνει η αδερφή μου. Την φωνάζουμε μεταξύ μας μικρό στρατηγό. Δεν άργησε, και δικαίως, πήρε το αίμα της πίσω.
Έγραφα από παιδί. Προσπαθούσα δηλαδή. Διάβαζα μανιωδώς ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Στην Πέμπτη δημοτικού πληροφόρησα την αδερφή μου ότι σκοπεύω να γίνω συγγραφέας. Αργότερα, ήθελα να ακολουθήσω την τρίτη δέσμη και να περάσω Αρχαιολογία ή Νομική. Αντί γι’ αυτό σπούδασα Οικονομικά. Έφυγα με υποτροφία στην Αμερική. Το πανεπιστήμιο ήταν μέσα στο δάσος στη μέση του πουθενά μιάμιση ώρα από την πόλη της Νέας Υόρκης και μισή ώρα από το Γούντστοκ. Και παρότι ο χειμώνας ήταν μακρύς και δεν έλεγε με τίποτα να τελειώσει, δεν κατάλαβα πότε πέρασαν τα τέσσερα χρόνια. Είχαν κάτι το ανέμελο κι ελπιδοφόρο εκείνα τα χρόνια, ίσως γιατί ήταν χρόνια προστατευμένα από τυχόν κακοτοπιές. Μετακόμισα στη Βοστόνη για το μεταπτυχιακό μου στα Χρηματοοικονομικά και συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος που ονειρευόμουνα ήταν τέλειος στο χαρτί κι ατελής στην πράξη. Αλλά είχα κατά νου, ό,τι αρχίζει κάνεις πρέπει και να το τελειώνει. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Τώρα πια αφήνω και βιβλία στη μέση.
Το πρώτο μου βιβλίο Ο ήχος του ακάλυπτου, Εκδόσεις Πόλις απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Είχε κάτι μαγικό το πρώτο βιβλίο, οι σκέψεις μου έτρεχαν γρηγορότερα από τις λέξεις, κι εγώ προσπαθούσα να τις δαμάσω, να τις κατακτήσω, ξυπνούσα και κοιμόμουν με ένα πράγμα μόνο στο μυαλό μου, τι θα γίνει παρακάτω. Οι Δενδρίτες με παίδεψαν πολύ περισσότερο, έκανα ένα χρόνο έρευνα, διάβασα αρχεία κι έψαξα μαρτυρίες, ήρθα σε επαφή με την Αρχιεπισκοπή και την Ελληνική κοινότητα στο Τσέρι Χιλ, ζύγισα τις λέξεις και τους χαρακτήρες και ξανοίχτηκα στα βαθιά νερά. Οι Δενδρίτες όσο περίεργο κι αν ακούγεται είναι ένα προσωπικό μυθιστόρημα. Είναι η δική μου Αμερική.
Οι δενδρίτες στην νευροεπιστήμη έχουν να κάνουν με την μνήμη και το αποτύπωμά της. Είναι οι συνάψεις των νευρώνων που προσλαμβάνουν τη γνώση και συγκρατούν τις αναμνήσεις. Πάντα αναρωτιόμουν πως ορίζει κάνεις το μονοπάτι του, πως χτίζει πάνω σ’ αυτά που ήδη υπάρχουν, και πως επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει. Κι έπειτα οι δενδρίτες είναι και μια μορφή χιονονιφάδας, που αναπτύσσεται μεταξύ μείον δέκα και μείον είκοσι βαθμών Κελσίου. Αποτελούν τους πιο όμορφους παγοκρύσταλλους με έξι κλάδους συμμετρικά αναπτυγμένους. Κι όμως χάνονται δίχως ν’ αφήσουν κανένα ίχνος πίσω τους.
Το Κάμντεν δεν το έχω επισκεφτεί ποτέ. Το έχω δει μόνο από ψηλά. Σε μια διαδρομή από την Φιλαδέλφεια στο Τορόντο. Είναι μια πόλη ρημαγμένη από τη φτώχεια. Δεν είναι μόνο το Κάμντεν που γνώρισε ανάπτυξη κι ευμάρεια στην Αμερική για να καταβυθιστεί μέσα σε λίγες δεκαετίες στην κρίση, την ανέχεια και την αποβιομηχανοποίηση. Υπήρξαν κι άλλες πόλεις όπως το Ντιτρόιτ, το Τολέδο του Οχάιο και το Άλλενταουν, όμως στο Κάμντεν βρήκα ψήγματα της παγκόσμιας ιστορίας. Την Ναυπηγική της Νέας Υόρκης και τη συμβολή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Την Αρ Σι Ει Βίκτορ και τις ηχογραφήσεις του Ενρίκο Καρούζο. Τον τάφο του Ουόλτ Ουίτμαν και τα χαϊκού του Νίκολας Βιρτζίλιο. Και το κυριότερο δυο και τρεις γενιές μεταναστών, που ήρθαν να χτίσουν τις ζωές τους από την αρχή, και δεν τα κατάφεραν.
Την ιστορία την γράφουν οι νικητές. Το Αμερικανικό Όνειρο ποτέ δεν υπήρξε για τους πολλούς. Κάποιοι όντως τα κατάφεραν. Αλλά ήταν λίγοι. Για όλους αυτούς που τα κατάφεραν, υπάρχουν τόσοι πολλοί που απέτυχαν. Η δυνατότητα ανήκει στο φαντασιωσικό του Αμερικάνικου λαού. Κι είναι κινητήρια μοχλός μιας ολόκληρης χώρας. Αν σε κάτι διαφέρουν από εμάς, πάρ’ όλη την δυστυχία και την φτώχεια των κατώτερων στρωμάτων, είναι η πεποίθηση πως ο καθένας μπορεί και να τα καταφέρει, πως όλα είναι δυνατά και εφικτά, αρκεί να το θέλει κανείς αρκετά. Ίσως γι’ αυτό οι Αμερικάνοι δεν το βάζουν ποτέ κάτω.
Οι χαρακτήρες μου δεν κάνουν τις σωστές επιλογές. Άλλοτε φταίνε οι συγκυρίες, άλλοτε οι προσωπικές τους εκτιμήσεις. Για μένα το σπουδαιότερο στη ζωή είναι το πως διαχειρίζεται κανείς την αποτυχία. Εκεί φαίνεται η πάστα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου. Εκεί πάνω χτίζει κανείς, στα προσωπικά του συντρίμμια. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι νίκες κι οι επιτυχίες. Το ποιόν του ανθρώπου και η ανθρωπιά του διαφαίνονται στις ρωγμές και στα μπαλώματα, στο να αποδέχεται πως λάθεψε. Και να σηκώνεται και να δοκιμάζει τα πατήματά του από το μηδέν.