Όταν το Spider-Man: Μέσα στο Αραχνο-Σύμπαν προσγειώθηκε σχεδόν ανυποψίαστα το 2018 και άλλαξε για πάντα το είδος και τις δυνατότητες των κινουμένων σχεδίων στο σινεμά, έγινε ταυτόχρονα σαφές ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την ταινία και τα αναπόφευκτα σίκουελ της θα απαιτούσε την επιστράτευση υπερθετικών. Τ
ο πρώτο από αυτά τα σίκουελ, το Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-Σύμπαν, έχει τη διπλή ευθύνη να διατηρήσει ή, ιδανικά, να ξεπεράσει τα δημιουργικά ύψη που άγγιξε η προηγούμενη ταινία (το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων ήταν το λιγότερο που μπορούσε να πάρει) και να σταθεί με coolness, χιούμορ και την απαραίτητη εφευρετικότητα στην άχαρη μεσαία θέση μιας προαναγγελθείσας τριλογίας (που ολοκληρώνεται του χρόνου την άνοιξη με το τρίτο μέρος.)
Πώς μπορεί να τα πετύχει εκτός από το να κάνει “τα πράγματα λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά”, όπως αναφέρει στον πρόλογο της ταινίας η Γκουέν (με την φωνή της Χέιλι Στάινφελντ); Ωστόσο, αυτό το φιλόδοξο mission statement κουβαλάει ιδιαίτερο βάρος αν σκεφτεί κανείς πόσες παραλλαγές του υπερήρωα έχουμε δει στο σινεμά μόνο τα τελευταία 5 χρόνια (για να μην συζητήσουμε για ολόκληρο τον 21ο αιώνα).
Γι’ αυτό και η animated εκδοχή του υπερήρωα της Marvel δεν επικεντρώνεται στις περιπέτειες του Πίτερ Πάρκερ (αν και εμφανίζεται εδώ, ως πατέρας, με τη φωνή του Τζέικ Τζόνσον), αλλά του μπρουκλινέζου εφήβου Μάιλς Μοράλες (Σαμίκ Μουρ), ο οποίος προσπαθεί να συμφιλιώσει τη νέα του μυστική ταυτότητα με τις απαιτήσεις των γονιών του (Μπράιαν Ταϊρί Χένρι και Λούνα Λόρεν Βελέζ), οι οποίοι αγνοούν την υπερηρωική του υπόσταση και ανησυχούν για τους βαθμούς του στο σχολείο.
Νωρίς στην ταινία, ο Σπάιντερμαν έρχεται αντιμέτωπος με την αυτοαποκαλούμενη νέμεσή του, The Spot (Τζέισον Σουάρτσμαν), έναν άτυχο κακοποιό που οι τρύπες στο σώμα του λειτουργούν ως περάσματα στο χωροχρόνο, τον οποίο ο υπερήρωας υποτιμά σημαντικά πριν συνειδητοποιήσει πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει. Η εμφάνιση του χαρακτήρα και η αρχική του μάχη με τον Σπάιντερμαν αποτελούν εξαιρετικό σλάπστικ σε μια ταινία που ισορροπεί άψογα το χιούμορ με τις στιγμές ζωής και θανάτου.
Η Γκουέν, μια έφηβη Spider Woman (από τις πολλές που γνωρίζουμε, συμπεριλαμβανομένης και της εγκύου Τζέσικα Ντρου που παίζει η Ίσσα Ρέι) που αντιμετωπίζει κι εκείνη την πίεση του ανυποψίαστου και επίσης αστυνομικού (όπως και του Μάιλς) πατέρα της, επιστρατεύεται από μια ελίτ ομάδα Αραχνο-ηρώων με επικεφαλής την Τζέσικα και τον Μιγκέλ Ο’Χάρα (Όσκαρ Άιζακ) για να βοηθήσει στη διατήρηση της ισορροπίας του πολυσύμπαντος (“canon”), που βρίσκεται σε κίνδυνο από τις περιπέτειες του Μάιλς. Η ταινία, με την ξεκάθαρη αναφορά της στο canon (μια λέξη που συνδέεται πολύ με την ποπ κουλτούρα και το fandom της) και την αλληγορική του σημασία για την προσωπική ταυτότητα του Μάιλς, πηγαίνει σε νέο επίπεδο την αυτοαναφορικότητα, χωρίς όμως να χάνει το στόχο της.
Άλλα πράγματα που πηγαίνει σε νέο επίπεδο: τα συγκλονιστικά visuals, με την ολοκληρωτική χρήση του κάδρου/καμβά για να τηλεγραφηθεί ο εσωτερικός κόσμος του κάθε χαρακτήρα, τα ζωηρά χρώματα, οι περίπλοκες υφές και η ρευστή κίνηση που ζωντανεύουν το κάθε Αραχνο-σύμπαν, το πάντρεμα διαφόρων τεχνικών animation, η μουσική του Ντάνιελ Πέμπερτον, η πλειάδα αναφορών όπως η παρουσία του ιαπωνικού τηλεοπτικού Σπάιντερμαν από τα 70s ή η LEGO εκδοχή που φλερτάρει με την υπερπληροφορία (σίγουρα το μυαλό, τουλάχιστον το δικό μας που είναι μικρό και μέτριο, πασχίζει να επεξεργαστεί τον όγκο των Easter eggs σε σχεδόν κάθε πλάνο) και φυσικά η κομιξική αισθητική που εκτοξεύεται από την αναγεννησιακή τέχνη (σε μια θαυμάσια σκηνή με τον κακό Vulture, που παίζει ο Γιόρμα Τακόνε) και την εκφραστικότητα της ακουαρέλας μέχρι τον κυβισμό, τον αρνητικό χώρο και το φουτουρισμό.
Είναι πολύ – και είναι πολύ καλό. Η ταινία έχει την “κατάρα” του ανοιχτού τέλους, που όμως δημιουργεί πραγματική ανυπομονησία για τη συνέχεια, που σε αυτή τη φάση κουβαλάει στους ώμους της ολόκληρο το κουρασμένο και κορεσμένο υπερηρωικό είδος.