Παρά τον τεράστιο αριθμό νέων κυκλοφοριών στις αίθουσες κάθε εβδομάδα, πάλι καταφέρνουν να διαφεύγουν της κινηματογραφικής διανομής κάποιοι τίτλοι που έχουν συζητηθεί και εντυπωσιάσει στο εξωτερικό.
Τρεις από αυτούς, η ρομαντική κωμωδία ενηλικίωσης My Old Ass, το πολεμικό δράμα του Στιβ Μακουίν που άνοιξε το φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ του Λονδίνου, Blitz, και η ανεξάρτητη επιτυχία I Saw The Glow που αποτέλεσε ορόσημο για το queer σινεμά φέτος, είναι διαθέσιμοι προς ψηφιακή ενοικίαση στην Ελλάδα.
Φυσικά ο Στιβ Μακουίν, βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης, εικαστικός και αλάνθαστο μυαλό, θα έβρισκε μια εν πολλοίς ανεξερεύνητη πτυχή για να αφηγηθεί μια ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έκανε πρώτα στο 4,5ωρης διάρκειας ντοκιμαντέρ Κατεχόμενη Πόλη που κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες (στο οποίο η κάμερα επισκέπτεται διευθύνσεις ιστορικού ενδιαφέροντος στο Άμστερνταμ) και το συνεχίζει στην πρώτη του ταινία μυθοπλασίας εδώ και 6 χρόνια, το βρετανικό πολεμικό δράμα Blitz.
H Σίρσα Ρόναν πρωταγωνιστεί στο ρόλο μιας μητέρας που αναγκάζεται να φυγαδεύσει τον 9χρονο γιο της (Έλιοτ Χέφερναν) για να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς των Ναζί στο Λονδίνο, όμως το αγόρι το σκάει από το τρένο για να ξαναγυρίσει στο σπίτι, τη μαμά και τον παππού του (ο Πολ Γουέλερ σε έναν μικρό, συγκινητικό ρόλο). Η επιστροφή αποτελεί μια μικρή οδύσσεια για το αγόρι, που συναντά μορφές βγαλμένες από βιβλία του Ντίκενς, άλλες καλόκαρδες και άλλες ύπουλες, την ώρα που η μητέρα του προσπαθεί να συμβάλει στον πατριωτικό αγώνα μέσα από τη δουλειά της στο εργοστάσιο, τον εθελοντισμό και, ενίοτε, το τραγούδι (η Ρόναν ερμηνεύει ένα για το ραδιόφωνο του BBC, γραμμένο από τον σκηνοθέτη και τον συνθέτη του Succession, Νίκολας Μπριτέλ). Ο Μακουίν κεντράρει στην καθημερινότητα μιας σκοτεινής για το Λονδίνο περιόδου, δημιουργώντας μικρούς κόσμους μέσα σε μεγαλύτερους και δείχνοντας τι σημαίνει πραγματικά για τους Άγγλους το “keep calm and carry on”.
Η ενηλικίωση στο σινεμά είναι καλύτερη όταν περνάει μέσα από concepts επιστημονικής φαντασίας: μια ανταλλαγή σωμάτων ή ένα ταξίδι στον χρόνο κάνουν τη διαδικασία μια πραγματική περιπέτεια την ώρα που οι μπερδεμένοι έφηβοι βγαίνουν στην άλλη πλευρά με ανυπολόγιστη σοφία.
Στο My Old Ass, μια συμπαραγωγή της εταιρείας της Μάργκο Ρόμπι (και ένα project το οποίο η ίδια μάλλον συμπαθεί, παρά το μικρό του μέγεθος, κρίνοντας από την εμφάνισή της στην πρεμιέρα της ταινίας σε πολύ προχωρημένη εγκυμοσύνη), το Επιστροφή στο Μέλλον διασταυρώνεται με το Freaky Friday, με την καναδέζα ποπ σταρ της Gen Z, Μέισι Στέλα, να υποδύεται την Έλιοτ, που ένα βράδυ παίρνει μανιτάρια και συναντά τον 39χρονο εαυτό της (Όμπρεϊ Πλάζα). Πιέζοντας για απαντήσεις σχετικά με το μέλλον της (οι οποίες περιλαμβάνουν τη συμβουλή “αγόρασε μετοχές της Amazon”), η λεσβία Έλιοτ προειδοποιείται από τη μελλοντική εκδοχή της να μείνει μακριά από ένα αγόρι που λέγεται Τσαντ (Πέρσι Χάινς Γουάιτ του Wednesday). Η Έλιοτ δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο, ειδικά όταν γνωρίζει καλύτερα τον Τσαντ και βλέπει σε εκείνον ένα γλυκό, έξυπνο και ευγενικό αγόρι. Η ταινία είναι εξίσου γλυκιά και έξυπνη, αφιερώνοντας χρόνο στην εξερεύνηση της σεξουαλικής ταυτότητας, αλλά προς το τέλος προδίδει την αρχική της ιδέα ολισθαίνοντας σε δακρύβρεχτα μονοπάτια και χαραμίζοντας την Πλάζα σε φωνητικά μηνύματα.
Μετά την πανελλαδική πρεμιέρα της στο τελευταίο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μια ανέλπιστη, διθυραμβική υποστήριξη από έναν κύριο Μάρτιν Σκορσέζε, η δεύτερη ταινία σε σκηνοθεσία Τζέιν Σένμπρουν (We’re All Going To The World’s Fair) διατηρεί το momentum της ως εξαιρετικό παράδειγμα ριζοσπαστικού εφηβικού σινεμά.
Ο Όουεν (Τζάστις Σμιθ) και η Μάντι (Μπρίτζετ Λάντι-Πέιν) αναπτύσσουν μια φιλία χάρη στην αγαπημένη τους τηλεοπτική σειρά κι εκείνος αρχίζει να βιώνει τα ασαφή όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας καθώς ανακαλύπτει, και στη συνέχεια καταπιέζει, την αληθινή του φύση.
Trans αλληγορία δοσμένη με κινηματογραφικούς όρους, θρίλερ για την ανιαρή και καταπιεστική ζωή στα ανώνυμα αμερικανικά προάστια, νοσταλγικός φόρος τιμής στις σειρές που μας καθόρισαν (κυρίως το Buffy The Vampire Slayer): η ταινία αντιλαμβάνεται την εμπειρία της εφηβείας και της αυτογνωσίας οργανικά και σφαιρικά, κινούμενη στις παρυφές του ρεαλισμού και κάνοντας οικουμενικές ερωτήσεις. Η επιμονή της να απορρίπτει την παραδοσιακή αφήγηση και να ξεχειλίζει από concept μπορεί να την εντάσσει στην κατηγορία της καλτ και όχι της απαραίτητης παρακολούθησης, αλλά όποιος έχει θεωρήσει ότι μια τηλεοπτική σειρά του έσωσε τη ζωή θα βρει μια όαση σε αυτά τα 100 παράξενα λεπτά. Συμπαραγωγός της ταινίας είναι η Έμμα Στόουν, που έδωσε στους δημιουργούς πλήρη ελευθερία και στήριξη στην προσπάθειά τους για ευρύτερη εκπροσώπηση στην ποπ κουλτούρα.