Τρεις ελληνικές ταινίες, με τελείως διαφορετικές ιστορίες αλλά κοινό στοιχείο τον άνθρωπο και τη ζωή του στον μικρόκοσμό του, την καθημερινότητα, τα αδιέξοδα και τα μυστικά του, τα όνειρα και τις χαμένες προσδοκίες, συναντιούνται και διαγωνίζονται για το μεγάλο βραβείο στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρέα με άλλες οχτώ, πρώτες ή δεύτερες, ταινίες νέων σκηνοθετών από όλο τον κόσμο. Το Animal της Σοφίας Εξάρχου, το Μέντιουμ της Χριστίνας Ιωακειμίδη και Ο Τελευταίος Ταξιτζής του Στέργιου Πάσχου, κάνουν πρεμιέρα στο φεστιβαλικό κοινό πριν την έξοδό τους στις αίθουσες. Οι δύο πρώτες έχουν ήδη ανοίξει τα φτερά τους στα φεστιβάλ του εξωτερικού, η τρίτη ξεκινάει το δρόμο της τώρα. Οι δημιουργοί, δύο σκηνοθέτριες και ένας σκηνοθέτης που από το ντεμπούτο τους ακόμη έδειξαν την φωτεινή πορεία που θα ακολουθούσαν, καταθέτουν το δεύτερο μεγάλο τους εγχείρημα, ανυπομονώντας να συναντήσουν επιτέλους το ελληνικό κοινό. Η μεγαλύτερη δυσκολία, κοινή αγωνία και των τριών δημιουργών για να φθάσουν στην υλοποίηση του οράματός τους, το θέμα της χρηματοδότησης και του χρόνου αναμονής της -το μόνιμο πρόβλημα από το οποίο πάσχει ο ελληνικός κινηματογράφος.
Το γυρισμένο σε Αττική και Κρήτη Animal της Σοφίας Εξάρχου έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Λοκάρνο, αποσπώντας το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για την εξαιρετική πρωταγωνίστρια Δήμητρα Βλαγκοπούλου, ενώ έχει ήδη λάβει μέρος σε αρκετές ακόμη ξένες διοργανώσεις, συμμετέχοντας σε διαγωνιστικά τμήματα κι αποσπώντας διακρίσεις (Σαράγιεβο, Βανκούβερ, Βαλιαδολίδ κ.α.). Ηρωίδα της ταινίας η Κάλια, επικεφαλής μια ομάδας animateurs σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο όπου οι τουρίστες έρχονται να ζήσουν το «θαυμαστό ελληνικό καλοκαίρι». Ο Σίμος, η μικρή του κόρη Μαίρη, η νεοφερμένη Εύα, ο Θωμάς, ο Βλαντιμίρ, η Φανή, αποτελούν τα μέλη αυτής της διαφορετικής οικογένειας, όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο, στις χαρές και στις λύπες. Όμως πόσο μπορείς να αντέξεις διασκεδάζοντας τους άλλους και κάνοντας τα ίδια κάθε μέρα, όταν εσύ η ίδια βρίσκεσαι μπροστά σε αδιέξοδο; Τα γκλίτερ, το τζελ και τα κοστούμια, ο χορός, το καραόκε και το ποτό, δεν ηρεμούν την Κάλια, που περνά τις ατίθασες νύχτες της ψάχνοντας τον εαυτό της μέσα από τους άλλους…
Με παγκόσμια πρεμιέρα στο Σαράγιεβο, όπου απέσπασε το βραβείο Cineuropa, το Μέντιουμ της Χριστίνας Ιωακειμίδη, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, είναι μια τρυφερή και ευαίσθητη ιστορία ενηλικίωσης, από αυτές που πολύ χρειάζεται το ελληνικό σινεμά. Η 16χρονη Ελευθερία (πολύ καλή η πρωτοεμφανιζόμενη Αγγελική Μπεβεράτου) έρχεται στην Αθήνα από την επαρχία, έχοντας χάσει πριν λίγα χρόνια τη μητέρα της, για να βοηθήσει την ετοιμόγεννη μεγάλη αδερφή της μέσα στο καυτό Αυγουστιάτικο καμίνι. Η γνωριμία της με τον αινιγματικό Άγγελο (ωραίος ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου) ξυπνά τόσο το ερωτικό και σεξουαλικό της ένστικτο όσο και την περιέργεια να ανακαλύψει το γοητευτικό “άγνωστο” της ιδρωμένης πρωτεύουσας, προκαλώντας τα ίδια τα όρια της. Η δημιουργός καταφέρνει να δώσει ουσιαστικά και σε βάθος όλα τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τις εντάσεις, την τόλμη, τους στροβιλισμούς, τις δονήσεις της εφηβείας, ακόμη και το βάρος της απώλειας που νιώθει μια νεανική ψυχή ανακαλύπτοντας τον κόσμο των ενηλίκων σε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρο για αυτήν.
Ο Τελευταίος Ταξιτζής του Στέργιου Πάσχου δεν πρόλαβε να βγει ακόμη έξω από τα σύνορα, καθώς μόλις ολοκληρώθηκε, αλλά έχει όλα τα φόντα για αυτό. Πέρα από το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι η θηλυκή παρουσία, που διαρκώς αυξάνεται στον σκηνοθετικό χώρο, δίνει καινούργιο αίμα στο μέλλον του σινεμά, σκιαγραφεί κι ο ίδιος με δύναμη τον πολύπλοκο ψυχισμό μιας νέας κοπέλας που γνωρίζει τον Θωμά, τον ήρωα ταξιτζή του, μετά από ένα απρόβλεπτο θλιβερό γεγονός. Ο πενηντάρης Θωμάς (θαυμάσιος ο Κώστας Κορωναίος), κατ’ ανάγκην ταξιτζής, σε νυχτερινή βάρδια πάντα καθώς νιώθει πιο ζωντανή την πόλη και τους ανθρώπους στο σκοτάδι, γεμάτος καταπιεσμένα απωθημένα της ζωής που ονειρευόταν ως φοιτητής φιλολογίας και δεν κατάφερε να κάνει, ζει με τη γυναίκα του και τον έφηβο γιο του μια «κανονική» καθημερινότητα. Η γνωριμία του με την όμορφη κοπέλα που αποζητά να ξεχαστεί για λίγο μαζί του χωρίς να σκεφτεί τις όποιες συνέπειες τυχόν αυτό επιφέρει, ξυπνά θαμμένα ένστικτα και τον βυθίζει στην ερωτική παράνοια. Η μουσική του The Boy δεν θα μπορούσε παρά να ρίξει τις ιδιαίτερες, ευαίσθητες πινελιές της στις υπόγειες ατμόσφαιρες που μυρίζουν έκρηξη…
Χαρούμενοι και οι τρεις δημιουργοί, περπατάνε ανάλαφρα την απόσταση ανάμεσα στο «Ολύμπιον» και το λιμάνι της νύμφης του Θερμαϊκού, όπου τρέχει γεμάτη ένταση η πολύχρωμη φεστιβαλική δράση. Μπορεί να αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, να «κράτησε χρόνια αυτή η κολώνια», όπως έχει τραγουδήσει και η ambassador της Αγοράς του φεστιβάλ Χάρις Αλεξίου, αλλά επιτέλους ήρθε η ώρα που οι ταινίες τους συναντούν το ελληνικό κοινό και η χαρά για αυτό το ραντεβού είναι μεγάλη. Γιατί, όπως και να το κάνεις, είναι αλλιώς τα δικά σου τα “χώματα”, δηλώνουν στην popaganda, μαζί με την αγάπη τους για το σινεμά.
Καλές προβολές στο φεστιβάλ λοιπόν! Τι περιμένετε να φέρει η παρουσία της ταινίας σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Σοφία Εξάρχου: Ανυπομονώ να δω την ταινία μαζί με όλους τους ηθοποιούς και τους συντελεστές που θα ανέβουν στη Θεσσαλονίκη για την ελληνική πρεμιέρα. Νομίζω ότι θα είναι μια συγκινητική στιγμή για όλους μας και η ολοκλήρωση μιας εργασίας, ενός ταξιδιού που κάναμε όλοι μαζί για πάρα πολύ καιρό. Επίσης ανυπομονώ για τη συνάντηση της ταινίας με το ελληνικό κοινό. Η ταινία έχει ήδη ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ και είχα την ευκαιρία να δω πώς επικοινωνεί με το κοινό σε πολλές χώρες, αλλά η συνάντηση με το κοινό της χώρας στην οποία γυρίστηκε είναι τελείως διαφορετική. Περιμένω αυτή τη στιγμή με αγωνία.
Χριστίνα Ιωακειμίδη: Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο Σαράγιεβο. Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία! Όμως, στην Θεσσαλονίκη, ανυπομονώ να μοιραστώ την ταινία με τους υπέροχους συντελεστές της, με το ελληνικό κοινό και τους αγαπημένους μου ανθρώπους.
Στέργιος Πάσχος: Το γεγονός ότι είμαστε εδώ και θα ανοίξει η ταινία στον κόσμο μετά από τόσο καιρό που το περιμένω, μου δίνει ήδη μεγάλη χαρά και μου φτάνει. Η συνάντηση με τους ανθρώπους και οτιδήποτε μπορεί να ακούσω ή να διαβάσω μετά για την ταινία, με χαροποιεί ιδιαίτερα. Γιατί αυτή είναι η πρόθεση, ένα έργο να ανοίγει μια συζήτηση με τον κόσμο.
Τι έδωσε στον καθένα/καθεμία σας την ιδέα και την αφορμή που άναψε το σπίρτο για τη δημιουργία της ταινίας σας;
Σ.Ε.: Το σημείο εκκίνησης για μένα ήταν το θέμα της εργασίας στον Δυτικό κόσμο. Ήξερα ότι ήθελα να κάνω μια ταινία για τα σύγχρονα εργασιακά συστήματα. Και πολύ νωρίς ήξερα επίσης ότι το “δικό μου” εργασιακό σύστημα θα ήταν η τουριστική βιομηχανία, η μεγαλύτερη βιομηχανία που έχουμε στην Ελλάδα και συνάμα ένα σύστημα που το γνωρίζω καλά και με ενδιέφερε να το ερευνήσω ακόμα περισσότερο.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της ανεύρεσης χώρων στην προηγούμενη ταινία μου («Park»), επισκέφθηκα πολλά ξενοδοχεία και είχα την τύχη να παρακολουθήσω τα shows των animateurs από κοντά. Όταν άρχισα να γράφω το «Animal», και ενώ στην αρχή είχα σκεφτεί ότι οι ήρωες της ταινίας μου θα είναι οι υπάλληλοι ενός ξενοδοχείου, πολύ γρήγορα αποφάσισα να επικεντρώσω την ιστορία μου μόνο στους animateurs που βρίσκονται εκεί, θέτοντας έτσι στο κέντρο της ταινίας το θέμα της διασκέδασης στον Δυτικό κόσμο. Τη σημασία και αναγκαιότητά της για την “ομαλή” λειτουργία του συστήματος, τις συνθήκες της, τον τρόπο που προσφέρεται.
Χ.Ι.: Η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη. Αυτό που με τράβηξε αρχικά, ήταν ότι στο κείμενο αναγνώρισα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι ξανά και ξανά: την δυσκολία στην επικοινωνία, τις απόμακρες σχέσεις μέσα στην οικογένεια, την ξαφνική απώλεια. Ακόμα, μου άρεσε η ατμόσφαιρα της Αυγουστιάτικης καλοκαιρινής Αθήνας που στο κείμενο είναι πολύ κινηματογραφικά δοσμένη. Αλλά ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας τον οποίο ερωτεύτηκα, μια εκ πρώτης όψεως χαμένη και αφελής γυναίκα, η οποία μεταμορφώνεται, ανακαλύπτοντας στον εαυτό της μια δύναμη που μου φάνηκε ξεχωριστή.
Το «Μέντιουμ» είναι ένα πορτραίτο. Η Ελευθερία, η ηρωίδα στην οποία αναφέρεται και ο τίτλος, είναι κάπου ανάμεσα. Ανάμεσα στο παιδί και στη γυναίκα, ανάμεσα στο πένθος για τον χαμό της μητέρας της και την χαρά για την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Περιπλανώμενη στους καυτούς δρόμους της άγνωστης μεγαλούπολης ανακαλύπτει το ξύπνημα της σεξουαλικής επιθυμίας. Η ταινία βασίζεται λιγότερο στην πλοκή και τον διάλογο και πιο πολύ στην παρατήρηση των μικρών-“μεγάλων” στιγμών και στις τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που κάποιες φορές καταλήγουν να αγγίξουν τις ζωές μας με τρόπο μοναδικό.
Σ.Π.: Η αφορμή για να μείνει μια ιδέα στο κεφάλι σου περισσότερο από κάποια άλλη και να αποφασίσεις να ασχοληθείς μαζί της και να περάσεις όσα χρειάζονται προκειμένου να την κάνεις ταινία, πολύ συχνά είναι μυστηριώδης ή τουλάχιστον είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της. Αν θα έπρεπε να ψάξω και να σκεφτώ για ποιο λόγο μπορεί να διάλεξα τώρα να πω μια τέτοια ιστορία, νομίζω πως θα είχε σχέση με μια τρομακτική εκδοχή του εαυτού μου που πάντα υπήρχε ως προβολή στο μέλλον, όταν ήμουν νεότερος -και τώρα ακόμη ίσως. Όπου δηλαδή, πολλά πράγματα τα οποία ήθελα να πραγματοποιήσω θα μπορούσα να μην τα έχω πραγματοποιήσει, ίσως κι από καθαρή ατυχία. Και τι θα μπορούσε αυτό, όλα αυτά τα απωθημένα που θα είχαν θαφτεί μέσα μου, να έχει προκαλέσει σε μένα. Έτσι, με ένα τρόπο, αυτός ο ήρωας θα μπορούσε και να είναι μια τρομακτική εκδοχή ενός εαυτού μου στο μέλλον. Πάντως όσο την φτιάχναμε την ταινία και τώρα που ολοκληρώθηκε, μου αρέσει να την σκέφτομαι ως μια κωμωδία τρόμου.
Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές στη δημιουργία της ταινίας σας και ποιες οι πιο χαρούμενες;
Σ. Ε.: Το πιο δύσκολο στάδιο ήταν το στάδιο του development και της χρηματοδότησης της ταινίας. Ήταν ένα στάδιο που κράτησε πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε τη χρηματοδότηση που χρειαζόμασταν για την υλοποίησή της και ένα στάδιο που απαιτούσε συνεχή εργασία και επιμονή από όλους τους συνεργάτες. Αυτή η αναμονή ήταν πολύ επίπονη. Για μένα, απαιτούσε επίσης και διαρκή επαναπροσδιορισμό της ταινίας ώστε να μπορεί να συνεχίζει να με αφορά και να με εμπνέει μέσα στα χρόνια. Χρειάζεται πολλή υπομονή και πίστη για να μπορέσει τόσο ο σκηνοθέτης όσο και οι συνεργάτες να φθάσουν στο γύρισμα με την ενέργεια που απαιτείται για να καταφέρουν να την υλοποιήσουν μετά από χρόνια, με τον τρόπο που την οραματίζονταν.
Το πιο χαρούμενο και συνάμα το πιο σημαντικό ήταν η συνεργασία μου με τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της ταινίας. Αποτέλεσαν μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα. Όλοι φέρανε τις ιδέες τους και μαζί καταφέραμε να συνθέσουμε το σύμπαν της. Η πίστη που είχανε στην ταινία και κυρίως η ενέργεια που φέρανε στο γύρισμα μου έδωσε όλη τη δύναμη για να καταφέρω να γυρίσω και να ολοκληρώσω το «Animal».
Χ.Ι.: Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν αυτό που σημαίνει να κάνει κάποιος ταινία στην Ελλάδα. Οι οικονομικές δυσκολίες είναι τεράστιες. Αλλά δεν είναι μόνο το ελάχιστο budget. Ίσως ακόμα χειρότερο είναι ότι ένας δημιουργός πρέπει να περιμένει 2,5 χρόνια για μια απάντηση χρηματοδότησης από τους κρατικούς φορείς. Αυτό δεν το έχω δει σε καμιά άλλη χώρα. Φθάνεις να ξεχάσεις ποια ήταν η αρχική σου πρόθεση. Ακόμη, δεν είναι μόνο ότι επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσμα από την έλλειψη ικανοποιητικών πόρων, αλλά και ότι οι συντελεστές, οι οποίοι στην δική μου περίπτωση έβαλαν την ψυχή τους σε αυτό το project, αμείβονται με τέτοιο τρόπο που δεν τους επιτρέπει να βιοποριστούν.
Σ.Π.: Σε αυτή την ταινία στάθηκε πολύ δύσκολο να γράψω το σενάριο, για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν ότι έπρεπε να φανταστώ μια εκδοχή ζωής που με έναν τρόπο βρίσκεται μακριά από αυτό που είναι η δική μου. Ένας άλλος, ότι έπρεπε ίσως να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου κάνοντάς το. Και όλα αυτά χωρίς ποτέ να είμαι σίγουρος. Αυτό που ξέρω είναι ότι χρειάστηκε να το γράψω και να το ξαναγράψω περισσότερες φορές από ότι έχω γράψει οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να σταθεί στα πόδια της η ιστορία.
Φυσικά, η διαδικασία της χρηματοδότησης δεν ήταν καθόλου εύκολο κομμάτι, όπως συνήθως. Σε αυτήν την ταινία ακόμη περισσότερο, γιατί σε μια περίοδο που το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου δεν λειτουργούσε στους χρόνους του -έτυχε μάλιστα η ταινία να απορριφθεί κιόλας μία φορά-, συνολικά περιμέναμε 5 χρόνια σχεδόν για να έχουμε την χρηματοδότησή του και να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Κάτι που ήταν τρομερά ψυχοφθόρο.
Οι χαρούμενες στιγμές, τουλάχιστον για μένα, είναι κυρίως στο γύρισμα, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανένα άλλο στάδιο της διαδικασίας. Όμως εκεί είναι που βλέπεις την ταινία να ζωντανεύει μπροστά σου. Όλοι αυτοί οι συνεργάτες, όλη αυτή η αδρεναλίνη που έχεις σε ένα γύρισμα, είναι κάτι το οποίο θα έλεγα ότι είναι εθιστικό. Οπότε, όταν γυρίζαμε τις πιο απαιτητικές σκηνές, κυρίως στο τρίτο μέρος της ταινίας κι έβλεπα κάποια πράγματα που τα είχα τόσα χρόνια στο κεφάλι μου και μόνο στο χαρτί, να συμβαίνουν μπροστά μου με έναν τρόπο που δικαίωνε την απόφασή μου να επιμείνω να γίνει η ταινία ή έβλεπα πολλές φορές τους ηθοποιούς να φέρνουν πράγματα που ποτέ δεν τα είχα φανταστεί ή πολύ καλύτερα από όσα είχα φανταστεί, νομίζω τότε ήταν που έπαιρνα την μεγαλύτερη ικανοποίηση.
Στον κόσμο που ζούμε πού πιστεύετε ότι πάει το σινεμά?
Σ.Ε.: Στη συνήθη ερώτηση αν το σινεμά θα συνεχίσει να υπάρχει, η απάντησή μου είναι ναι. Πιστεύω ότι θα υπάρχει πάντα ένα κοινό που θα αποζητά την ξεχωριστή εμπειρία της θέασης μιας ταινίας στη σκοτεινή αίθουσα. Από την άλλη, τις τελευταίες δεκαετίες, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η διανομή μιας ταινίας, ειδικά μιας ανεξάρτητης ταινίας, στις κινηματογραφικές αίθουσες και χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να καταφέρει να φθάσει στη σκοτεινή αίθουσα.
Χ.Ι.: Θέλω να ελπίζω ότι το σινεμά θα συνεχίσει να είναι πολλά διαφορετικά πράγματα: ένα παράθυρο στις ψυχές των άλλων, ένα μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα, ψυχαγωγία, ένας τρόπος να μαθαίνουμε ξένες κουλτούρες και πολιτισμούς, φαντασία, συντροφιά, παρηγοριά σε δύσκολες στιγμές και τόσα πολλά άλλα.
Σ.Π.: Παρότι πολλά ακούγονται εδώ και αρκετά χρόνια για το σινεμά, ότι σιγά σιγά η αίθουσα εγκαταλείπεται, το σινεμά πεθαίνει, αλλάζει, δεν νομίζω ότι συμμερίζομαι αυτήν την άποψη. Πιστεύω ότι περνάει μια κρίση πολύ σοβαρή αλλά δεν είναι η πρώτη, έχει ξαναπεράσει τέτοιες στο παρελθόν και το βλέπουμε πάντα να βγαίνει ανανεωμένο, ζωντανό, πολύ πιο αιχμηρό. Παράδειγμα το κύμα σκηνοθετών στα τέλη 60ς αρχές 70ς με το New Hollywood, που ήρθε μετά από μια περίοδο απονέκρωσης του αμερικανικού κινηματογράφου. Νομίζω ότι ζούμε σε μια ανάλογη περίοδο. Οι πρόσφατες απεργίες στο Χόλυγουντ δηλώνουν κάτι τέτοιο: ότι σιγά σιγά οι δημιουργικοί συντελεστές μιας ταινίας αρχίζουν και ζητούν ξανά το μερίδιο τους όχι μόνο στο οικονομικό θέμα αλλά και στον έλεγχο του έργου τους. Ζητούν να έχουν ένα λόγο στο σινεμά που παράγεται, μετά από όλες αυτές τις υπερβολικές ταινίες που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Οπότε θεωρώ ότι σύντομα θα ξεκινήσει μια νέα ολόφρεσκη περίοδος του σινεμά σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αν μη τι άλλο, κάτι που με κάνει πολύ ισχυρά να το πιστεύω αυτό, είναι το γυναικείο βλέμμα στο σινεμά, για το οποίο νιώθω ότι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα. Οπότε, αν πούμε ότι αυτό το καινούργιο στοιχείο έχει αρχίσει ήδη να έρχεται αλλά θα έρθει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στα επόμενα χρόνια, τότε έχουμε τουλάχιστον άλλα 100 χρόνια ιστορίας κινηματογράφου με την γυναικεία ματιά πάνω στον κόσμο.
Ποιο σινεμά σας επηρέασε γενικώς στην πορεία σας και ποια είναι η αγαπημένη σας φετινή ταινία;
Σ.Ε.: Έβλεπα σινεμά και βλέπω διαρκώς -έτσι μάθαινα και μαθαίνω. Οπότε, πάρα πολλές ταινίες και σκηνοθέτες με έχουν επηρεάσει και εμπνεύσει μέσα στα χρόνια. Θα έλεγα ενδεικτικά την Claire Denis, τη Lucrecia Martel, τον Bruno Dumont και τον John Cassavetes.
Η αγαπημένη μου φετινή ταινία είναι το «Do not expect too much from the end of the world» του Radu Jude. Είναι ένας σκηνοθέτης που δεν σταματά να δοκιμάζει νέους δρόμους και να εκπλήσσει με τις επιλογές του. Το έργο του είναι μια ταινία βαθιά πολιτική και συνάμα ανθρώπινη, με ένα δεκάλεπτο μονοπλάνο στο τέλος που στέκεται με τον πιο απλό και την ίδια ώρα συγκλονιστικό τρόπο μπροστά στους ήρωες του.
Χ.Ι.: Δεν είναι ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά που με έχει επηρεάσει. Ο πατέρας μου διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή ταινιών όλων των ειδών, σε VHS. Μεγαλώνοντας, και ύστερα από τον πρόωρο θάνατό του, άρχισα να καταβροχθίζω αυτές τις ταινίες. Κάποιες τις έχω δει αμέτρητες φορές. Ήταν μια μορφή παρηγοριάς. Αργότερα, μια από τις πρώτες μου συνεργασίες στην Ελλάδα, ήταν δίπλα στον Πάνο Χ. Κούτρα. Ήμουν βοηθός του στη διαφήμιση, ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνε το post-production για την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά». Έτσι εισήλθα στον μαγικό κόσμο του σινεμά δίπλα σε έναν μοναδικό δημιουργό. Τέλος, ήταν η εμπειρία μου σπουδάζοντας στο London Film School, όπου ήρθα σε επαφή και συνεργάστηκα με κινηματογραφιστές από πολύ διαφορετικές κουλτούρες.
Οι αγαπημένες μου ταινίες για φέτος είναι δύο. Δεν μπορώ να διαλέξω. Το «Aftersun» της Charlotte Wells και το «Killers of the Flower Moon» του Martin Scorsese.
Χριστίνα Ιωακειμίδη © Σοφία Χουλιαρά
Σ.Π.: Παρακολουθώ όλα τα είδη κινηματογράφου από όλες τις εποχές. Σταθερά αγαπημένοι δημιουργοί είναι ο Fellini –τον θεωρώ ίσως τον πιο ολοκληρωμένο από όλους, με την έννοια ότι είναι ένας τρομερά πληθωρικός μινιμαλιστής, ο οποίος είχε την ικανότητα να μπαίνει πολύ βαθιά στα ζητήματα τα οποία έπιανε με έναν φιλοσοφικό τρόπο, ενώ ταυτόχρονα ποτέ δεν ξέχναγε ότι το σινεμά είναι χαρά και χορός και θέαμα. Γενικά είχε την ικανότητα μέσα από ακραίες αντιφάσεις να δημιουργεί, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του, φοβερά ισορροπημένα έργα τα οποία νομίζω από όλες τις απόψεις ήταν απίστευτα ολοκληρωμένα.
Πέρα από αυτό, αγαπώ πολύ το σινεμά του Ταρκόφσκι, επίσης κάποιες ισπανικές ταινίες του ’70, όπως το «El Sur» του Víctor Erice και το «Cría Cuervos» του Carlos Saura. Όλο το New Hollywood επίσης, το βλέπω και το ξαναβλέπω. Μου αρέσει πάρα πολύ το σινεμά του
Ceylan, το σύγχρονο ρουμάνικο κύμα -και ειδικά οι ταινίες του Cristi Puiu, με κορυφαία τη «Sieranevada»-, το σινεμά του Woody Allen, των αδελφών Cohen, του Paul Thomas Anderson… Και πάλι έχω αφήσει πάρα πολλούς απέξω, γιατί, κάθε φορά, κάτι, για κάποιο λόγο θα βρίσκεται πιο κοντά σου και κάτι άλλο λιγότερο. Κι όταν σε ρωτήσουν ξανά το ίδιο έξι μήνες μετά, σε άλλη φάση της ζωής σου, θα πεις κάτι άλλο…
Από το ελληνικό σινεμά με έχει επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το σινεμά του Νικολαΐδη, του Παναγιωτόπουλου, του Πανουσόπουλου και του Τσιώλη, μιλώντας φυσικά για εκείνη τη γενιά των κινηματογραφιστών. Όχι πως δεν έχουμε δείγματα στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά τα οποία επίσης σου δίνουν την ώθηση και την ελπίδα ότι «να, κάτι καλό μπορεί να γίνει» και σου δίνουν το κουράγιο να συνεχίσεις, γιατί βλέπεις κάποιον δίπλα σου παρά τις αντιξοότητες να τα καταφέρνει. Όπως είναι π.χ. ο Οικονομίδης ή ο Λάνθιμος, για να αναφέρω έτσι πρόχειρα δυο παραδείγματα από προηγούμενα χρόνια.
Από τις φετινές ταινίες δεν έχω προλάβει να δω κάτι, ούτε καν τον Σκορσέζε. Είδα όμως την ταινία του Ceylan που παρά τις κάποιες ανισότητες, παραμένει μια σπουδαία ταινία που θα ξαναδώ πολλές φορές, όπως και όλο του το έργο.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα της ταινίας σας, μετά το φεστιβάλ;
Σ.Ε.: Μετά τη Θεσσαλονίκη, η ταινία θα συνεχίσει να ταξιδεύει. Το «Animal» θα συμμετάσχει τους επόμενους δυο μήνες σε φεστιβάλ στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Λιθουανία και στη Σουηδία. Επίσης τον Ιανουάριο, η ταινία βγαίνει σε διανομή σε Ελλάδα και Γαλλία.
Χ.Ι.: Η ταινία θα αποτελέσει ταινία έναρξης του WIFT (του Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Γυναίκες Χωρίς Σύνορα»), στο τέλος Νοεμβρίου στην Αθήνα. Την παγκόσμια εκμετάλλευση έχει αναλάβει η Wide Management και τα επόμενα φεστιβάλ που πάει είναι στην Ιταλία, στην Τουρκία και στο Μεξικό. Για ελληνική διανομή συζητάμε με κάποιες εταιρείες για αργότερα, προς την άνοιξη.
Σ.Π.: Τα επόμενα βήματα της ταινίας είναι ότι σίγουρα θα βγει στη διανομή, σίγουρα θα ταξιδέψει, όλα αυτά ετοιμάζονται ήδη, απλώς ακόμη δεν είναι “επίσημα” για να ανακοινωθούν.
Πληροφορίες για όλους τους συντελεστές καθώς και τις προβολές κάθε ταινίας (και online), στο site του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης:
«Animal» της Σοφίας Εξάρχου https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/15288
«Μέντιουμ» της Χριστίνας Ιωακειμίδη >> https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/15269
«Ο Τελευταίος Ταξιτζής» του Στέργιου Πάσχου >> https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/15242