

Στη σκιά της είδησης για ενδεχόμενη απόκτηση του ιστορικού στούντιο Warner Bros από τον αντι-κινηματογραφικό γίγαντα του streaming, Netflix, η ανάγκη για τη διατήρηση της εμπειρίας της αίθουσας γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Ευτυχώς υπάρχουν ταινίες σαν τις παρακάτω για να ισχυροποιούν κάθε τέτοιο επιχείρημα:

Ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθετεί το ριμέικ του κορεάτικου sci-fi Save The Green Planet ως μια ψυχρή, ξεκαρδιστικά άβολη αλληγορία για την εξουσία, την παράνοια και την ανάγκη μας να πιστεύουμε ότι κάποιος «άλλος» φταίει για όλα. Στην Βουγονία η συνωμοσιολογία συναντά την εταιρική κουλτούρα, οι άνθρωποι μιλούν σαν να διαβάζουν εγχειρίδιο χρήσης και η βία ξεσπά με την ίδια ουδετερότητα που κάποτε ξεσπούσε και στον Αστακό. Δύο άντρες, βαθιά χωμένοι στο rabbit hole του Ίντερνετ, απαγάγουν μια ισχυρή CEO μεγάλης εταιρείας, πεπεισμένοι ότι δεν είναι άνθρωπος αλλά εξωγήινη που σκοπεύει να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Η ταινία εξελίσσεται κυρίως μέσα από τις αλλόκοτες ανακρίσεις τους, όπου η λογική καταρρέει, οι ρόλοι εξουσίας αντιστρέφονται και κανείς δεν μοιάζει απολύτως σίγουρος για το τι είναι πραγματικό. Ο Τζέσι Πλέμονς έχει πιάσει τη σωστή συχνότητα ανάμεσα στην τρέλα και τη λύπηση και η Έμμα Στόουν συνεχίζει το σερί των τολμηρών συνεργασιών της με τον Λάνθιμο, με μια ερμηνεία που παίζει ανάμεσα στο ανθρώπινο και το απολύτως εξωγήινο, χωρίς να χρειαστεί ποτέ πράσινο μακιγιάζ. Δεν είναι η πιο «ζεστή» του ταινία (spoiler: καμία του δεν είναι), αλλά είναι από τις πιο πολιτικές του, με ένα χιούμορ τόσο στεγνό που σχεδόν τρίζει, δια χειρός του Γουίλ Τρέισι (Succession).

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού Χάρις Ντίκινσον (Babygirl) είναι ένα βρόμικο, νευρικό πορτρέτο μιας ζωής στο περιθώριο. Ο Αχινός ακολουθεί ένα νεαρό άστεγο (Φρανκ Ντιλέιν) στο Λονδίνο που προσπαθεί χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να κρατηθεί όρθιος ανάμεσα σε πρόχειρες δουλειές, βίαιες εξάρσεις και στιγμές απρόσμενης τρυφερότητας. Η κάμερα είναι συχνά αποστασιοποιημένη σαν σε ντοκιμαντέρ και η ταινία αποφεύγει κάθε ρομαντικοποίηση της φτώχειας. Ο Ντίκινσον δείχνει ξεκάθαρα τις επιρροές του (κοινωνικός ρεαλισμός, kitchen sink drama), αλλά έχει ένστικτο, θυμό και μια ειλικρίνεια που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει ως κάτι περισσότερο από ένα καλό πρώτο βήμα στη σκηνοθεσία.

Μια από τις μικρές εκπλήξεις της χρονιάς, το Companion αξιοποιεί εύστοχα το σύγχρονο φόβο για την τεχνητή νοημοσύνη, τις εφαρμογές γνωριμιών και την τοξική αρρενωπότητα. Η Σόφι Θάτσερ υποδύεται μια σύντροφο-ρομπότ, σχεδιασμένη να είναι «τέλεια», αλλά όταν αρχίζει να αποκτά επίγνωση του εαυτού της, η ταινία μετατρέπεται σε σκοτεινή σάτιρα. Λίγο θρίλερ, λίγο μαύρη κωμωδία, λίγο sci-fi: η ταινία του Ντρου Χάνκοκ έχει προσωπικότητα και νεύρο, με αιχμηρές και εντυπωσιακά επίκαιρες παρατηρήσεις. Η εύκαμπτη περσόνα του Τζακ Κουέιντ χρησιμοποιείται ιδανικά εδώ, με το γιο της Μεγκ Ράιαν ως αντι-romcom σταρ.

Ο Παρκ Τσαν-Γουκ επιστρέφει με μια σκοτεινή, κωμική ιστορία για έναν οικογενειάρχη που, μετά από την απόλυσή του, καταλήγει να πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να βγάλει από τη μέση τους άλλους υποψήφιους για την επόμενη επαγγελματική του θέση. Το Καμία Άλλη Επιλογή ξετυλίγεται σαν ψυχρό, αλλά και πολύ αστείο, ηθικό παζλ: κάθε επιλογή οδηγεί σε κάτι χειρότερο, κάθε λύση κρύβει μια νέα παγίδα. Με τη γνώριμη χειρουργική του ακρίβεια, ο Παρκ μετατρέπει την κοινωνική πίεση σε καθαρό σασπένς και θυμίζει γιατί είναι από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που μπορούν να κάνουν την ενοχή να μοιάζει κινηματογραφικά συναρπαστική.

Μετά τις Περασμένες Ζωές, η Σελίν Σονγκ κάνει άλλη μια ταινία για το πόσο δεν την παλεύει με τον άντρα της κατά βάθος. Το Ταιριάζουμε; μοιάζει πιο ανάλαφρο στην επιφάνεια, αλλά κρύβει το ίδιο υπαρξιακό βάρος με το θαυμάσιο ντεμπούτο της. Ακολουθεί μια επαγγελματία matchmaker (Ντακότα Τζόνσον) στην Νέα Υόρκη (το μόνο μέρος που θα μπορούσε να τοποθετηθεί ρεαλιστικά η ταινία), η οποία χτίζει σχέσεις με μαθηματική ακρίβεια: εισόδημα, εμφάνιση, κοινωνικό κεφάλαιο. Όταν όμως η ίδια μπλέκεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σε έναν «τέλειο» σύντροφο που πληροί όλα τα κριτήρια (Πέδρο Πασκάλ) και έναν μπατίρη παλιό έρωτα (Κρις Έβανς), η λογική της αρχίζει να καταρρέει. Η ταινία παρακολουθεί αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στο συναίσθημα και τη στρατηγική, θέτοντας το ερώτημα αν ο έρωτας μπορεί πράγματι να βελτιστοποιηθεί. Οι ήρωές της μιλούν για χρήματα, στάτους και επιλογές ζωής, αλλά στην πραγματικότητα παλεύουν, όπως πάντα στη περίπτωση Σονγκ, με το αν μπορούν να επιλέξουν αυτό που θέλουν και όχι αυτό που βγάζει νόημα. Καθρέφτης μιας γενιάς που έχει μάθει να μετράει τα πάντα εκτός από το συναίσθημα.

Eva Victor appears in Sorry, Baby by Eva Victor, an official selection of the 2025 Sundance Film Festival. Courtesy of Sundance Institute | photo by Mia Cioffy Henry.
Η Έβα Βίκτορ γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μια ταινία για το πένθος, την ενοχή και τα πράγματα που δεν λέγονται ποτέ τη σωστή στιγμή. Το Sorry, Baby παρακολουθεί μια νεαρή γυναίκα μετά από ένα τραυματικό γεγονός σεξουαλικής επίθεσης από καθηγητή της, καθώς προσπαθεί να συνεχίσει την καθημερινότητά της ενώ όλα μέσα της έχουν παγώσει. Με deadpan χιούμορ, άβολες παύσεις και συναισθηματική ακρίβεια, η ταινία αποτυπώνει όχι το ίδιο το τραύμα, αλλά τις παράπλευρες συνέπειές του: τη δυσκολία στην οικειότητα, την ενοχή και την ανάγκη να φανεί «λειτουργικός» κάποιος που έχει υποστεί τέτοιο τραύμα.

Αν και δεν πιστεύουμε ότι ο Ρόμπι Γουίλιαμς μπορεί να γίνει καλύτερος απ’ό,τι είναι ήδη, αυτή η ταινία θα μετατρέψει σε πιστούς ακόμα και τους μεγαλύτερους pop snobs. Αντί για μια προβλέψιμη μουσική βιογραφία, το Better Man επιλέγει να είναι προσωπικό, πειραματικό και συναισθηματικά ειλικρινές. Εστιάζει στη ζωή του διάσημου τραγουδιστή, όχι μέσα από επιτυχίες και σκάνδαλα, αλλά μέσα από τις ανασφάλειες, τις ενοχές και την πάλη με τον εαυτό του. Παραδόξως, το ανορθόδοξο τέχνασμα της χρήσης ενός CGI χιμπατζή ως κεντρικού ήρωα λειτουργεί θεαματικά. Η ταινία παίζει με το χρόνο, τις αναμνήσεις και τη μουσική ως αφήγηση. Είναι messy, απρόβλεπτη αλλά αυθεντική, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Ρόμπι.

Ο Ζακ Κρέγκερ αποδεικνύει ότι το Barbarian δεν ήταν πυροτέχνημα, αλλά προειδοποίηση. Το Weapons ξεκινά με ένα απλό hook: σε μια μικρή αμερικανική πόλη, μια ολόκληρη τάξη παιδιών εξαφανίζεται το ίδιο βράδυ, την ίδια ώρα, χωρίς καμία λογική εξήγηση. Από εκεί και πέρα, η ταινία ξεδιπλώνεται μέσα από πολλαπλές οπτικές (γονείς, δασκάλους, αστυνομία) μετατρέποντας το συλλογικό τραύμα σε κάτι σχεδόν μυθολογικό. Ο Κρέγκερ ισορροπεί εντυπωσιακά ανάμεσα στο χιούμορ και τον καθαρό τρόμο. Φυσικά MVP αποτελεί η γκροτέσκα Έιμι Μάντιγκαν, που εκτοξεύεται κατευθείαν στις πιο τρομακτικές μορφές της ποπ κουλτούρας με μια αξέχαστη ερμηνεία που μπορεί να στοιχειώσει με τη ίδια ευκολία τόσο ένα διάδρομο μαγαζιού με στολές για το Χάλογουιν όσο και τους χειρότερους εφιάλτες.

Ο Ράιαν Κούγκλερ παντρεύει τη βιβλική θεματολογία με punk αισθητική και έντονη συναισθηματική ένταση, δημιουργώντας κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που έχουμε δει φέτος. Βαμπίρ στον αμερικανικό Νότο του ’30, αλλά χωρίς κλισέ: το Sinners χρησιμοποιεί τον τρόμο για να μιλήσει για πολιτισμική αφαίμαξη. Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν παίζει δύο ρόλους: τους δίδυμους πρώην στρατιώτες που ανοίγουν ένα μπαρ σε μια μαύρη κοινότητα, μέχρι που την ηρεμία διαταράσσουν βρικόλακες-εισβολείς.. Με επιρροές από τους λαϊκούς μύθους, τα μπλουζ και την καταπιεσμένη μνήμη, είναι μια ταινία γεμάτο αίμα, ρυθμό και νόημα και ισορροπεί ανάμεσα στο ιερό και το προκλητικό με απόλυτη σιγουριά.

Τι γίνεται όταν η επανάσταση τελειώνει αλλά η ζωή συνεχίζεται; Ο Μπομπ Φέργκιουσον (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), πρώην επαναστάτης, έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και μεγαλώνει τη έφηβη κόρη του (Τσέις Ινφίνιτι, ο ορισμός του “ένα αστέρι γεννιέται”). Όταν, όμως, εχθροί από το παρελθόν την αρπάζουν, ο Μπομπ ξαναβρίσκει τους παλιούς του συντρόφους και την αναζητά λυσσαλέα. Ο Ντι Κάπριο είναι πιο αστείος από ποτέ και απροσδόκητα τρυφερός, παίζοντας έναν ήρωα χαοτικό, κουρασμένο και βαθιά ανθρώπινο. Περιστοιχίζεται από ένα καστ έτοιμο για όλα τα βραβεία, που περιλαμβάνει την Τεγιάνα Τέιλορ, τον Σον Πεν, την Ρετζίνα Χολ, τον Τόνι Γκόλντγουιν (Scandal hive: rise) και τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο. Ο Άντερσον, εμπνευσμένος από το βιβλίο “Βάινλαντ” του Τόμας Πίντσον, φτιάχνει εδώ ένα πολιτικό road movie σε υπαρξιακή κρίση για ανθρώπους που ζουν παγιδευμένοι σε έναν αέναο κύκλο συγκρούσεων (πολιτικών, προσωπικών, ιστορικών) όπου κάθε μάχη τελειώνει μόνο για να αρχίσει η επόμενη. Και για κερασάκι στην τούρτα, χαρίζει ένα από τα καλύτερα και πιο συναρπαστικά κινηματογραφικά car chases όλων των εποχών.
