Τα Εγκλήματα του Μέλλοντος κάνουν πρεμιέρα στο μέσο της εβδομάδας στην Ελλάδα, μετά από μια πολυσυζητημένη (και αβράβευτη) άφιξη στο Φεστιβάλ Καννών. Είδαμε την ταινία εκεί τον περασμένο Μάιο και θεωρήσαμε ότι, παρά την παρατηρητικότητά της σχετικά με τους οραματιστές του περιθωρίου που προσπαθούν να σπρώξουν την ανθρωπότητα προς το επόμενό της κεφάλαιο εν μέσω αντιδράσεων από παραδοσιακούς βιολόγους, τελικά δεν δικαιολόγησε το buzz της. Πιο αναλυτικά, είχαμε γράψει τα παρακάτω ως πρώτη εντύπωση:
“[…] Επιστρέφοντας μετά από 23 χρόνια στο είδος που ο ίδιος καθόρισε, ο καναδός auteur Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ είχε ήδη διατυμπανίσει τις φρίκες της νέας του ταινίας Crimes Of The Future πριν τις αποκαλύψει επί της οθόνης, όμως το αποτέλεσμα περισσότερο σε αφήνει με σηκωμένους ώμους παρά με σηκωμένη την τρίχα. Ναι, το σώμα διασταυρώνεται για άλλη μια φορά με τη νέα τεχνολογία μέσα από σαρκικές τομές και νυστέρια, αλλά, πέρα από μερικά “νοσοκομειακά” κοντινά, το cringe είναι απογοητευτικά περιορισμένο (εκτός αν μετρήσουμε την ερμηνεία της Κρίστεν Στιούαρτ.)
Στον κόσμο του Crimes Of The Future, ελάχιστοι άνθρωποι νιώθουν πια πόνο και η ανθρώπινη εξέλιξη έχει πάρει απρόβλεπτη τροπή, με τη δημιουργία καινούργιων οργάνων μέσα στο σώμα. Ο Σολ και η Καπρίς, δύο performance artists που υποδύονται ο Βίγκο Μόρτενσεν και η Λεά Σεντού, έχουν χτίσει μια υπολογίσιμη φήμη στους underground καλλιτεχνικούς κύκλους χάρη στο σόου τους, στο οποίο η Καπρίς κάνει τατουάζ στα “νεο-όργανα” που καλλιεργούνται μέσα στον Σολ και στη συνέχεια τα αφαιρεί χειρουργικά μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων θαυμαστών.
Το δυστοπικό πακέτο συμπληρώνεται από την ύπαρξη μιας γραφειοκρατικής οργάνωσης που καταγράφει όλους τους μεταλλαγμένους ανθρώπους σαν τον Σολ, στην οποία εργάζονται δύο υπάλληλοι (Ντον Μακέλαρ και Κρίστεν Στιούαρτ), και μια αστυνομική μονάδα που ερευνά τη νέα μορφολογική πραγματικότητα και προσπαθεί να ελέγξει τις απρόβλεπτες συνέπειες των μεταλλάξεων (ανάμεσά τους και η δολοφονία ενός μικρού αγοριού από τη μητέρα του, επειδή είχε αναπτύξει την ικανότητα να μεταβολίζει πλαστικό και στην αρχή της ταινίας έφαγε ένα μικρό κάδο απορριμάτων.)
Ο Κρόνενμπεργκ έχει πολλές σκέψεις – αυτό φάνηκε, άλλωστε, από όλες τις συνεντεύξεις του σχετικά με το Crimes Of The Future, που συνδύαζαν hype και ένα σωρό ιδέες για το σώμα, όμως η μετάφραση αυτών των σκέψεων σε κινηματογραφική γλώσσα έχει καταλήξει σε ένα ξεχειλωμένο, φλύαρο σενάριο, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή ενέργεια.
Όπως σε αρκετές σύγχρονες ταινίες, το vibe είναι το θέμα: οι ήρωες πειραματίζονται, φιλοσοφούν, κινούνται στο σκοτάδι και την αβεβαιότητα των πράξεών τους με φόντο την post-industrial αισθητική μιας αόριστα μελλοντικής Αμερικής (στην πραγματικότητα τα βρώμικα στενά της Αθήνας, που συμβάλλουν άψογα στη δημιουργία ενός νοσηρού κλίματος). Η εσωτερική τερατογένεση αποτελεί αντικείμενο καλλιτεχνικής περιέργειας και αρρωστημένης, ίσως, έμπνευσης, όμως υπάρχει κάτι πεζό και συμβατικό στην παραμονή της σε στενά “ανθρώπινα” πλαίσια, και, κατά συνέπεια, στα ήδη γνωστά και πεπερασμένα όρια.”